Μεγαλομανία, ανάγκη για θαυμασμό, ευαισθησία (έως και απέχθεια) στην κριτική, προσωποποίηση της εξουσίας, παρορμητική ανάληψη ρίσκου. Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που η πολιτική ψυχολογία, ως κλάδος της κοινωνικής ψυχολογίας, αποδίδει σε ηγεσίες που χαρακτηρίζονται ως ναρκισσιστικές.
Γιατί έχουν σημασία αυτά τα χαρακτηριστικά στην πολιτική επιστήμη; Διότι ένας ηγέτης που βλέπει τον εαυτό του ως μοναδικά χαρισματικό ή προορισμένο να «σώσει το έθνος» ή τον κόσμο, που αναζητά συνεχώς προβολή στα μέσα ενημέρωσης και αποδείξεις προσωπικής αφοσίωσης, που ερμηνεύει την αντιπολιτευτική κριτική ως προδοσία, που συνδέει την εθνική ευημερία με την προσωπικότητά του, και που προτιμά να καταφεύγει σε τολμηρές και εντυπωσιακές κινήσεις αντί να επιδιώκει προσεκτικά συναινέσεις, συνήθως επιδρά με πολύ συγκεκριμένους τρόπους στην πολιτική και την οικονομία.
Πιο συγκεκριμένα, ηγέτες με αυτά τα χαρακτηριστικά τείνουν να επικεντρώνονται στον βραχυπρόθεσμο εντυπωσιασμό αντί π.χ. στην οικοδόμηση θεσμών με μακροπρόθεσμη προοπτική, να συγκεντρωποιούν την εξουσία περιθωριοποιώντας τις συμβουλές των ειδικών και να διαβρώνουν γενικότερα τις δημοκρατικές διαδικασίες.
Ο τρόπος διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ έχει αναλυθεί στο παρελθόν από έμπειρους πολιτικούς συντάκτες των μεγαλύτερων ΜΜΕ του εξωτερικού και από πολιτικούς επιστήμονες, και η «διάγνωση» είναι σαφής. Πλέον, μετά από μια σειρά αλλεπάλληλων ωμών παρεμβάσεων από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, κάποιες εκ ων οποίων χαρακτηρίζονται ως «πρωτοφανείς», η συζήτηση επικεντρώνεται στις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που θα έχει αυτό το στυλ διακυβέρνησης στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Μετάλλαξη
Ο κοινός παρονομαστής στα συμπεράσματα όσων μελετούν σε βάθος τις πολιτικές Τραμπ είναι ότι η οικονομία των ΗΠΑ διολισθαίνει προς την εσωτερική αστάθεια και τη θεσμική δυσπιστία, προς ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί το απρόβλεπτο, κάτι που πλήττει ανεπανόρθωτα την επιχειρηματική εμπιστοσύνη και τις επενδυτικές προοπτικές. Ο Ντόναλντ Τραμπ περιγράφεται όχι ως πολιτικός ηγέτης, αλλά ως διευθύνων σύμβουλος που κραδαίνει την πολιτική εξουσία ως δαμόκλειο σπάθη πάνω από τις επιχειρήσεις.
Οι επιπτώσεις της πολιτικής του είναι μάλιστα τόσο βαθιές και -ήδη- εκτεταμένες, που κάνουν πολλούς να μιλούν για μετάλλαξη του οικονομικού μοντέλου των ΗΠΑ. Για μετατόπιση από τον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς (για το μέλλον του οποίου ο βετεράνος της Wall Street, Peter Boockvar, αισθάνθηκε την ανάγκη να προσευχηθεί) προς τον πελατειακό καπιταλισμό ή «καπιταλισμό των ημετέρων».
Εν ολίγοις, προς ένα οικονομικό σύστημα στο οποίο η επιχειρηματική επιτυχία εξαρτάται κυρίως από τις στενές σχέσεις με πολιτικούς ή κρατικούς αξιωματούχους, αντί από τον ανταγωνισμό, την καινοτομία ή την αποτελεσματικότητα. Προς ένα σύστημα όπου η πρόσβαση σε κρατικούς πόρους, συμβόλαια, άδειες ή προνόμια βασίζεται στην εύνοια και την αμοιβαία υποστήριξη (δούναι και λαβείν) δημιουργώντας μια μορφή «ημετεροκρατίας».
Όσο κι αν αυτά ακούγονται υπερβολικά ή μοιάζουν αδιανόητα, με δεδομένο ότι μιλάμε πάντα για τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, η διολίσθηση προς τον πελατειακό καπιταλισμό είναι μια αρνητική και άκρως ανησυχητική εξέλιξη, με παγκόσμιες επιπτώσεις. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να προσάψει πολλά και στο προηγούμενο «μη πελατειακό» σύστημα…
Ωμές παρεμβάσεις
Η λίστα με τις απροσχημάτιστες παρεμβάσεις του Ντόναλντ Τραμπ στη λειτουργία των οικονομικών θεσμών και των αμερικανικών επιχειρήσεων μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.
Χαρακτηριστική η προσπάθεια να επιβάλλει τον έλεγχό του στην άσκηση πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ. Η σκέψη και μόνο ότι η Fed θα χάσει την ανεξαρτησία της προκαλεί ρίγος σε οικονομολόγους, επενδυτές και αναλυτές εντός και εκτός ΗΠΑ. Ο Τραμπ δεν έχει βάλει στο στόχαστρο μόνο τον διοικητή της Fed, με μια σειρά έως και υβριστικών επιθέσεων, αλλά και μέλη του επταμελούς Δ.Σ. της τράπεζας. Στο οποίο έχει ήδη ορίσει τους «ημέτερους» Michelle Bowman και Christopher Waller και εκκρεμεί ο διορισμός του Stephen Miran. Αν καταφέρει να απομακρύνει την Lisa Cook, τότε θα μπορέσει να αποκτήσει πλειοψηφία 4-3.
Εξίσου χαρακτηριστική η απόλυση της Erika McEntarfer από επικεφαλής του Bureau of Labor Statistics, την οποία σκοπεύει να αντικαταστήσει με τον E.J. Antoni.
Στο μεταξύ, με την ίδια ευκολία και χωρίς αναστολές παρεμβαίνει και στα εσωτερικά μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων. Ένα από τα πρώτα «επεισόδια» ήταν η επίθεση του Λευκού Οίκου στην Amazon, όταν διέρρευσε ότι η τελευταία σκόπευε να αναγράφει την επιβάρυνση από τους αμερικανικούς δασμούς στις τιμές των προϊόντων. Κάτι που η εταιρεία έσπευσε να διαψεύσει.
Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Τραμπ απείλησε την Apple με δασμούς προκειμένου να την πιέσει να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο. Ως αποτέλεσμα, η εταιρεία προσανατολίζεται σε επένδυση 100 δισ. δολαρίων σε εγχώρια παραγωγή.
Παρομοίως, οι Nvidia και AMD υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν «χαράτσι» 15% στις πωλήσεις τσιπ τεχνητής νοημοσύνης προς την Κίνα, προκειμένου να τους επιτραπεί η πρόσβαση στη συγκεκριμένη αγορά, ένα deal που χαρακτηρίστηκε (και είναι) πρωτοφανές.
Λίγο νωρίτερα το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ είχε αγοράσει το 15% της MP Materials, έναντι ποσού 400 εκατ. δολαρίων. Έτσι, η αμερικανική κυβέρνηση είναι σήμερα ο μεγαλύτερος μέτοχος της εισηγμένης που δραστηριοποιείται στην παραγωγή σπάνιων γαιών. Μάλιστα, έχει δεσμευθεί να παραχωρήσει στην εταιρεία δάνειο 150 εκατ. δολαρίων για την κατασκευή μιας νέα μονάδας παραγωγής, αλλά και για την αγορά του συνόλου της παραγωγής της για την επόμενη δεκαετία…
Προσφάτως έγινε γνωστό ότι η αμερικανική κυβέρνηση σκοπεύει να αποκτήσει και ποσοστό της τάξης του 10% στην Intel, έναντι ποσού που υπολογίζεται κοντά στα 10,5 δισ. δολάρια. Ερωτηθείς σχετικά, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ δεν το διέψευσε, αντιθέτως προτίμησε να επιχειρηματολογήσει για το ποιο θα ήταν το σκεπτικό της κυβέρνησης σε μια τέτοια περίπτωση.
Από τα πυρά του Αμερικανού Προέδρου δεν γλίτωσε ούτε η Goldman Sachs. Ο Ντόναλντ Τραμπ επιτέθηκε δημοσίως στον CEO, David Salomon, με αφορμή μια ανάλυση της GS που δείχνει ότι το κόστος των δασμών θα το επωμιστούν κυρίως οι Αμερικανοί καταναλωτές.
Και έπεται συνέχεια…