Οι αδυναμίες των αγορών και η πιθανή αμερικανική ύφεση: Οι προβλέψεις των αναλυτών για το 2024

Viber Whatsapp Μοιράσου το
Οι αδυναμίες των αγορών και η πιθανή αμερικανική ύφεση: Οι προβλέψεις των αναλυτών για το 2024
Με τις κεντρικές τράπεζες να έχουν αυξήσει τα επιτόκια σε πολύ υψηλά επίπεδα, εκεί όπου είναι πολύ πιθανό πως θα διατηρηθούν για μεγαλύτερο διάστημα, η μακροοικονομική πρόβλεψη για το 2024, απέχει πολύ από το να είναι ξεκάθαρη.  

Με τις κεντρικές τράπεζες να έχουν αυξήσει τα επιτόκια σε πολύ υψηλά επίπεδα, εκεί όπου είναι πολύ πιθανό πως θα διατηρηθούν για μεγαλύτερο διάστημα, η μακροοικονομική πρόβλεψη για το 2024, απέχει πολύ από το να είναι ξεκάθαρη.

Η βασική πρόβλεψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την παγκόσμια ανάπτυξη είναι πως επιβραδυνθεί από 3,5% το 2022, στο 3% το 2023 και στο 2,9% το 2024, πολύ χαμηλότερα από τον ιστορικό μέσο όρο του 3,8% ανάμεσα στο 2000 και στο 2019, με κυριότερο λόγο γι' αυτό την επιβράδυνση στις προηγμένες οικονομίες.

Το ΔΝΤ βλέπει ανάπτυξη για το ΑΕΠ των ΗΠΑ, το οποίο παραμένει εντυπωσιακά ανθεκτικό σε πείσμα της αύξησης πάνω από 500 μονάδες βάσης των επιτοκίων από το Μάρτιο του 2022, για να εξακολουθήσει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο δυνατά των αναπτυγμένων αγορών, με 2,1% αυτή τη χρονιά και 1,5% την επόμενη.

Η ανθεκτικότητα της οικονομίας των ΗΠΑ έχει πυροδοτήσει μία διαμορφωμένη αντίληψη πως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα επιτύχει την ποθητή "ομαλή προσγείωση", επιβραδύνοντας τον πληθωρισμό χωρίς να ρίξει την οικονομία σε ύφεση.

Η αγορά τώρα προεξοφλεί σε μεγάλο βαθμό μια κορύφωση στο τρέχον εύρος στόχου των κεφαλαίων της Fed του 5,25-5,5%, με τις μειώσεις των επιτοκίων να επέρχονται το επόμενο έτος.

Ωστόσο οι αναλυτές της Deutsche Bank σε έκθεσή τους για το Outlook του 2024 που δημοσιεύτηκε την Δευτέρα, σημειώνουν πως η νομισματική πολιτική λειτουργεί με καθυστέρηση, κάτι που την καθιστά «ιδιαίτερα αβέβαιη για το timing και τον αντίκτυπό της».

«Με τον αντίκτυπο της επιβράδυνσης των τιμών των επιτοκίων να έχει τεθεί σε ισχύ, μπορούμε να δούμε καθαρά σημάδια υποχώρησης των οικονομικών στοιχείων. Στην Αμερική , η πιο πρόσφατη έκθεση για τις θέσεις εργασίας έδειξε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας από τον Ιανουάριο του 2022, ενώ οι εκκρεμείς οφειλές των πιστωτικών καρτών βρίσκεται σε υψηλό 12ετίας», αναφέρουν οι Jim Reid και David Folkerts-Landau στην έκθεση, Head of Global Economics and Thematic Research και Group Chief Economist της Deutsche Bank αντίστοιχα.

Στην περιφέρεια της οικονομίας υπάρχει ξεκάθαρη ανησυχία πως αυτό μπορεί να εξαπλωθεί το 2024 με τα επιτόκια στα υφιστάμενα επίπεδα. Στην Ευρωζώνη, το τρίτο τρίμηνο σημειώθηκε μία πτώση της τάξης του 0,1% στο ΑΕΠ, με την οικονομία σε περίοδο στασιμότητας από το φθινόπωρο του 2022, κάτι που είναι πιθανό να επεκταθεί μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού του 2024.

Η γερμανική τράπεζα έχει μία σημαντικά πιο ζοφερή πρόγνωση από την αντίληψη που επικρατεί στην αγορά, αναφέροντας πως ο Καναδάς θα έχει την υψηλότερη ανάπτυξη του ΑΕΠ ανάμεσα στην G7 το 2024, με μόλις 0,8%.

«Αν και αυτό είναι ακόμα θετικό και η κατάσταση βελτιωθεί μέσα στη χρονιά, σημαίνει πως οι μεγάλες οικονομίες θα είναι περισσότερο ευάλωτες σε ένα σοκ, καθώς προσπαθούν να κινηθούν μέσα σ' αυτό το χαμένο έδαφος που προκάλεσε ο πιο επιθετικός κύκλος αύξησης επιτοκίων για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες» αναφέρουν οι Reid και Folkerts-Landau, επισημαίνοντας πως πιθανά "μάκρο ατυχήματα" θα είναι πιο πιθανά στον απόηχο μία τέτοιας ραγδαίας σύσφιξης.

«Είχαμε 10 με 15 χρόνια από μηδενικών και αρνητικών επιτοκίων, συν μια αύξηση των ισολογισμών των παγκόσμιων κεντρικών τραπεζών από 5 μέχρι 30 τρισ. δολάρια στο πιο πρόσφατο peak, και ήταν μόλις πριν από δύο χρόνια που οι περισσότεροι ανάμεναν μία έξτρα χαλαρή νομισματική πολιτική για το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της δεκαετίας. Έτσι, είναι εύκολο να δει κανείς πόσο ευάλωτες θα ήταν οι επισφαλείς επενδύσεις που θα γίνονταν σε ένα τέτοιο πλαίσιο υψηλών επιτοκίων».

Οι περιφερειακές τράπεζες της Αμερικής πυροδότησαν παγκόσμιο πανικό στις αγορές νωρίτερα μέσα στη χρονιά όταν η Silicon Valley Bank και αρκετές άλλες κατέρρευσαν, με την Deutsche Bank να τονίζει πως ορισμένες ευπάθειες παραμένουν στον συγκεκριμένο τομέα, μαζί με το real estate και τις ιδιωτικές αγορές, δημιουργώντας κατά κάποιο τρόπο «έναν αγώνα εναντίον του χρόνου».

«Higher for longer» και περιφειακή απόκλιση

Η προοπτική του «higher for longer» για τα επιτόκια κυριάρχησε στις προβλέψεις των αγορών τους πρόσφατους μήνες, με τους αναλυτές της Goldman Sachs Asset Management να πιστεύουν πως η Fed είναι απίθανο να προχωρήσει στην μείωση των επιτοκίων την επόμενη χρονιά, εκτός κι αν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί κατά σημαντικά μεγαλύτερο ρυθμό από τις υφιστάμενες προβλέψεις.

Στην ευρωζώνη, το αδύναμο momentum στην ανάπτυξη αλλά και η οπισθοχώρηση από την σφιχτή νομισματική πολιτική και τις συνθήκες δανεισμού αυξάνουν την πιθανότητα πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να πατήσει μία παύση στην σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και σταδιακά να στραφεί πως τις μειώσεις των επιτοκίων το δεύτερο μισό του 2024.

«Ενώ η Fed και η EKT μοιάζουν να έχουν απομακρυνθεί από την περίπτωση της "ανώμαλης προσγείωσης" κατά τη διάρκεια του κύκλου σύσφιξης, εξωγενή σοκ ή μία πρόωρη στροφή στη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, ίσως αναζωπυρώσει τον πληθωρισμό κατά ένα τρόπο που θα απαιτεί μία ύφεση για να τον ρίξει πιο χαμηλά» αναφέρουν αναλυτές της GSAM.

«Αντίθετα, η περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, ίσως προκαλέσει μία ύφεση, μόλις ο αντίκτυπος της προηγούμενης σύσφιξης ξεκινήσει να εδραιώνεται».

Επίσης, η GSAM επισημαίνει περιφερειακή απόκλιση στην πορεία των προοπτικών ανάπτυξης και στην εξέλιξη του πληθωρισμού, με την οικονομία της Ιαπωνίας να εκπλήσσει θετικά λόγω της αναγεννημένης εγχώριας ζήτησης, οδηγώντας την αύξηση μισθών και τον πληθωρισμό μετά από πολλά χρόνια στασιμότητας, ενώ η υπερχρέωση στην αγορά real estate της Κίνας και οι δυσκολίες με το δημογραφικό, αυξάνει τους κινδύνους μιας καθοδικής οικονομικής εξέλιξης.

Εντωμεταξύ οι Βραζιλία, Χιλή, Ουγγαρία, Μεξικό, Περού και Πολωνία, ακολούθησαν από νωρίς τις αυξήσεις των επιτοκίων και ήταν ανάμεσα στους πρώτους που είδαν τον πληθωρισμό να επιβραδύνεται απότομα, κάτι που σημαίνει πως οι κεντρικές τους τράπεζες είτε έχουν ξεκινήσει να μειώνουν τα επιτόκια, είτε βρίσκονται πολύ κοντά να ξεκινήσουν να το κάνουν.

Ο κίνδυνος της ύφεσης έχει «περισσότερο καθυστερήσει παρά εξαλειφθεί»

Σε συνεδρίαση που έγινε την Τρίτη, αναλυτές της JPMorgan Asset Management συμμερίζονται αυτή τη νότα επιφύλαξης, υποστηρίζοντας πως ο κίνδυνος μίας ύφεσης στην οικονομία των ΗΠΑ περισσότερο «έχει καθυστερήσει παρά έχει εξαλειφθεί» καθώς ο αντίκτυπος των υψηλών επιτοκίων περνά μέσα στην οικονομία.

Η επικεφαλής αναλύτρια αγορών της JPMAM, Karen Ward επισημαίνει πως πολλά αμερικανικά νοικοκυριά, εκμεταλλεύτηκαν τα 30ετή στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο, ενώ αυτά ήταν ακόμα γύρω στο 2,7%, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο, πολλοί στράφηκαν στα πενταετή στεγαστικά με σταθερό επιτόκιο κατά την διάρκεια της πανδημίας, κάτι που σημαίνει πως η «μετακύλιση των επιτοκίων είναι πιο αργή» από τους προηγούμενους κύκλους.

Ωστόσο, η Ward τονίζει πως η έκθεση του Ηνωμένου Βασιλείου στα υψηλά επιτόκια αναμένεται να αυξηθεί από το 38% στο τέλος του 2023 στο 60% στα τέλη του 2024, ενώ οι αγοραστές πρώτης κατοικίας στην Αμερική θα είναι εκτεθειμένοι σε πολύ υψηλότερα επιτόκια και το κόστος άλλων καταναλωτικών χρεών έχει αυξηθεί σημαντικά.

«Νομίζω πως το βασικό συμπέρασμα εδώ είναι πως τα επιτόκια ακόμα "δαγκώνουν", κάτι που απλώς διαρκεί περισσότερο αυτή τη φορά», ανέφερε η Ward.

Ο Αμερικανός καταναλωτής καταναλώνει τις αποταμιεύσεις του με πιο γρήγορο ρυθμό από τους Ευρωπαίους, τονίζει η Ward, υποδηλώνοντας πως αυτός είναι «ένας από τους λόγους γιατί η Αμερική έχει σημειώσεις τις καλύτερες επιδόσεις» μέχρι τώρα, μαζί με «απίστευτα υποστηρικτική» νομισματική πολιτική όσο αφορά στα προγράμματα υποδομών και προγράμματα υποστήριξης σχετιζόμενα με την πανδημία.

«Αυτό αναμένεται να συνεχιστεί και την επόμενη χρονιά, έτσι το υπόβαθρο για τον καταναλωτή δεν δείχνει τόσο ισχυρό σε εμάς καθώς οδηγούμαστε στο 2024, χρόνια που αναμένεται να είναι λιγάκι δύσκολη» τονίζει.

Παράλληλα, οι επιχειρήσεις θα πρέπει τα επόμενα χρόνια να ξεκινήσουν να αναχρηματοδοτούνται με υψηλότερα επιτόκια, ειδικότερα για υψηλής απόδοσης εταιρείες.

«Έτσι η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί στο 2024, και πιστεύουμε πως οι κίνδυνοι για μία ύφεση είναι σημαντικοί, και γι' αυτό είμαστε ακόμα πολύ επιφυλακτικοί σχετικά με την άποψη πως έχουν ξεπεράσει τα χειρότερα και πως βλέπουμε τα πράγματα από την καλή τους πλευρά από εδώ και στο εξής» καταλήγει η Ward.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

Bill Ackman: «Στοιχηματίζει» πως η Fed θα ξεκινήσει τις μειώσεις επιτοκίων νωρίτερα από το αναμενόμενο

Γερμανία: Αντιμέτωπες με έλλειψη εργατικού δυναμικού οι μισές εταιρείες - Κενές 1,8 εκατ. θέσεις

gazzetta
gazzetta reader insider insider