Επιπρόσθετος «πονοκέφαλος» (πέραν της εμπορικής κρίσης και του δασμολογικού πολέμου) χτυπά τις αγορές, με τα επενδυτικά βλέμματα να στρέφονται στην νέα κλιμάκωση των εντάσεων στη Μέση Ανατολή και τη σύγκρουση δυο παραδοσιακών εχθρών: Ισραήλ - Ιράν. Το Τελ Αβίβ πραγματοποίησε μαζική αεροπορική επιδρομή με 200 μαχητικά να πλήττουν στρατιωτικούς και πυρηνικούς στόχους της Τεχεράνης (τουλάχιστον 78 νεκροί και 329 τραυματίες), η οποία προχώρησε σε άμεσα αντίποινα, απαντώντας με εκτόξευση 100 drones και τριπλή πυραυλική επίθεση.
Η γεωπολιτική αγωνία των traders κινείται στα ύψη με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο να σημειώνουν ισχυρή άνοδο, τον χρυσό να φλερτάρει με ιστορικό υψηλό όλων των εποχών ενώ στον αντίποδα, οι μετοχές στα χρηματιστηριακά ταμπλό σε ΗΠΑ, Ευρώπη - Ασία και Ελλάδα «αιμορραγούν» όπως και τα κρυπτονομίσματα... κοκκινίζουν. Για τους επενδυτές που είναι αρκετά τυχεροί ώστε να μην επηρεάζονται άμεσα από την ιρανοϊσραηλινή διαμάχη, τα πρώτα ανταμακλαστικά... ξεπουλήματος των υπολοίπων είναι, δεδομένων των παρουσών συνθηκών, κατανοητά και δικαιολογημένα.
«Οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι πάντα απίστευτα γρήγορες στο να αποτιμούν τον γεωπολιτικό φόβο, αλλά τείνουν εξίσου γρήγορα να τον προεξοφλούν» εξηγεί ο Μάικλ Μπράουν, ανώτερος ερευνητικός στρατηγικός αναλυτής στην Pepperstone. Μια έκθεση του ΔΝΤ τον Απρίλιο, έδειξε ότι χώρες και τομείς προφανώς αντιδρούν διαφορετικά ανάλογα με την εγγύτητά τους ή/και την ευαισθησία τους στην αναζωπύρωση συγκρουσιακών καταστάσεων.
«Οι τιμές των μετοχών γενικά είχαν μια ήπια αναμόχλευση σε γεγονότα γεωπολιτικού κινδύνου, αλλά τα σημαντικά συμβάντα - ιδίως οι στρατιωτικές συρράξεις - έχουν έναν δυσανάλογα μεγαλύτερο και πιο επίμονο αντίκτυπο στα assets», τονίζουν οι ερευνητές του ΔΝΤ. Θέτοντας τη σσυχνότητα και τη σοβαρότητα των εξελίξεων στο μέτωπο ως καταλύτη για το βάρος των κινήσεων στην γεωπολιτική σκακιέρα, διαπίστωσαν ότι η μέση μηνιαία πτώση για τους διαπραγματευόμενους τίτλους είναι περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα σε όλες τις χώρες και 2,5% στις αναδυόμενες αγορές.
«Από τους διαφορετικούς τύπους σημαντικών γεγονότων γεωπολιτικού κινδύνου, οι διεθνείς στρατιωτικές επιθέσεις πλήττουν περισσότερο τις μετοχές των αναδυόμενων αγορών, πιθανώς λόγω σοβαρότερων κοινωνικοπολιτικών συνεπειών που διατρέχουν τις οικονομίες τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η μέση μηνιαία αποδυνάμωση των ευναλλασσόμενων μετοχικών αποδόσεων είναι αξιοσημείωτη (5 ποσοστιαίες μονάδες), διπλάσια από τα άλλα διεθνή χρηματιστήρια», διαμηνύουν οι Σαλίχ Φεντόγλου, Μαχβάς Σ. Κουρέσι και Φέλιξ Σούνθαϊμ.

Τα καλά νέα είναι ότι οι επιδόσεις της αγοράς μετά από σημαντικούς παγκόσμιους γεωπολιτικούς κραδασμούς συνήθως ανακάμπτουν μετά από μόλις ένα μήνα, αλλά αυτό μπορεί να εξαρτηθεί από τα χαρακτηριστικά της σύγκρουσης και τις ποικίλες επιπτώσεις της στις κατηγορίες των περιουσιακών στοιχείων, τους τομείς που δέχονται χτυπήματα και τα κράτη που δοκιμάζονται.
«Για παράδειγμα, οι διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού μπορεί να αυξήσουν τις τιμές των βασικών προϊόντων, αλλά να μειώσουν την αξία των μετοχών εάν προκύψουν αρνητικές πιέσεις στην οικονομική δραστηριότητα. Διαφορές μπορεί επίσης να προκύψουν μεταξύ των επιχειρηματικών τομέων: για παράδειγμα, ο ενεργειακός κλάδος μπορεί να ωφεληθεί εάν σκαρφαλώσουν οι τιμές του πετρελαίου, ενώ οι ενεργειακά εξαρτώμενες υποδομές θα υποφέρουν σε μια τέτοια περίπτωση», πρόσθεσαν.
Οι ανησυχίες για την περιορισμένη προσφορά «μαύρου χρυσού» που συνδέεται με μια εμπόλεμη κατάσταση, όπως συνέβη την Παρασκευή, μπορούν να προκαλέσουν πιο παρατεταμένο διεθνές sell-off. Η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ είδε τον S&P 500 να καταγράφει βουτιά για έξι μήνες, για παράδειγμα, ενώ το εμπάργκο πετρελαίου του 1973 βύθισε πάνω από 60% τους αμερικανικούς χρηματιστηριακούς δείκτες για αρκετό διάστημα.
Η Deutsche Bank παρείχε έναν πιο λεπτομερή πίνακα των αντιδράσεων του S&P 500 σε σημαντικά γεωπολιτικά events, διαμηνύοντας πως η χρηματιστηριακή αγορά έχει τελευταία γίνει πιο ικανή να απορροφά τέτοια ξεσπάσματα. «Τα γεωπολιτικά γεγονότα έχουν συχνά δημιουργήσει σύντομα, έντονα σοκ στην αγορά, αλλά με μικρής διάρκειας effect», αποσαφήνισε η ομάδα της γερμανικής τράπεζας με επικεφαλής τον Τζιμ Ρέιντ.

Μετά την υποχώρηση του αρχικού άγχους, οι μακροοικονομικοί παράγοντες ανακτούν τον έλεγχο. «Σε αυτή τη βάση, λοιπόν, πρέπει να είναι ξεκάθαρη η νέα φάση που δημιουργείται: οι εντάσεις αυξάνονται όμως ο γεωπολιτικός κίνδυνος συνεχίζει να δημιουργεί περισσότερο φόβο από ό,τι ισχύει στην πραγματικότητα» κατέληξαν.