Λεκτικές επιθέσεις εναντίον όλων, εχθρών και φίλων, με αρκετή ασάφεια, έντονες μεταπτώσεις και απουσία κάθε προβλεψιμότητας. Αυτό είναι το μοτίβο που περιγράφει τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ από την ημέρα που ανέλαβε τη δεύτερη θητεία του. Οι επιθέσεις του ωστόσο – λεκτικές, νομοθετικές, εμπορικές, πολιτικές, ενίοτε και συναισθητικές – δεν είναι και τόσο τυχαίες, ακολουθούν ένα συγκεκριμένο μοτίβο και κανόνες, παρότι ο κόσμος Τραμπ είναι άκρως χαοτικός.
Στη ρεαλπολιτίκ της δεύτερης θητείας του, δεν υπάρχουν φίλοι, δεν υπάρχουν παραδοσιακοί σύμμαχοι, δεν υπάρχουν εταίροι. Όλοι μπορεί να είναι ή να γίνουν εν δυνάμει τα πάντα. Μία αντίληψη πραγμάτων που απορρέει από τους ιδιότυπους κανόνες του Τραμπ και του στενού επιτελείου του και η οποία ανοίγει συνεχώς μέτωπα με παραδοσιακούς εμπορικούς εταίρους και ανθρώπους που έχουν επιλεγεί από τον ίδιο τον Τραμπ.
Πυρά κατά Πάουελ
Ο πρόεδρος της Fed, Tζερόμ Πάουελ, αποτελεί το πιο τρανταχτό παράδειγμα των τακτικών Τραμπ, που «χτυπούν» με τον πιο απαξιωτικό τρόπο τον εκπρόσωπο ενός παραδοσιακά απροσπέλαστου από εξωτερικές πιέσεις κορυφαίου θεσμού. Ο Τραμπ τον έχει επανειλημμένως χαρακτηρίσει, μεταξύ άλλων, απαίσιο, ηλίθιο, ανόητο, καταστροφικό, άτομο με χαμηλό IQ.
Η σκληρή γλώσσα του Τραμπ αποτυπώνει τη βαθιά δυσφορία ενός σημαντικού μέρους της συντηρητικής βάσης του και των επιχειρηματικών κύκλων που υποστηρίζουν την «ΜΑGA» πολιτική του, που προτάσσει ανάπτυξη με όλα τα μέσα.
Και βέβαια καταδεικνύει μια ευρύτερη πολιτική διαφωνία για τον ρόλο της κεντρικής τράπεζας και τη σχέση της με την κυβέρνηση. Η ανεξαρτησία της Fed, ένα θεμέλιο του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, βρίσκεται συχνά υπό πίεση όταν οι προεδρικές πολιτικές και οι αγορές συγκρούονται με την ανάγκη για μακροοικονομική σταθερότητα.
Σφοδρή επίθεση κατά Μαμντάνι
Στην πολιτική σκηνή, ο Τραμπ εξαπέλυσε μύδρους κατά του ινδικής καταγωγής και Μουσουλμάνου Ζοχράν Μαμντάνι, του Δημοκρατικού Σοσιαλιστή, που αναμένεται να γίνει ο υποψήφιος των Δημοκρατικών στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές της Νέας Υόρκης, εκεί που χτυπά η «καρδιά» της Wall Street.
Αμέσως μετά τις προκριματικές εκλογές, ο Τραμπ δημοσίευσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι ο Μαμντάνι είναι «ένας 100% κομμουνιστής τρελός». Την Παρασκευή αποκάλεσε ξανά τον Μαμντάνι «κομμουνιστή» και δήλωσε ότι το «Μεγάλο Μήλο» (επειδή η Apple έχει την έδρα της εκεί) θα γίνει κομμουνιστική πόλη αν εκλεγεί δήμαρχος τον Νοέμβριο. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι συμβαίνει αυτό. Είναι κάτι τρομερό για τη χώρα μας», δήλωσε ο Τραμπ σε δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο.
Ο ίδιος ο Μαμντάνι αυτοαποκαλείται ο «χειρότερος εφιάλτης» του προέδρου των ΗΠΑ. Ήδη, μέλος της Βουλής της Νέας Υόρκης, παρουσιάζεται ως μια εναλλακτική δυνατή λύση κατά του status quo που εκπροσωπείται από τον αντίπαλό του Άντριου Κουόμο, ο οποίος, σύμφωνα με τον ίδιο, χρηματοδοτείται από δισεκατομμυριούχους που έβαλαν τον Ντόναλντ Τραμπ στην Ουάσιγκτον.
Ο 33χρονος θα είναι ο πρώτος Νοτιοασιάτης και ο πρώτος Μουσουλμάνος που θα ηγηθεί της πόλης, εάν εκλεγεί στις εκλογές του Νοεμβρίου, έχοντας εξασφαλίσει προβάδισμα έναντι του πρώην κυβερνήτη Κουόμο, κάποτε ενός από τα μεγαλύτερα ονόματα στην αμερικανική πολιτική, στις προκριματικές εκλογές στις 24 Ιουνίου. Κάποιοι τον αποκαλούν ήδη δήμαρχο.
Το θέμα είναι ότι οι επιθέσεις του Τραμπ έχουν υποκινήσει και άλλους Ρεπουμπλικάνους σε ένα παραλήρημα περί «κομμουνιστικής διείσδυσης». Σε σημείο που ο ακροδεξιός γερουσιαστής της Αλαμπάμα Τόμι Τάμπερβιλ διαμήνυσε ότι η εκλογή του Μαμντάνι ήταν απόδειξη ότι η λεγόμενη «Μεγάλη Αντικατάσταση» είναι ήδη σε εξέλιξη. Η «Θεωρία της Μεγάλης Αντικατάστασης» είναι μια νεοναζιστική συνωμοσία που ισχυρίζεται ότι οι Δημοκρατικοί και οι εβραϊκές ελίτ εισάγουν σκόπιμα μη λευκούς ανθρώπους για να «αντικαταστήσουν» τον λευκό πληθυσμό στις ΗΠΑ.
Τα περιστατικά αυτά λαμβάνουν χώρα αμέσως μετά τη στοχευμένη δολοφονία της Δημοκρατικής Γερουσιαστού της Μινεσότα, Μελίσα Χόρτμαν, και του συζύγου της, καθώς και το σχεδόν θανατηφόρο πυροβολισμό του πολιτειακού γερουσιαστή Τζον Χόφμαν και της συζύγου του. Ο δράστης ήταν ένας ακροδεξιός φανατικός χριστιανός και ένθερμος υποστηρικτής του Τραμπ, ο οποίος είχε συντάξει μια λίστα θανάτου Δημοκρατικών νομοθετών.
Το δόγμα και οι μέθοδοι Τραμπ
Οι άνω αντιδράσεις αποτελούν αποσπασματικά μόνο γεγονότα στο πλαίσιο ενός γενικότερου κυβερνητικού δόγματος που έχει κέντρο τον Τραμπ και το οποίο αποτυπώνεται τα μέγιστα στη φράση που χρησιμοποίησε όταν ρωτήθηκε για τη συμμετοχή των ΗΠΑ στις αεροπορικές επιδρομές του Ιράν. «Μπορεί να το κάνω. Μπορεί και να μην το κάνω».
Η επιθετικότητα και η ασταθής ασυνέπεια είναι χαρακτηριστικό της προεδρικής προσωπικότητας, αλλά και μια έμπειρη τεχνική διαχείρισης. Το να κάνεις όλους γύρω σου να σε φοβούνται και να μαντεύουν, μεταπηδώντας από γοητεία σε απειλές και αντίστροφα, αυτές είναι μέθοδοι καταναγκαστικού ελέγχου. Δημιουργούν αποπροσανατολισμό και ευαλωτότητα. Οι άνθρωποι που είναι προετοιμασμένοι για ξαφνικές εναλλαγές διάθεσης πρέπει να στηρίζονται σε κάθε λέξη του ηγέτη, αναζητώντας ενδείξεις, περιμένοντας οδηγίες. Η ατομική δράση χάνεται, η εξάρτηση προκαλείται. Είναι κάτι αιρετικό, αναφέρει η Guardian.
«Δεν θέλω... να ισχυρίζομαι ότι μπορώ να διαβάσω τη σκέψη του και να ξέρω τι πρόκειται να πει», αναφέρει στη βρετανική εφημερίδα ο Μάθιου Γουίτακερ, μόνιμος αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ.
Αυτό ακριβώς είναι το δόγμα: «κανείς δεν ξέρει». Ο Τραμπ σκέφτεται με όρους εύκολων νικών, όχι πολύπλοκων συνεπειών. Εξ ου και ο εμφανής εκνευρισμός του με το Ισραήλ και το Ιράν για την παραβίαση της εκεχειρίας και γενικά για το ότι δεν ξέρουν «τι στο καλό κάνουν», όπως είπε στους δημοσιογράφους. Επίσης, υποσχέθηκε στους Αμερικανούς ψηφοφόρους συμφωνίες και θυμώνει όταν ο κόσμος δεν τις δέχεται ή έχει αντίθετη άποψη με αυτόν.
Αυτή είναι μια φυσική λειτουργία του δόγματος της απρόβλεπτης φύσης, όπως υποστηρίζουν αναλυτές. Το να λες σε άλλες χώρες ότι δεν μπορούν ποτέ να ξέρουν τι θα κάνεις τις κάνει λιγότερο ευαίσθητες στη διπλωματία και λιγότερο ευάλωτες στην ιδιοτροπία ενός προέδρου των ΗΠΑ.
Εδώ όμως ξεκινά ένας φαύλος κύκλος: Ο Τραμπ βασίζεται στην ασταθή προσωπικότητά του για να ασκήσει έλεγχο σε καταστάσεις που δεν καταλαβαίνει, δημιουργώντας χάος που εκθέτει την αδυναμία του, η οποία με τη σειρά της τον προκαλεί να ασκήσει μεγαλύτερη αυθαίρετη οργή στους μοχλούς εξουσίας του.
Για τους υπόλοιπους όμως, είτε πρόκειται για αξιωματούχους, είτε πολιτικούς, είτε κυβερνήσεις, αυτό είναι εξουθενωτικό. Αυτό όμως που χρειάζονται περισσότερο από αυτόν – η αξιοπιστία - είναι το μόνο πράγμα που, με βάση την προσωπικότητα και το δόγμα του, δεν θα το παρέχει ποτέ.