Σε 26,7 εκατ. (ή 11,7% του συνολικού εργατικού δυναμικού της ΕΕ) ανήλθαν τα άτομα ηλικίας 15 έως 74 ετών, ικανά για δουλειά που δεν συμμετείχαν στην αγορά εργασίας στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Σε αυτούς περιλαμβάνονται άνεργοι και υποαπασχολούμενοι, άτομα που αναζητούν εργασία παρόλο που δεν είναι άμεσα διαθέσιμα και άτομα που είναι άμεσα διαθέσιμα για εργασία αλλά δεν ψάχνουν δουλειά.
Με μικρές διακυμάνσεις, η υποαπασχόληση στην αγορά εργασίας στην ΕΕ μειώνεται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, από 18,6% το 2015. Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ισπανία κατέγραψε την υψηλότερη υποαπασχόληση στην αγορά εργασίας το 2024 (19,3% του διευρυμένου εργατικού δυναμικού), ακολουθούμενη από τη Φινλανδία (17,9%) και τη Σουηδία (17,8%). Αντίθετα, η υποαπασχόληση στην αγορά εργασίας ήταν η χαμηλότερη στην Πολωνία (5,0%), τη Μάλτα (5,1%) και τη Σλοβενία και την Ουγγαρία (και οι δύο 6,3%).

Παράλληλα, μια λεπτομερής ανάλυση της υποαπασχόλησης στην αγορά εργασίας από την Eurostat δείχνει ότι το 5,7% του διευρυμένου εργατικού δυναμικού ήταν άνεργο, το 2,7% ήταν διαθέσιμο για εργασία αλλά δεν αναζητούσε δουλειά, το 2,4% των ατόμων ήταν υποαπασχολούμενοι μερικής απασχόλησης και το 0,9% αναζητούσε εργασία αλλά δεν ήταν άμεσα διαθέσιμο για εργασία.
Οι άνεργοι αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ύφεσης στην αγορά εργασίας σε 23 χώρες, με τα υψηλότερα ποσοστά σε Ισπανία (10,9%), Ελλάδα (9,9%), Φινλανδία και Σουηδία (7,9% η καθεμία). Ωστόσο, υπήρξαν εξαιρέσεις: Στην Ιρλανδία και την Ολλανδία, η πλειονότητα της ύφεσης προήλθε από την μερική απασχόληση (4,4% και 4,9% αντίστοιχα). Στην Τσεχία, το υψηλότερο ποσοστό αφορούσε άτομα που αναζητούσαν εργασία αλλά δεν ήταν διαθέσιμα (3,1%), ενώ στην Ιταλία, οι περισσότεροι δεν αναζητούσαν εργασία (7,3%).