Να βρει «ευήκοα ώτα» στις τάξεις των δανειοληπτών ελβετικού φράγκου, επιδιώκει η κυβέρνηση επανεξετάζοντας τη «φόρμουλα» ρύθμισης που εδράζετο σε «κούρεμα» απαιτήσεων, βάσει εισοδηματικών κριτηρίων και αξίας ακίνητης περιουσίας.
H λύση μερικής διαγραφής χρέους ήρθε αργά, με αποτέλεσμα η όποια θετική επίδραση να καταλήγει να καταπραΰνει ένα μικρό μέρος του προβλήματος. Το αρχικό πλάνο προέβλεπε «κούρεμα» από 10% έως 25% με βάση εισοδηματικά κριτήρια και κριτήρια ακίνητης περιουσίας και μετατροπή του επιτοκίου, από κυμαινόμενο σε σταθερό, από 2,9% έως 2,3% με διαφοροποίηση ανά κλίμακα κατά 20 μονάδες βάσης, τη στιγμή που το επιτόκιο των συγκεκριμένων δανείων (SARON) παραμένει χαμηλό.
Υπό το πρίσμα ότι το παραπάνω μοντέλο ρύθμισης δεν θα γνώριζε μεγάλη απήχηση σύμφωνα με το στίγμα που δίνει ο Σύλλογος Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου, η κυβέρνηση αναζητεί εργαλεία προκειμένου να εξασφαλίσει μεγαλύτερη απήχηση από πλευράς δανειοληπτών και ισορροπίες ώστε να μην υπάρξει σημαντικά μεγαλύτερη φθορά στις τράπεζες, από τις υπάρχουσες προβλέψεις που έχουν λάβει.
Και αυτό διότι οι δανειολήπτες που θα αποδεχτούν την πρόταση, συναινούν σε απώλεια ένδικων μέσων καθώς συνυπογράφουν το οριστικό κλείσιμο του «φακέλου» τους. Να σημειωθεί πως μια δικαστική απόφαση και εν προκειμένω από τον Άρειο Πάγο δημιουργεί δεδικασμένο. Δάνειο που έχει αποπληρωθεί -βάσει νόμου- μπορεί να διεκδικήσει δικαστικά το αποτέλεσμα δικαστικής απόφασης αρκεί να μην παρέλθει η πενταετία από την ημέρα αποπληρωμής.
Τα δάνεια με ρήτρα αξίας ελβετικού φράγκου έχουν υποστεί, διαχρονικά, από τη χορήγηση τους μέχρι σήμερα μια επιβάρυνση έως και 70% στο κεφάλαιο, τη στιγμή που και ο τόκος σε μηνιαία βάση συναρτάται με την ισοτιμία των δύο νομισμάτων (1,67- 0,93). Για να παραμείνουν εξυπηρετούμενα αυτά τα δάνεια έχουν δεχθεί επανειλημμένες ρυθμίσεις. Κατά συνέπεια η επιβάρυνση είναι μεγαλύτερη του 70% τόσο για το άληκτο κεφάλαιο, όσο και για τους τόκους.
Οι δανειολήπτες σε ελβετικό διαχωρίζονται σε αυτούς που i) αποπλήρωσαν το δάνειο, είτε γιατί έληξε η διάρκεια αυτού (πολλά εξ’ αυτών ήταν δάνεια από μετατροπή ευρώ σε ελβετικό και μικρής διάρκειας), είτε γιατί αποπληρώθηκαν εκποιώντας άλλη περιουσία ή και το ίδιο το υποθηκευμένο, προκειμένου να απεμπλακούν από το χρέος, ii) σε αυτούς που θα αποπληρώσουν το δάνειό τους εντός της επόμενης τετραετίας (δάνεια εικοσαετίας που χορηγήθηκαν το 2007 - 2008) και iii) σε αυτούς που κράτησαν ενήμερα τα δάνεια με διάφορες ρυθμίσεις - με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και πρόσθετες εγγυήσεις, είτε με την υποθήκευση πρόσθετων περιουσιακών στοιχείων, είτε με την προσθήκη εγγυητών - και έχουν ακόμα χρόνια αποπληρωμής.
Ο Σύλλογος Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου δεν ανέμενε κάποιο όφελος από τη φερόμενη ρύθμιση, καθώς όπως αναφέρουν κύκλοι του στο insider.gr «στην πραγματικότητα, το κούρεμα που προωθείται δεν πρόκειται να αγγίζει ούτε τα παραπάνω ποσοστά, αφού το κούρεμα θα αφορά το εναπομείναν κεφάλαιο, όπως έχει διαμορφωθεί αυτή τη στιγμή, μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα υπέρογκα ποσά που έχουν αποπληρώσει μέχρι σήμερα οι δανειολήπτες (αναδρομικότητα), εξαιτίας της μεταβολής της ισοτιμίας». Επιπλέον, όπως τονίζουν «οι δανειολήπτες πήραν το ίδιο τραπεζικό προϊόν, το οποίο ενέχει την ίδια καταχρηστικότητα, και δεν μπορεί συνεπώς η κυβέρνηση να δημιουργεί κατηγορίες δανειοληπτών - πολιτών ανάλογα με την περιουσία και το εισόδημα. Δεν μπορεί, δηλαδή, σε καμία περίπτωση να κατηγοριοποιείται η καταχρηστικότητα».
Οι δανειολήπτες ζητούν την εφαρμογή του δίκαιου της Ευρωπαϊκής Ένωσης - να κηρυχθεί άκυρη η ρήτρα της ισοτιμίας – όπως έγινε σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Έτσι, δε θα διασπάται η ευρωπαϊκή νομολογία και δε θα υπάρχει διαφοροποίηση από τις αποφάσεις των υπολοίπων κρατών μελών, όπως υποστηρίζουν. Στις 5 Δεκεμβρίου 2025 έχει ορισθεί η εξέταση των συλλογικών αγωγών κατά των τριών άλλων τραπεζών από τον Άρειο Πάγο, αφότου απορρίφθηκε η συλλογική αγωγή 2.020 δανειοληπτών ελβετικού φράγκου κατά της Eurobank.
Το παράδειγμα της Εθνικής
Τα προηγούμενα χρόνια, η Εθνική έδωσε τη δυνατότητα στους δανειολήπτες της κατηγορίας να «πάρουν ανάσα» μετατρέποντας τα δάνειά τους σε ευρώ, με μερική άφεση χρέους, που ξεπερνούσε σε κάποιες περιπτώσεις το 40% του ανεξόφλητου κεφαλαίου μέσω του μηχανισμού «split and freeze». Το δάνειο σε ελβετικό μετατρεπόταν σε ευρώ και το πληρωτέο μέρος επανεκτιμάτο, λαμβάνοντας ως μοναδικό κριτήριο την τρέχουσα αξία του ακινήτου.
Η διάρκεια του δανείου και το ύψος της δόσης καθοριζόταν, με κριτήρια την ηλικία του δανειολήπτη και το διαθέσιμο εισόδημά του. Το υπόλοιπο μέρος του δανείου «πάγωνε», άτοκα, και διαγραφόταν σταδιακά, εφόσον ο δανειολήπτης εξυπηρετούσε κανονικά τις υποχρεώσεις του. Το γεγονός ότι η τρέχουσα αξία του ακινήτου αποτελούσε το μοναδικό κριτήριο διαχωρισμού του δανείου αντιμετώπιζε ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος, που προκάλεσε η ανατίμηση του ελβετικού φράγκου, έναντι του ευρώ.
Όσοι επέλεξαν να ενταχθούν στη ρύθμιση, «κλείδωσαν» τη χαμηλή - συγκριτικά - εμπορική αξία, που είχαν τα ακίνητα το 2017 ή το 2018 (η εμπορική αξία του ακινήτου ήταν και είναι αισθητά μεγαλύτερη τα τελευταία χρόνια) και προστατεύτηκαν, λόγω της μετατροπής σε ευρώ, από την περαιτέρω ανατίμηση του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ.