Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και η μείωση του μεγάλου κενού που μας χωρίζει με την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ένα από τα βασικά σημεία – κλειδιά για να πλησιάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο αλλά και για να έχουμε αύξηση των μισθών, σημειώνει ειδική μελέτη της Ενδιάμεσης Έκθεσης Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδας.
Η παραγωγικότητα της εργασίας έχει ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία, αφού συνδέεται άμεσα με τη βιώσιμη αύξηση των μισθών. Όπως σημειώνει η ΤτΕ για να παραμείνει ανταγωνιστική μια οικονομία, θα πρέπει η αύξηση των ονομαστικών μισθών να συμβαδίζει με τη βελτίωση της παραγωγικότητας, ώστε να μην αυξάνεται το μοναδιαίο κόστος εργασίας και τροφοδοτείται ο πληθωρισμός δημιουργώντας έτσι ένα φαύλο κύκλο αυξήσεων κόστους και τιμών.
Το κενό με την ΕΕ
Τη δεκαετία 2000-09 ο λόγος της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα ανά εργαζόμενο προς τον αντίστοιχο μέσο όρο στη ζώνη του ευρώ αυξανόταν σταθερά, κυρίως εξαιτίας των υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης, με την ελληνική οικονομία να επιτυγχάνει πραγματική σύγκλιση προς τους εταίρους της στην ευρωζώνη, και το 2009 ανήλθε στο 66%.
Όμως, η οικονομική κρίση ανέστρεψε την πορεία σύγκλισης, με αποτέλεσμα ο λόγος να υποχωρήσει κάτω από 50% στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας. Έκτοτε ο λόγος αυξάνεται, αλλά με πολύ χαμηλό ρυθμό, και το 2024 έφθασε μόλις στο 51%.
Μάλιστα, αν η παραγωγικότητα μετρηθεί ανά ώρα εργασίας, οι διαφορές είναι ακόμη μεγαλύτερες, καθώς ο μέσος Έλληνας εργαζόμενος εργάζεται περισσότερες ώρες από τον μέσο Ευρωπαίο. Έτσι, το 2024 η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα ήταν μόλις 39% του μέσου όρου της ευρωζώνης.
Γιατί υστερούμε στην παραγωγικότητα
Η υστέρηση αυτή, σύμφωνα με την ΤτΕ, οφείλεται σε δύο βασικούς παράγοντες:
H ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από χαμηλή συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών. Κύρια αιτία είναι η δομή της, αφού εξαρτάται σε μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά με το μέσο όρο της ΕΕ από τομείς χαμηλής παραγωγικότητας, όπως οι υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης. Επιπλέον, στην ελληνική οικονομία κυριαρχούν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που τείνουν να είναι λιγότερο ανταγωνιστικές και λιγότερο ικανές να εισέλθουν στις παγκόσμιες αγορές και να επενδύσουν σε έρευνα. Επίσης, επειδή η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών υπολογίζεται ως κατάλοιπο, αντανακλά και παράγοντες που δεν προσμετρούνται αλλού, όπως η ποιότητα της εργασίας, η οποία έχει επιδεινωθεί εξαιτίας της εκροής αξιόλογου εργατικού δυναμικού (brain drain) κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, και το θεσμικό περιβάλλον, που συχνά δεν υποστηρίζει επαρκώς την οικονομική δραστηριότητα.
Δεύτερον, στην εκτεταμένη αποεπένδυση κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους που οδήγησε σε διάβρωση της κεφαλαιακής βάσης της ελληνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα, το κεφάλαιο στο σύνολο της οικονομίας εκτιμάται περίπου 20% χαμηλότερο από ό,τι πριν την κρίση χρέους, ενώ ο λόγος κεφαλαίου ανά εργαζόμενο είναι χαμηλότερος όχι μόνο σε σχέση με το προ της κρίσης επίπεδο, αλλά ακόμη και σε σχέση με το επίπεδό του πριν την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη. Ως αποτέλεσμα, η ένταση κεφαλαίου εξακολουθεί έως σήμερα να έχει αρνητική συμβολή στην παραγωγικότητα της εργασίας.
- Δείτε επίσης - Smartphones: Χρονιά ανατιμήσεων και ελλείψεων το 2026 - Πώς και γιατί θα αλλάξει η αγορά
Οι προτάσεις πολιτικής
Προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας και άρα να είναι βιώσιμη η αύξηση των μισθών, η ΤτΕ προτείνει τα παρακάτω:
Συνέχιση μεταρρυθμίσεων: Μεταρρυθμίσεις στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και η αποτελεσματικότερη λειτουργία του δημόσιου τομέα, η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, η μείωση της γραφειοκρατίας και λοιπές παρεμβάσεις θα βελτιώσουν το θεσμικό περιβάλλον και θα αυξήσουν τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών της οικονομίας.
Ενθάρρυνση επενδύσεων: Νέες επενδύσεις συνεπάγονται υψηλότερο κεφαλαιακό απόθεμα και αύξηση του λόγου κεφαλαίου ανά εργαζόμενο. Η επίδραση στην παραγωγικότητα της εργασίας θα είναι άμεση, μέσω της αύξησης της συνιστώσας “κεφάλαιο προς εργασία”, όσο και έμμεση, αφού ένα υψηλότερο και πιο σύγχρονο κεφαλαιακό απόθεμα θα ενισχύσει και τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών. Σημασία όμως για την παραγωγικότητα της εργασίας έχει και η ποιότητα των επενδύσεων. Οι νέες επενδύσεις θα πρέπει να είναι παραγωγικές – και όχι ευκαιριακές – ώστε να δημιουργούν υψηλή προστιθέμενη αξία και ποιοτικές θέσεις απασχόλησης.
Βελτίωση της ποιότητας του εργατικού δυναμικού: Η επανεκπαίδευση και αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού της χώρας θα οδηγήσει σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών. Προς την ίδια κατεύθυνση θα λειτουργούσε και η πιθανή επιστροφή του ανθρώπινου κεφαλαίου που έφυγε από τη χώρα τα τελευταία έτη, κάτι που είναι εφικτό αν δημιουργηθούν θέσεις εργασίας που θα αντιστοιχούν στις δεξιότητες αυτών των ατόμων και προσφερθούν ανταγωνιστικές αμοιβές.
Αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης: H τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να επιφέρει σημαντική βελτίωση στην παραγωγικότητα σε όλους τους κλάδους αυτοματοποιώντας επαναλαμβανόμενες εργασίες και υποστηρίζοντας την πιο αποτελεσματική λήψη αποφάσεων. Προς την κατεύθυνση αυτή θα απαιτηθεί επανακατάρτιση των εργαζομένων για την αξιοποίηση και τη χρήση εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης στην εργασία τους.