
Μπορεί η εντός των τειχών δημοσιότητα συχνά να περιορίζεται στο SAFE και την (απίθανη επί του παρόντος) προοπτική της Τουρκίας να συμμετάσχει στο συγκεκριμένο χρηματοδοτικό εργαλείο, ωστόσο το ζήτημα είναι και ευρύτερο και πιο σοβαρό.
Με την Κομισιόν να έχει επί της αρχής παρουσιάσει το πλαίσιο των κοινών αμυντικών προμηθειών-σχεδιασμού της, τα κράτη μέλη είναι εκείνα που καλούνται να συμφωνήσουν στο τι, γιατί, πότε και από ποιον αγοράζουμε εξοπλισμούς. Και σε διμερές επίπεδο αυτό δεν είναι τόσο δύσκολο. Σε επίπεδο 27 όμως σηκώνει αρκετή συζήτηση.
Όπως συχνά θα έλεγε κάποιος… στο ελληνικό Κοινοβούλιο, πρωτίστως τίθεται ζήτημα επί της διαδικασίας. «Κοινές αγορές θα κάνουμε, για εμπόριο μιλάμε, οι αποφάσεις μας λαμβάνονται συνεπώς με ενισχυμένη πλειοψηφία» τονίζουν ορισμένοι εντός Ένωσης, με πρωταγωνιστές τους Γερμανούς. «Για την Άμυνα ο λόγος, κατ’ εξοχήν εθνική η προσέγγιση, ξεχάστε το» απαντούν έτεροι εταίροι, με πρωταγωνιστές τους Γάλλους. Με αυτήν την ομάδα τασσόμαστε και εμείς. Δεν είναι… ώρα απ’ ό,τι φαίνεται να απεμπολεί κανείς το δικαίωμα στο βέτο.
Ολοκληρώνεται εδώ η συζήτηση; Όχι θα απαντήσουμε με βεβαιότητα. Πρώτον γιατί το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο και αφορά στην ασφάλεια της Ευρώπης -ειδικά της ανατολικής- απέναντι στον Πούτιν. Και δεύτερον γιατί ήδη πολλά κράτη μέλη έχουν ανοίξει διμερώς λογαριασμό με την Τουρκία. Και στο πλαίσιο αυτό τίθενται επιπλέον δύο ζητήματα.
Πρώτον: Με βάση την τρέχουσα νομική πραγματικότητα πόσο κοντά είναι η Τουρκία στην ΕΕ και τις αρχές της; Η απάντηση είναι «αρκετά μακριά». Η γειτονική χώρα σκοράρει χαμηλά σε όλα σχεδόν τα αντίστοιχα πεδία. Εξ ου και οι παραινέσεις του Γερμανού ΥΠΕΞ προς την Άγκυρα, και μάλιστα από την Άγκυρα, για επιτακτική ανάγκη βελτίωσης των επιδόσεων της γειτονικής χώρας σε θέματα Κράτους Δικαίου και Δημοκρατίας.
Δεύτερον: Ποιες προδιαγραφές θα πρέπει να έχουν οποιεσδήποτε διμερείς συμφωνίες κρατών-μελών και Τουρκίας για αγορά εξοπλισμών; Και αυτή η συζήτηση είναι κρίσιμη και ακανθώδης. Γιατί αυτές οι προδιαγραφές θα πρέπει να είναι (εύλογα) κοινές σε περίπτωση γενικότερης συμφωνίας ένταξης της Τουρκίας στην στρατηγική Ασφάλειας της Ευρώπης.
Υπάρχει και ένα τρίτο ερώτημα… ρητορικό θα έλεγαν πολλοί, ωστόσο εύλογο: Πώς εντάσσεις στη στρατηγική Ασφάλειάς σου έναν -το λιγότερο- προνομιακό συνομιλητή και συνεργαζόμενο με τον εχθρό;
Η ελληνική στάση
Στην παρούσα φάση, η επιλογή της χώρας είναι μία, εύλογη και μάλιστα συνοδευόμενη από ισχυρά επιχειρήματα: Δεν είναι δυνατό να συμμαχήσεις σε επίπεδο αμυντικής συνεργασίας με μια χώρα που δεν αναγνωρίζει ένα κράτος – μέλος της ΕΕ και σε απειλεί με πόλεμο. Ξεκάθαρο.
Το κρίσιμο όμως ερώτημα που προκύπτει είναι… ποιος είναι ο εθνικός μας σχεδιασμός αν η Τουρκία σταματήσει να γκριζάρει το Αιγαίο και εν τέλει γκριζάρει τις απόψεις της για τα παραπάνω ζητήματα. Ποιο είναι το plan B μας αν τα δεδομένα αλλάξουν από την ίδια την Τουρκία;
Ορισμένοι θεωρούν ότι μία συζήτηση με τέτοιους όρους δεν πρόκειται να ανοίξει από την ίδια την Τουρκία. Με βάση όσα μαθαίνουμε από τις Βρυξέλλες αλλά και διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές της επικαιρότητας, δεν είμαστε καθόλου σίγουροι γι’ αυτό. Αντίθετα, η Τουρκία υπό το βάρος των συνθηκών (και των σημερινών συμφερόντων της) δείχνει ήδη σημάδια ή τουλάχιστον πρόθεση μετατόπισης. Ορατά προς όλες τις κατευθύνσεις. Φιλικές και μη προς εμάς. Συνεπώς, απαιτείται να διαθέτουμε και plan B, ακόμα κι αν δε χρειαστεί να εφαρμοστεί ποτέ.
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΑΘΗΝΑ-ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.