Εδώ και τουλάχιστον ένα μήνα έχουν διαρρεύσει στον ξένο Τύπο πληροφορίες περί επικείμενης συνεργασίας της Αιγύπτου με την Τουρκία, στο πλαίσιο του μαχητικού Kaan που αναπτύσσει η δεύτερη. Το θέμα ήρθε ξανά στην ελληνική επικαιρότητα, με αφορμή νέα σχετικά δημοσιεύματα.
Προ εβδομάδων, αντίστοιχη δημοσιότητα δόθηκε, δικαίως, και στην έγκριση που έλαβε η Τουρκία για την παράδοση 40 μαχητικών Eurofighter από την αγγλοϊταλογερμανική κοινοπραξία που παράγει το αεροσκάφος. Λίγο νωρίτερα, η Τουρκία είχε κλείσει ένα ακόμα deal με την ιταλική Piaggio, ενώ είχε προηγηθεί άλλη συμφωνία, για τη σύσταση κοινοπραξίας μεταξύ της τουρκικής Baykar και της ιταλικής Leonardo.
Αν πάμε πιο πίσω χρονικά, θα θυμηθούμε πόσο στενά παρακολουθεί ο ελληνικός Τύπος το ζήτημα του τουρκικού αιτήματος για προμήθεια μαχητικών F-35 από τις ΗΠΑ. Να σημειώσουμε, βέβαια, ότι η αρχική συμφωνία ΗΠΑ-Τουρκίας, την οποία ακύρωσαν οι ΗΠΑ λόγω της τουρκικής προμήθειας των ρωσικών αντιαεροπορικών S-400, δεν αφορούσε μόνο την προμήθεια μαχητικών από την Τουρκία, αλλά συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα με υποκατασκευαστικό έργο.
Αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα, αλλά απολύτως ενδεικτικά, του ενδιαφέροντος των ελληνικών ΜΜΕ για τις κινήσεις της Τουρκίας σε αυτό το πεδίο. Κινήσεις που ασφαλώς αξιολογούνται και από όλους όσους οφείλουν να τις παρακολουθούν αρμοδίως.
Το ζήτημα ωστόσο είναι ότι στην ελληνική δημόσια σφαίρα κάθε τέτοια κίνηση της Τουρκίας συνοδεύεται από «γκρίνια», στα social media, σε τηλεοπτικά πάνελ και αλλού. Δυσανασχετούμε με τους «Ευρωπαίους συμμάχους» μας που πουλάνε όπλα στην Τουρκία, με τον Τραμπ που συζητά για τα F-35, με την Αίγυπτο διότι έχουμε διμερείς συμφωνίες σε ισχύ… γενικώς δυσανασχετούμε.
Ναι, είναι σαφές ότι η Τουρκία κινείται με ολοένα μεγαλύτερη εξωστρέφεια, στη γειτονιά μας αλλά και πολύ μακριά από αυτή, στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Είναι εξίσου σαφές ότι βασικός μοχλός αυτής της εξωστρέφειας είναι, πλέον, και η αμυντική της βιομηχανία. Μια αμυντική βιομηχανία που παράγει δικά της προϊόντα, διαθέτει νέες και εκτεταμένες υποδομές, καθώς και άφθονο, νεαρής ηλικίας, καταρτισμένο εργατικό δυναμικό.
Με άλλα λόγια, η Τουρκία δεν εμφανίζεται πια απλώς ως «καλός πελάτης» των μεγάλων ευρωπαϊκών και αμερικανικών αμυντικών βιομηχανιών, όπως στο παρελθόν, αλλά έχει εξελιχθεί σε εν δυνάμει εταίρο. Διεκδικεί να συνομιλεί μαζί τους ως ίσος προς ίσο, με ό,τι αυτό σημαίνει, φυσικά, και στο επίπεδο της αναβάθμισης του στρατηγικού της βάρους. Ειδικά στη σημερινή συγκυρία, με τις εξελίξεις που δρομολογούνται π.χ. στον ευρωπαϊκό αμυντικό κλάδο, αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία.
Αλλαγή συσχετισμών;
Το εύλογο ερώτημα που απασχολεί την ελληνική πλευρά είναι αν και με ποιο τρόπο τα deals της Τουρκίας επηρεάζουν τον συσχετισμό στα ελληνοτουρκικά. Κι εδώ η απάντηση δεν είναι απλή.
Όπως συμβαίνει εδώ και δεκαετίες, Ελλάδα και Τουρκία έχουν σε μεγάλο βαθμό κοινούς προμηθευτές είτε στην Ευρώπη, είτε στις ΗΠΑ για πολλά από τα κύρια οπλικά τους συστήματα. Κανένας από αυτούς τους προμηθευτές δεν έπαψε να πουλά όπλα στον έναν, μόνο και μόνο επειδή πουλούσε και στον άλλο. Ούτε υπαγορεύτηκαν από αυτόν τον παράγοντα οι διμερείς μας σχέσεις με τις χώρες προέλευσης αυτών των συστημάτων.
Τα επιχειρηματικά deals των αμυντικών εταιρειών της Τουρκίας δεν αποτελούν εξ ορισμού κινήσεις εναντίον της Ελλάδας. Οι τουρκικές επιχειρήσεις διεκδικούν κομμάτι από την παγκόσμια «πίτα» των εξοπλισμών η οποία μεγαλώνει. Αν δεν εμπλέκονταν τουρκικές επιχειρήσεις σε αυτά τα deals, δεν θα μας απασχολούσαν περισσότερο από όσο μας απασχολούν γενικά οι διεθνείς επιχειρηματικές ειδήσεις.
Από την άλλη, δεν μιλάμε για συμφωνίες π.χ. στο λιανεμπόριο τροφίμων. Πρόκειται για συμφωνίες σε έναν κλάδο που ταυτίζεται με την εθνική ασφάλεια. Συμφωνίες από τις οποίες η Τουρκία αποκομίζει έσοδα, αλλά και τεχνογνωσία που δίνει νέα ώθηση στην αμυντική της βιομηχανία και της επιτρέπει να ενισχύσει περαιτέρω τις ένοπλες δυνάμεις της. Συμφωνίες, επίσης, μέσω των οποίων η Τουρκία δημιουργεί νέους δεσμούς και ενδυναμώνει ή αποκαθιστά υφιστάμενους σε επίπεδο διεθνών σχέσεων.
Για την ελληνική πλευρά, το γεγονός ότι η Τουρκία «χτίζει» ένα πυκνό πλέγμα επιχειρηματικών συμφωνιών με ομίλους από τους οποίους η Ελλάδα αγοράζει όπλα, είναι κάτι που πρέπει να αξιολογηθεί. Όπως και οι μακροπρόθεσμες προοπτικές αυτού του «πλέγματος», ειδικά στον βαθμό που προσδίδει στρατηγικό βάρος στη γειτονική χώρα και γέρνει την «πλάστιγγα» υπέρ της.
Θα ήταν βεβαίως εντελώς διαφορετική η συζήτηση, αν η Ελλάδα ήταν επίσης σε θέση να αναζητήσει εταίρους με τον ίδιο τρόπο, να διεκδικήσει μερίδιο από την «πίτα», να προτείνει (ή να δεχθεί) τέτοιες επιχειρηματικές συμφωνίες…
Η περίπτωση της Ουκρανίας
Και μιας και μιλήσαμε για στρατηγικό βάρος, δεν περνά απαρατήρητη η τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ Πούτιν και Ερντογάν, σε αυτή την τόσο κρίσιμη χρονική στιγμή για τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Ο Τούρκος ηγέτης παραμένει σε ανοιχτή επικοινωνία με τον Ρώσο ομόλογό του, φέρεται μάλιστα να δέχθηκε και ευχαριστίες από τον δεύτερο, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία, ως γνωστόν, εξοπλίζει τα τελευταία χρόνια την Ουκρανία. Αυτό που ίσως δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι, εκτός από τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη Μπαϊρακτάρ, η Τουρκία υλοποιεί παραγγελία και για το ουκρανικό ναυτικό, έχοντας σε εξέλιξη τη ναυπήγηση δύο τουρκικής σχεδίασης κορβετών.
Ενώ λοιπόν οι Ευρωπαίοι είναι έτοιμοι να στείλουν ευρωπαϊκά στρατεύματα επί ουκρανικού εδάφους, και λαμβάνοντας υπόψη τις -γνωστές- φιλοδοξίες του Τούρκου Προέδρου, τον οποίο ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ θέλησε να ενημερώσει κατ’ ιδίαν για όσα συζητήθηκαν στην Ουάσιγκτον, πολλοί θεωρούν σχεδόν βέβαιο ότι σε αυτό το «ειρηνευτικό σώμα» θα συμμετέχουν και Τούρκοι στρατιώτες.
Κάτι που πιθανότατα θα συνέβαινε ακόμα κι αν ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν δεν «προσκαλούσε» δημοσίως την Τουρκία στην πολυμερή συνάντηση που σχεδιάζεται να πραγματοποιηθεί, αφού βεβαίως καταφέρουν πρώτα να συναντηθούν διμερώς Ρωσία και Ουκρανία. Η αναφορά του Γάλλου Προέδρου «αγνοεί» τις ανησυχίες της ελληνικής πλευράς περί αναβαθμισμένου ρόλου της Τουρκίας; Ή μήπως απλώς τον επιβεβαιώνει;
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική πλευρά ξεκαθάρισε ποια είναι η στάση της ως προς την αποστολή στρατευμάτων. Μια στάση που, από πολλές απόψεις και οπτικές γωνίες, είναι απολύτως θεμιτή και σεβαστή. Το λιγότερο που οφείλουμε να κάνουμε για να στηρίξουμε αυτή τη στάση (αναγνωρίζοντας στο μεταξύ ότι η ελληνική και η τουρκική ηγεσία ενεργούν σε τέτοια ζητήματα με εντελώς διαφορετικούς όρους), είναι να έχουμε κατά νου ότι, «εκεί έξω», σε μια εποχή «αυταρχικών ηγετών» που μας υποχρεώνει να αμφισβητήσουμε ό,τι θεωρούσαμε δεδομένο, και μιλώντας αποκλειστικά με όρους ισχύος, αυτός που στέλνει «boots on the ground» την κρίσιμη στιγμή αποκτά άλλο στρατηγικό βάρος σε σχέση με εκείνον που δεν το κάνει.