Προ ημερών, η Nvidia και η AMD εξασφάλισαν μια «σωτήρια» συμφωνία ώστε να μπορέσουν να επιστρέψουν στην κινεζική αγορά τσιπ τεχνητής νοημοσύνης. Να εξάγουν δηλαδή προϊόντα που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας και χρησιμοποιούνται σε ένα τεράστιο εύρος εφαρμογών μετασχηματίζοντας την παγκόσμια οικονομία, αλλά ταυτόχρονα άπτονται και θεμάτων εθνικής ασφάλειας.
Ακριβώς λόγω της φύσης των προϊόντων αυτών, θα μπορούσε κάποιος να κατανοήσει την επιβολή περιορισμών στις εξαγωγές τους. Αυτό όμως που συνέβη με τις Nvidia και AMD είναι σχεδόν παρανοϊκό: Οι δύο εταιρείες συμφώνησαν να αποδίδουν στην αμερικανική κυβέρνηση το 15% των εσόδων τους από ορισμένες πωλήσεις τέτοιων τσιπ στην Κίνα, ως αντάλλαγμα προκειμένου να λάβουν άδειες εξαγωγής.
Όπως σχολιάζει σε ανάλυσή του ο επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής της Saxo Bank, Jacob Falkencrone, αυτή δεν είναι απλώς μια ασυνήθιστη εμπορική συμφωνία. Είναι ένας «οδικός χάρτης» για το πώς η γεωπολιτική, τα εταιρικά κέρδη και η πρωτοκαθεδρία στην αγορά θα συνδέονται στο εξής αδιάσπαστα.
Ο ίδιος σημειώνει ότι καμία αμερικανική εταιρεία στο παρελθόν δεν είχε συμφωνήσει να παραχωρήσει ποσοστό εσόδων ως προϋπόθεση για να λάβει άδεια εξαγωγής.
Για την Nvidia, τα συμφέροντα είναι τεράστια. Η εταιρεία εισέπραξε περίπου 17 δισ. δολάρια από την Κίνα στο προηγούμενο έτος χρήσης, ποσό που αντιστοιχεί στο 13% των παγκόσμιων εσόδων της. Για την AMD τα αντίστοιχα νούμερα ήταν 6,2 δισ. δολάρια και 24%.
Η αναστολή εξαγωγών που τους επιβλήθηκε Απρίλιο έθεσε σε κίνδυνο δισεκατομμύρια, και η πρόσφατη αυτή συμφωνία ξανανοίγει την πόρτα σε έσοδα δισεκατομμυρίων. «Αυτό είναι ένα εντυπωσιακό παράδειγμα για το πώς η πρόσβαση σε παγκόσμιες αγορές μπορεί πλέον να συνοδεύεται από διόδια, και ο συλλέκτης των διοδίων είναι συχνά η κυβέρνηση, όχι ένας ανταγωνιστής», σχολιάζει ο Falkencrone.
Γιατί είναι ασυνήθιστο
«Οι έλεγχοι και περιορισμοί των εξαγωγών συνήθως λειτουργούν ως ένα αιχμηρό εργαλείο. Μια αγορά είναι είτε ανοιχτή, είτε κλειστή. Μια συμφωνία με ποσοστό επί των εσόδων θολώνει αυτή τη γραμμή, μετατρέποντας έναν περιορισμό ασφαλείας σε μια διαρκή οικονομική συναλλαγή» σημειώνει ο επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής της Saxo Bank.
Μάλιστα, ο ίδιος εκτιμά ότι αυτή η συμφωνία θέτει ένα προηγούμενο που θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε άλλους κρίσιμους τομείς, όπως η βιοτεχνολογία, η καθαρή ενέργεια, ακόμη και η άμυνα, δημιουργώντας ένα παγκόσμιο δίκτυο πολιτικών «διοδίων».
Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα διόδια τα εισπράττει απευθείας ο Λευκός Οίκος…
Οι συνέπειες για Nvidia και AMD
Η συμφωνία , σε κάθε περίπτωση, αποκαθιστά την άμεση πρόσβαση των δύο εταιρειών σε μια αγορά όπου τα εγχώρια κινεζικά τσιπ τεχνητής νοημοσύνης υστερούν σε απόδοση. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι μόνο η Nvidia θα μπορούσε να ανακτήσει περίπου 8 δισ. δολάρια ανά τρίμηνο σε έσοδα, τα οποία υπό άλλες συνθήκες θα είχε στερηθεί.
Βέβαια, το αντίτιμο που θα πληρώσει δεν είναι μόνο αυτό το 15%. «Ο πολιτικός κίνδυνος δεν εξαφανίστηκε, απλώς ανατιμήθηκε» σχολιάζει ο Falkencrone, καθώς η πολιτική των ΗΠΑ θα μπορούσε να αλλάξει μετά τις επόμενες εκλογές. Το ίδιο μπορεί φυσικά να συμβεί και από πλευράς Κίνας, να αλλάξουν δηλαδή οι όροι του «παιχνιδιού». Ήδη υπήρξαν αναφορές σε κινεζικά ΜΜΕ, μία μόλις ημέρα μετά την ανακοίνωση αυτής της πρωτοφανούς συμφωνίας, σύμφωνα με τις οποίες η Κίνα θα απαγορεύσει τη χρήση των τσιπ H20 σε κινεζικές επιχειρήσεις.
Ουσιαστικά, Nvidia και AMD πέτυχαν μια συμφωνία που αγοράζει χρόνο, όχι βεβαιότητα και, ενώ δίνει βραχυπρόθεσμη ώθηση στα έσοδα, ταυτόχρονα μετατρέπει την κυβερνητική πολιτική σε άμεσο κόστος επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Τα επόμενα βήματα
Αν ο Λευκός Οίκος δει αυτό το μοντέλο να πετυχαίνει, θα μπορούσε να το επιβάλει και σε άλλους κλάδους. Ωστόσο, οι επενδυτές βλέπουν ότι τα κέρδη των εταιρειών στις οποίες επενδύουν είναι τελικά αποτέλεσμα πολιτικής διαπραγμάτευσης.
Nvidia και AMD έστειλαν το μήνυμα ότι ακόμη και οι πιο καινοτόμες εταιρείες του κόσμου μπορούν να συρθούν σε πολιτικές διαπραγματεύσεις. Η πολιτική καθίσταται μέρος της εξίσωσης των κερδών. «Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις μέρες μας μπορεί να μην είναι μόνο τα ταχύτερα τσιπ, αλλά η ταχύτερη προσαρμογή στην πολιτική πραγματικότητα» λέει ο Falkencrone και εκτιμά ότι «οι εταιρείες που θα τα καταφέρουν και στα δύο θα είναι αυτές που θα παραμείνουν όρθιες όταν οι κανόνες αλλάξουν ξανά».