ΕΛΣΤΑΤ: Στο 28,9% ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό - Αυξημένο κατά 7,0% το μέσο εισόδημα

Newsroom
Viber Whatsapp Μοιράσου το
ΕΛΣΤΑΤ: Στο 28,9% ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό - Αυξημένο κατά 7,0% το μέσο εισόδημα
Το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε σε 10.041 ευρώ, αυξημένο κατά 7,0% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.

Τα στοιχεία για τον κίνδυνο φτώχειας, όπως προκύπτουν από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (SILC), έτους 2020, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2019 ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Συγκεκριμένα, το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε σε 10.041 ευρώ, αυξημένο κατά 7,0% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 28,9% του πληθυσμού της Χώρας, παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με το 2019 κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες.

Παράλληλα, ανακοίνωσε και τους δείκτες που αφορούν στην οικονομική ανισότητα, όπως προκύπτουν από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (SILC), έτους 2020, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2019. Συγκεκριμένα, ο δείκτης οικονομικής ανισότητας S80/S20 το 2020, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2019, αυξήθηκε κατά 0,1 μονάδες (σε σχέση με την προηγούμενη αντίστοιχη χρονική περίοδο 2018) και ανέρχεται σε 5,2, δηλαδή, το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,2 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.

Τέλος, η ΕΛΣΤΑΤ έδωσε στη δημοσιότητα τους δείκτες που αφορούν στην υλική στέρηση και στις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού, όπως προκύπτουν από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (SILC), έτους 2020, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2019. Συγκεκριμένα, από τη μελέτη προκύπτει ότι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών δεν αφορά μόνο το φτωχό πληθυσμό, αλλά και μέρος του μη φτωχού πληθυσμού. Η αύξηση του ποσοστού της υλικής στέρησης το 2020 σε σχέση με το 2019 είναι μεγαλύτερη στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών (1,8 ποσοστιαίες μονάδες) συγκριτικά με τις υπόλοιπες ομάδες ηλικιών. Η υλική στέρηση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών ανέρχεται σε 19,4% για το 2020. Tο αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ήταν 11,9%.

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ

Η έρευνα αποτελεί τη βασική πηγή αναφοράς των συγκριτικών στατιστικών για την κατανομή του εισοδήματος και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

  • Το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε σε 10.041 ευρώ, αυξημένο κατά 7,0% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Στο γράφημα 1 εμφανίζεται η εξέλιξη του εισοδήματος από το έτος 2008 έως το έτος 2020.

Α. Δείκτες της Στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Ευρώπη 2020»

Στο πλαίσιο του προγράμματος «Ευρώπη 2020», αναφορικά με την καταπολέμηση της φτώχειας, έχει τεθεί ως στόχος «να μειωθούν κατά 20 εκατομμύρια τα άτομα που βρίσκονται ή που κινδυνεύουν να βρεθούν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό1» έως το έτος 2020.

Με βάση τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2020, o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 28,9% του πληθυσμού της Χώρας (3.043.869 άτομα), παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με το 2019 κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες (3.161.936 άτομα που αντιστοιχούσαν στο 30,0% του πληθυσμού). Το Γράφημα 2 παρουσιάζει την εξέλιξη του δείκτη την τελευταία δεκαπενταετία.

Ειδικότερα, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας:

  • Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικός αποκλεισμός είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (31,9%).
  • Από τον πληθυσμό ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό εκτιμάται ότι το 30,0% είναι Έλληνες και το 52,2% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα.
  • Από τον πληθυσμό ηλικίας 18 ετών και άνω που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό εκτιμάται ότι το 27,0% είναι Έλληνες και το 55,7% είναι αλλοδαποί εκτός χωρών της ΕΕ των 28 που διαμένουν στην Ελλάδα.
  • Από τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα, ηλικίας 18-64 ετών και βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό το 49,9% γεννήθηκαν σε άλλη χώρα, ενώ το 29,8% είναι αλλοδαποί που γεννήθηκαν και διαμένουν στην Ελλάδα.
  • Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, αλλά διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση και χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 7,1%.
  • Στον Πίνακα 4 παρουσιάζονται οι συνιστώσες του δείκτη για το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό. Όπως προκύπτει, το 17,7% του πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις), το 16,6% βρίσκεται σε υλική στέρηση και το 12,6% του πληθυσμού ηλικίας 0-59 ετών διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας.
  • Το ποσοστό του πληθυσμού που δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση, αλλά με χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 3,5%.
  • Το ποσοστό του πληθυσμού που δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και διαβιεί σε νοικοκυριά με υλική στέρηση, αλλά χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 7,4%.
  • Παρουσιάζεται ο δείκτης κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού της περιόδου 2008-2020 για όσες ευρωπαϊκές χώρες είναι διαθέσιμα τα αποτελέσματα της έρευνας τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Β. Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας2 και κατώφλι κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις

  • Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.269 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.064 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.781 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της Χώρας εκτιμήθηκε σε 17.263 ευρώ.
  • Το έτος 2020 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2019), το 17,7% του συνολικού πληθυσμού της Χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας. Ο δείκτης αυτός που κατά το έτος 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το έτος 2012 όπου εκτιμήθηκε στο 23,1% ενώ άρχισε να μειώνεται από το έτος 2014.
  • Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 701.405 σε σύνολο 4.115.678 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.856.081 στο σύνολο των 10.514.769 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της Χώρας.
  • Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 20,9% σημειώνοντας πτώση κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019, ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18-64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 18,4% και 13,0%, αντίστοιχα.
  • Ο κίνδυνος φτώχειας, υπολογιζόμενος με κατώφλια διαφορετικά του 60% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, ανέρχεται σε:

- 7,3%, αν το κατώφλι οριστεί στο 40% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος,

- 11,8%, αν το κατώφλι οριστεί στο 50% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος και

- 25,6%, αν το κατώφλι οριστεί στο 70% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, αντίστοιχα.

  • Σε πέντε (5) Περιφέρειες (Ιόνια Νησιά, Αττική, Κρήτη, Νότιο Αιγαίο και Ήπειρος) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της Χώρας, ενώ σε οκτώ (8) Περιφέρειες (Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος, Βόρειο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία, Δυτική Μακεδονία, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και Δυτική Ελλάδα) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.

Η σημασία του επιπέδου εκπαίδευσης στη μείωση του κινδύνου φτώχειας. Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας. Για το έτος 2020, ο κίνδυνος φτώχειας εκτιμάται για όσους έχουν ολοκληρώσει προσχολική, πρωτοβάθμια και το πρώτο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε 24,4%, για όσους έχουν ολοκληρώσει το δεύτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε 16,9%, ενώ για όσους έχουν ολοκληρώσει το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε 7,1%.

Γ. Κοινωνικές μεταβιβάσεις και κίνδυνος φτώχειας

  • Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων5 στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 48,3% ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 23,5%. Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, επισημαίνεται ότι αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, το επίδομα στέγασης, το επίδομα θέρμανσης κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 17,7%, ως εκ τούτου διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 5,8 ποσοστιαίες μονάδες ενώ, εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 24,8 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 30,6 ποσοστιαίες μονάδες.
  • Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα) για άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω εκτιμάται σε 85,3%, ενώ όταν δεν συμπεριλαμβάνονται τα κοινωνικά επιδόματα, αλλά συμπεριλαμβάνονται οι συντάξεις, εκτιμάται σε 14,8%.
  • Ο κίνδυνος φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα) για άτομα ηλικίας 18-64 ετών εκτιμάται σε 38,3%, ενώ όταν δεν συμπεριλαμβάνονται τα κοινωνικά επιδόματα, αλλά συμπεριλαμβάνονται οι συντάξεις, εκτιμάται σε 24,4%.
  • Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων) αποτελούν το 33,5% του συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών της Χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 86,7%, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα στο 13,3%

Δ. Χαρακτηριστικά πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας

  • Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας το 2020 είναι ελαφρώς υψηλότερο για τις γυναίκες (17,8%) σε σχέση με τους άνδρες (17,5%).
  • Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους άνδρες και για τις γυναίκες σημείωσε μείωση κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες το 2020 σε σχέση με το 2019.
  • Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών εκτιμάται σε 14,8% για τις γυναίκες και σε 10,9% για τους άνδρες.
  • Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 13,9% ενώ για άτομα ηλικίας κάτω των 75 ετών σε 18,1%.
  • Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 17,2%, ενώ για τους άνδρες της αντίστοιχης ομάδας ηλικιών εκτιμάται σε 9,7%.
  • Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με έναν ενήλικα και τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί μειώθηκε κατά 12,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019 με το ποσοστό να διαμορφώνεται σε 24,0%. Μείωση κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες σημείωσε και ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με τρεις ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά και ανέρχεται σε 24,4%. Αύξηση κατά 3,6 ποσοστιαίες μονάδες παρουσιάστηκε στα νοικοκυριά με έναν ενήλικα ηλικίας 65 ετών και άνω και ανέρχεται σε 20,2%.
  • Οι εργαζόμενοι 18-64 ετών αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κ.λπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18 έως 64 ετών ανέρχεται σε 10,0%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το έτος 2019. Μείωση κατά 1 ποσοστιαία μονάδα παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες 18-64 ετών, ενώ αυξήθηκε κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες, δηλαδή σε 7,1% και 12,0% αντίστοιχα.
  • Για τους ανέργους, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο κίνδυνος φτώχειας είναι σημαντικά μεγαλύτερος και ανέρχεται σε 45,3%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (51,9% και 39,5% αντίστοιχα). Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) μειώθηκε κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα και ανήλθε σε 25,1%. Η μεταβολή (αύξηση) για τις γυναίκες είναι 0,6 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ για τους άνδρες (μείωση) 3,5 ποσοστιαίες μονάδες και τα σχετικά ποσοστά ανέρχονται σε 25,6% και 22,8%.
  • Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 9,0%, ενώ για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 21,0%.
  • Στην περίπτωση των νοικοκυριών που η κατοικία που διαμένουν είναι ιδιόκτητη, ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 17,4%, ενώ για τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία ο κίνδυνος φτώχειας είναι υψηλότερος και ανέρχεται σε 18,5%. Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών που η κατοικία τους είναι ιδιόκτητη ανέρχεται σε 21,2%, ενώ για τα άτομα της ίδιας ομάδας ηλικιών που η κατοικία τους είναι ενοικιασμένη, ο κίνδυνος αυξάνεται σε 20,2%. Ο κίνδυνος φτώχειας ατόμων ηλικίας 18-64 ετών που η κατοικία τους είναι ιδιόκτητη ανέρχεται σε 18,3%, ενώ για τα άτομα της ίδιας ηλικιακής ομάδας που η κατοικία τους είναι ενοικιασμένη, ο κίνδυνος αυξάνεται σε 18,9%.

Ε. Βάθος (χάσμα) του κινδύνου φτώχειας

Το βάθος (χάσμα) κινδύνου φτώχειας αναφέρεται στην εισοδηματική κατάσταση των ατόμων που βρίσκονται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Για την εκτίμησή του υπολογίζεται η διαφορά μεταξύ του κατωφλιού του κινδύνου φτώχειας για το σύνολο του πληθυσμού και του διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος του φτωχού πληθυσμού, η οποία εκφράζεται ως ποσοστό επί του κατωφλιού του κινδύνου φτώχειας.

  • Για το έτος 2020, το βάθος (χάσμα) κινδύνου φτώχειας ανήλθε σε 27,3% του κατωφλιού του κινδύνου φτώχειας, σημειώνοντας αύξηση σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Με βάση το ποσοστό αυτό, εκτιμάται ότι το 50% των φτωχών κατέχουν εισόδημα μικρότερο από το 72,7% του κατωφλιού του κινδύνου φτώχειας (το οποίο ανέρχεται σε 5.269 ευρώ), δηλαδή κάτω από 3.831 ευρώ, ετησίως, ανά άτομο.
  • Όπως παρουσιάζεται στο Γράφημα 8, το βάθος (χάσμα) κινδύνου το έτος 2005 ήταν 23,9%, ενώ, σημειώνοντας αυξητική πορεία στη διάρκεια της δεκαετίας, ανήλθε σε 32,7% το 2013 (μέγιστη τιμή). Έκτοτε, παρουσιάζει αυξομειώσεις, σημειώνοντας τιμή 27,3% για το έτος 2020, δηλαδή αύξηση κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2019.
  • Το βάθος κινδύνου φτώχειας για τα παιδιά ηλικίας 0-17 ετών εκτιμάται σε 28,7%, αυξημένο κατά 2,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2019, ενώ για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω εκτιμάται σε 14,6%, παρουσιάζοντας μείωση κατά 3,1 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2019.

ΣΤ. Κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις υπολογιζόμενος με το κατώφλι φτώχειας έτους 2008 (εκφρασμένου σε τιμές του έτους 2019 με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή)

Ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις υπολογιζόμενος με το κατώφλι φτώχειας σε μια σταθερή χρονική στιγμή ─ και συγκεκριμένα το έτος 2008 ─ αποτελεί ένδειξη για το εάν το επίπεδο διαβίωσης για τα χαμηλότερα εισοδήματα παρουσιάζει βελτίωση με το πέρασμα του χρόνου. Ο σκοπός αυτής της σύγκρισης είναι να καταγράψει πώς μεταβάλλεται ο κίνδυνος φτώχειας σε απόλυτους και όχι σε σχετικούς όρους, δηλαδή όταν το κατώφλι φτώχειας παραμένει διαχρονικά σταθερό σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης.

Το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας για το έτος 2020, υπολογιζόμενο με το κατώφλι φτώχειας έτους 2008 (δηλαδή το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά, των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κατά το έτος 2020 είναι χαμηλότερο του 60% της διαμέσου του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος του έτους 2008 εκφρασμένου σε τιμές του έτους 2019 με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), εκτιμάται σε 37,9%. Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι το 37,9% του πληθυσμού του έτους 2020 θα κατατασσόταν ως εκτεθειμένο στον κίνδυνο φτώχειας με βάση τις συνθήκες του έτους 2008.

Ζ. Πληθυσμός που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας

  • Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-59 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 14,1% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας μείωση κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2019. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 12,6% και για τις γυναίκες σε 15,6%.
  • Για τον πληθυσμό ηλικίας 0-59 ετών, το ποσοστό που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 12,6% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας, μείωση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019. Το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 11,5% και για τις γυναίκες σε 13,7%
  • Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας κάτω των 18 ετών που διαβιούν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας εκτιμάται για το έτος 2020 σε 7,9% επί του συνόλου του πληθυσμού που ανήκει σε αυτή την ηλικιακή ομάδα.

Η. Εξέλιξη του εισοδήματος των νοικοκυριών

  • Το 5,9% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το εισόδημα του αυξήθηκε κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, ενώ το 21,8% των νοικοκυριών ότι μειώθηκε και το 72,3% των νοικοκυριών ότι παρέμεινε το ίδιο.
  • Tο 14,5% δήλωσε ότι ο κύριος λόγος αύξησης ή μείωσης του εισοδήματος ήταν η πανδημία (COVID19), εκ των οποίων το 2,9% δήλωσε ότι αυξήθηκε το εισόδημα του και το 13,0% ότι μειώθηκε.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ

Η έρευνα αποτελεί τη βασική πηγή αναφοράς των συγκριτικών στατιστικών για την κατανομή του εισοδήματος και τον κοινωνικό αποκλεισμό

Α. Δείκτες Οικονομικής Ανισότητας

Δείκτης κατανομής εισοδήματος (S80/S20) σε πεντημόρια εισοδήματος

Ο δείκτης S80 / S20 σε πεντημόρια εισοδήματος μετρά τη σχετική ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος, συγκρίνει το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα που κατέχει το 20% των πλουσιότερων ατόμων με αυτό που κατέχει το 20% των φτωχότερων και επηρεάζεται από τις ακραίες τιμές της κατανομής του εισοδήματος.

  • Ο δείκτης S80/S20 το 2020, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2019, αυξήθηκε κατά 0,1 μονάδες (σε σχέση με την προηγούμενη αντίστοιχη χρονική περίοδο 2018) και ανέρχεται σε 5,2, δηλαδή, το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,2 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.
  • Η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω αυξήθηκε κατά 0,2 μονάδες και διαμορφώνεται στο 4,0 έναντι 3,8 το προηγούμενο έτος. Αντίστοιχα, η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων κάτω των 65 ετών αυξήθηκε κατά 0,1 μονάδα και διαμορφώνονται στο 5,7 έναντι 5,6 το προηγούμενο έτος.
  • Παρουσιάζεται ο δείκτης κατανομής εισοδήματος (S80/S20) σε πεντημόρια εισοδήματος της περιόδου 2008-2020 για όσες ευρωπαϊκές χώρες είναι διαθέσιμα τα αντίστοιχα αποτελέσματα της έρευνας τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής GINI)

Για την καλύτερη αποτύπωση της οικονομικής ανισότητας χρησιμοποιείται συμπληρωματικά ο δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής Gini), ο οποίος, σε αντίθεση με το δείκτη κατανομής εισοδήματος (S80/S20) σε πεντημόρια εισοδήματος, δεν επηρεάζεται από τις ακραίες τιμές της κατανομής του εισοδήματος.

Ο δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής Gini) ορίζεται ως ο λόγος των αθροιστικών μεριδίων του πληθυσμού, κατανεμημένου ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος, προς το αθροιστικό μερίδιο του συνολικού εισοδήματος όλου του πληθυσμού. Η τιμή του κυμαίνεται από 0 (ή 0%), που αντιστοιχεί σε πλήρη εισοδηματική ισότητα έως 1 (ή 100%) που αντιστοιχεί σε πλήρη εισοδηματική ανισότητα, και ερμηνεύεται ως η στατιστικά αναμενόμενη διαφορά του αποτελέσματος της σύγκρισης δύο τυχαίων εισοδημάτων, ως ποσοστό του μέσου όρου. Αν όλο το εθνικό εισόδημα ήταν συγκεντρωμένο σε ένα άτομο, ο συντελεστής θα ήταν 1. Αν ο συντελεστής Gini ήταν π.χ. 30,0%, το εισόδημα 2 τυχαίων ατόμων θα διέφερε κατά 30,0% του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.

  • Ο συντελεστής Gini εκτιμήθηκε το 2020 σε 31,4%, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019. Το παραπάνω ποσοστό ερμηνεύεται ως εξής: αν επιλέξουμε 2 τυχαία άτομα του πληθυσμού, αναμένουμε ότι το εισόδημά τους θα διαφέρει κατά 31,4% του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.
  • Από το 1994, έτος κατά το οποίο άρχισε η συγκεκριμένη έρευνα, η συνολική ανισότητα μειώθηκε κατά 6,0 ποσοστιαίες μονάδες (37,4% το 1994).
  • Παρουσιάζεται ο συντελεστής Gini της περιόδου 2008-2020 για όσες ευρωπαϊκές χώρες είναι διαθέσιμα τα αντίστοιχα αποτελέσματα της έρευνας τη δεδομένη χρονική στιγμή.

B. Μερίδιο εισοδήματος σε τεταρτημόρια

Τα στοιχεία της κατανομής του εισοδήματος σε τεταρτημόρια εκφράζουν το ποσοστό του συνολικού εθνικού εισοδήματος που κατέχει κάθε ένα από τέσσερα (ίσα) τμήματα του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, εάν κατατάξουμε τα άτομα του πληθυσμού σε αύξουσα σειρά με βάση το εισόδημά τους (από το μικρότερο στο μεγαλύτερο) και στη συνέχεια χωρίσουμε τον πληθυσμό σε τέσσερα ίσα μέρη (με βάση το συνολικό αριθμό των ατόμων), προκύπτουν τα εξής:

  • το 25% του πληθυσμού στο 1ο τεταρτημόριο, με το χαμηλότερο εισόδημα, κατέχει το 10,3% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό μειωμένο κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019.
  • το 25% του πληθυσμού στο 4ο τεταρτημόριο, με το υψηλότερο εισόδημα, κατέχει το 45,2% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αυξημένο κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019.
  • το 50% του πληθυσμού στο 2ο και 3ο τεταρτημόριο, με μεσαία εισοδήματα, κατέχουν το 44,4% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό μειωμένο κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019.
  • το υψηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το 1ο τεταρτημόριο ανέρχεται σε 6.080 ευρώ.  το χαμηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το 4ο τεταρτημόριο ανέρχεται σε 12.367 ευρώ.

Υλική Στέρηση και Συνθήκες Διαβίωσης

Από τη μελέτη των δεικτών για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας προκύπτει ότι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ανταπόκρισης στην πληρωμή έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας το χρόνο, αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών, όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο, αυτοκίνητο, αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών με δόσεις, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών), δεν αφορά μόνο το φτωχό πληθυσμό, αλλά και μέρος του μη φτωχού πληθυσμού.

  • Η αύξηση του ποσοστού της υλικής στέρησης το 2020 σε σχέση με το 2019 είναι μεγαλύτερη στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών (1,8 ποσοστιαίες μονάδες) συγκριτικά με τις υπόλοιπες ομάδες ηλικιών. Η υλική στέρηση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών ανέρχεται σε 19,4% για το 2020. Tο αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ήταν 11,9%.
  • Στις ηλικίες 18 έως 64 ετών το ποσοστό των ατόμων που στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών το 2020 ανέρχεται σε 17,6%, αυξημένο κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ανήλθε σε 10,3%.
  • Για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, το ποσοστό υλικής στέρησης το 2020 σημείωσε μείωση κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες το 2020 σε σχέση με το 2019 και ανήλθε σε 11,6%. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ήταν 12,1%.
  • Παρουσιάζεται ο δείκτης υλικής στέρησης της περιόδου 2008-2020 για όσες ευρωπαϊκές χώρες ήταν διαθέσιμα τα αντίστοιχα αποτελέσματα της έρευνας τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Β. Υλική στέρηση αναφορικά με τις βασικές ανάγκες και τις συνθήκες στέγασης.

  • Τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν ελλείψεις βασικών ανέσεων στην κύρια κατοικία κατατάσσονται, κατά καθεστώς ιδιοκτησίας, ως εξής:

-το 6,2% των νοικοκυριών διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία με οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λπ.),

- το 4,9% των νοικοκυριών διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λπ.),

- το 8,6% των νοικοκυριών διαμένει σε ενοικιασμένη κατοικία,

- το 8,1% των νοικοκυριών διαμένει σε δωρεάν παραχωρημένη κατοικία.

  • Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 29,0% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 25,8% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 43,9% για τον φτωχό πληθυσμό.
  • Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου το 2020 είναι μεγαλύτερο στην περίπτωση της ηλικιακής ομάδας έως και 17 ετών και ανέρχεται σε 43,2% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 38,4% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 61,2% για τον φτωχό πληθυσμό.
  • Το 45,8% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 5,3%.
  • Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα ανέρχεται σε 17,1%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 39,1% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 12,4%.
  • Το 96,7% των φτωχών νοικοκυριών και το 40,8% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 395 ευρώ.
  • Περιβαλλοντικά προβλήματα από παρακείμενη βιομηχανία ή προβλήματα από την κυκλοφορία αυτοκινήτων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει το 20,2% των νοικοκυριών, ενώ ποσοστό 18,1% των νοικοκυριών αναφέρει ως πρόβλημα τους βανδαλισμούς και την εγκληματικότητα στην περιοχή του.
  • Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 33,3%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 83,4% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 22,5%.
  • Το 43,7% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων.
  • Το 50,1% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών4 , όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ..
  • Το 71,6% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.
  • Το ελάχιστο μέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της Χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 2.000 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.915 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά 2.018 ευρώ.
  • Το 19,7% των φτωχών νοικοκυριών, το 6,5% των μη φτωχών νοικοκυριών και το 8,8% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν ένα τουλάχιστον ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο, ενώ το 9,0% των φτωχών νοικοκυριών, το 1,8% των μη φτωχών και το 3,0% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και τον χρειάζονται, λόγω οικονομικής αδυναμίας.

Γ. Οικονομική δυνατότητα σχετικά με τις κοινωνικές δραστηριότητες πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω

Ως προς την υλική στέρηση που σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών με κοινωνικές δραστηριότητες - για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω - προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:

  • Tο 13,1% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συναντιέται (στο σπίτι ή κάπου αλλού) με φίλους ή συγγενείς για ένα γεύμα ή ένα ποτό τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και το μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 31,4% και 9,4%.
  • Tο 26,9% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και το μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 49,0% και 22,4%.
  • Tο 37,2% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι χωρίς να συμβουλευτεί κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού. Το ποσοστό εκτιμάται στο 65,4% για το φτωχό πληθυσμό και στο 31,3% για το μη φτωχό πληθυσμό.
  • Tο 4,0% του πληθυσμού δεν διαθέτει σύνδεση στο διαδίκτυο για οικιακή χρήση λόγω έλλειψης οικονομικής δυνατότητας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και το μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 12,3% και 2,3%.

Δ. Υγεία πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω

  • Το 6,7% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 14,7% μέτρια, ενώ το 78,6% πολύ καλή ή καλή υγεία.
  • Το 23,7% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας.
  • Το 9,8% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω για διάστημα έξι μηνών ή περισσότερο είχε περιορίσει, λόγω δικού του προβλήματος υγείας, κάποιες, συνήθεις για τον γενικό πληθυσμό δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές πάρα πολύ, ενώ το 13,6% είχε, αλλά όχι πάρα πολύ.
  • To 25,6% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 51,2% και 20,9%, αντίστοιχα.
  • Το 36,9% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που δεν υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση ή θεραπεία όταν πραγματικά την χρειάστηκε λόγω της πανδημίας του COVID-19. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 10,0% και 51,2%.
  • To 30,5% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 56,1% και 26,3%. Το 22,4% του αντίστοιχου πληθυσμού δεν υποβλήθηκε στην εξέταση λόγω COVID-19.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

ΕΛΣΤΑΤ: Συρρικνώθηκε η ελληνική μηχανοκίνητη αλιεία το 2020

ΕΛΣΤΑΤ: Στα 265 δισ. ευρώ ο τζίρος των ελληνικών επιχειρήσεων

gazzetta
gazzetta reader insider insider