Με τον ανταγωνισμό των προμηθευτών ρεύματος να έχει επικεντρωθεί μέχρι αυτή τη στιγμή κυρίως στα σταθερά τιμολόγια, τα νοικοκυριά μπορούν να πετύχουν σημαντική εξοικονόμηση χρημάτων, επιλέγοντας ένα μπλε συμβόλαιο και εγκαταλείποντας το πράσινο τιμολόγιο στο οποίο μετέπεσαν από τις αρχές του 2024, όταν έληξαν τα προσωρινά μέτρα στη λιανική ρεύματος.
Ο λόγος είναι πως στη χώρα μας το πλεονέκτημα των σταθερών τιμολογίων δεν περιορίζεται στο γεγονός ότι προφυλάσσει τους καταναλωτές από το ρίσκο μιας ενδεχόμενης εκτίναξης των χονδρεμπορικών τιμών, που θα παρασύρει προς τα πάνω και τα κόστη τους, αν είναι συμβεβλημένοι σε κάποιο κυμαινόμενο προϊόν. Αντίθετα, η Ελλάδα συγκαταλέγεται και στις λίγες χώρες εντός Ε.Ε. όπου τα μπλε συμβόλαια είναι κατά μέσο όρο πιο ανταγωνιστικά από τα κυμαινόμενα, όπως επισημαίνεται στο πρόσφατο δελτίο για τον Ιούλιο του δείκτη τιμών ενέργειας για οικιακή χρήση (HEPI).
Σύμφωνα με το δελτίο, στα 15 κράτη-μέλη της Ε.Ε. έως το 2004, εκτός από την Ελλάδα η ίδια τάση παρατηρείται στη Γερμανία, τη Βρετανία και την Ολλανδία. Όπως επισημαίνεται, οι τέσσερις αυτές χώρες συνιστούν μία αναδυόμενη τάση, επιστροφής σε όσα ίσχυαν πριν από την ενεργειακή κρίση, καθώς στο σύνολο των 15 χωρών το μέσο σταθερό συμβόλαιο παραμένει πιο ακριβό από το μέσο κυμαινόμενο, κατά 1,99 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα.
Όφελος έως 25 ευρώ ανά μήνα
Τι σημαίνει στην πράξη ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις εξαιρέσεις; Μία εικόνα μπορεί να δώσει η σύγκριση ενός από τα πιο ανταγωνιστικά μπλε συμβόλαια, με ένα πράσινο τιμολόγιο το οποίο κατά κανόνα έχει κάθε μήνα από τις υψηλότερες χρεώσεις. Σε μία τέτοια περίπτωση, και για ένα τυπικό νοικοκυριό με μηνιαία κατανάλωση 300 κιλοβατώρων, προκύπτει πως για το ανταγωνιστικό σκέλος του λογαριασμού του (δηλαδή για πάγιο και τις κιλοβατώρες που «έκαψε», χωρίς τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις και τα τέλη υπέρ τρίτων), μέσα στο 8μηνο του 2025 θα κατέβαλε γύρω στα 317 ευρώ.
Αντίθετα, για τις ίδιες κιλοβατώρες η επιβάρυνση από το πράσινο τιμολόγιο (και πάλι μόνο για το ανταγωνιστικό σκέλος) θα ήταν σημαντικά μεγαλύτερη, στα επίπεδα των 515 ευρώ. Επομένως, αν είχε στραφεί στα σταθερά συμβόλαια από τις αρχές του έτους, θα είχε εξοικονομήσει 198 ευρώ, δηλαδή γύρω στο 35% των χρημάτων που θα κατέβαλε στο ειδικό προϊόν.
Σε μηνιαία βάση, η εξοικονόμηση θα ήταν γύρω στα 25 ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στους υπολογισμούς λήφθηκε υπόψη η επιδότηση που έδωσε η πολιτεία το πρώτο τρίμηνο του έτους στα κυμαινόμενα τιμολόγια, λόγω των υψηλών χονδρεμπορικών τιμών. Σημαντικό είναι επίσης πως κανένα μήνα το πράσινο τιμολόγιο δεν ήταν στο ανταγωνιστικό του σκέλος φθηνότερο από το σταθερό προϊόν. Ούτε καν το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου, όταν οι χονδρεμπορικές τιμές σημείωσαν κατακόρυφη «βουτιά».
Οι λόγοι για τις χαμηλές τιμές
Οι ανταγωνιστικές τιμές των σταθερών συμβολαίων μπορούν εν μέρει να δικαιολογηθούν από το γεγονός ότι τα προϊόντα συνοδεύονται «δένουν» τον πελάτη για τουλάχιστον 12μηνο, μέσω της ρήτρας πρόωρης αποχώρησης – σε αντίθεση με τα κυμαινόμενα τιμολόγια, τα οποία ένας καταναλωτής μπορεί να εγκαταλείψει ανά πάσα στιγμή. Το γεγονός αυτό σημαίνει μειωμένο ρίσκο για τον προμηθευτή για «φέσι» από τον πελάτη του, όπως και το ότι για 12 μήνες για τον συγκεκριμένο καταναλωτή δεν έχει κόστος προσέλκυσης νέων πελατών.
Ενσωματώνοντας την έλλειψη αυτών των δύο επιβαρύνσεων στη σταθερή χρέωση, οι πάροχοι μπορούν να προσφέρουν πιο ανταγωνιστικά μπλε τιμολόγια. Πάντως, όπως επισημαίνουν πηγές του κλάδου ακόμη κι έτσι ορισμένα σταθερά προϊόντα στην εγχώρια αγορά κινούνται αφύσικα χαμηλά, υπό την έννοια ότι πωλούνται φθηνότερα από τις τιμές που πληρώνει η ίδια η εταιρεία για να προαγοράσει τις ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας.
Έτσι, εκτιμούν ότι «στο παιχνίδι» μπαίνουν και οι επιθετικές εμπορικές πολιτικές ορισμένων εταιρειών, οι οποίες θέλουν να αυξήσουν πελατολόγιο. Επομένως, επί της ουσίας επιδοτούν τα μπλε τιμολόγιά τους με έσοδα από άλλες δραστηριότητες, όπως από τη συμμετοχή τους και στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Επέλαση των σταθερών συμβολαίων
Σε κάθε περίπτωση, ο συνδυασμός των ανταγωνιστικών τιμών με τη «θωράκιση» από τις αρνητικές εκπλήξεις (σε περίπτωση ράλι της αγοράς) κινητοποιεί ολοένα περισσότερους οικιακούς καταναλωτές στο να συμβληθούν σε κάποιο μπλε τιμολόγιο. Απόδειξη το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ρυθμιστικής Αρχής (ΡΑΑΕΥ), σε σταθερά συμβόλαια βρίσκονταν τον Μάιο 1,3 εκατ. νοικοκυριά
Συγκριτικά, στο τέλος του προηγούμενου έτους, σε μπλε προϊόν ήταν συμβεβλημένοι 800.265 οικιακοί καταναλωτές. Επομένως, μέσα σε 5μηνο τα μπλε τιμολόγια κέρδισαν μισό εκατομμύριο καταναλωτές (για την ακρίβεια 505.875). Κάτι που σημαίνει ότι κατά μέσο όρο η διείσδυσή τους αυξανόταν κατά 101.175 καταναλωτές.
Οι καταναλωτές αυτοί προήλθαν στη συντριπτική πλειονότητα από τα πράσινα τιμολόγια, η πελατειακή βάση των οποίων επομένως τον Μάιο είχε μειωθεί στα 3,9 εκατ. περίπου, από 4,3 εκατ. περίπου που ήταν στο τέλος του 2024. Μέσα σε ένα 5μηνο, τα ειδικά προϊόντα έχασαν 397.364 πελάτες, ήτοι 79.500 σε ετήσια βάση.
Στο ίδιο διάστημα, μείωση καταγράφηκε και στα κίτρινα τιμολόγια, τα οποία τον Μάιο είχαν 801.086 πελάτες, από 836.838 στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς. Η απώλειά τους ήταν 35.752 καταναλωτές.
Η εικόνα στα επαγγελματικά τιμολόγια
Ανάλογες τάσεις, αν και με πολύ μικρότερους μεταβολές, καταγράφονται και στα επαγγελματικά τιμολόγια. Πιο συγκεκριμένα, τα μπλε προϊόντα σημειώνουν και σε αυτή την περίπτωση αύξηση, αν και σε μικρότερο βαθμό.
Πιο συγκεκριμένα, τον Μάιο ήταν στους 155.820 πελάτες, από 93.842 τον Δεκέμβριο, με συνέπεια να έχει αυξηθεί κατά 61.978 η καταναλωτική τους βάση. Μείωση κατά 71.585 κατέγραψαν οι επιχειρήσεις – επαγγελματίες στα πράσινα τιμολόγια στο ίδιο χρονικό διάστημα, από 1,26 εκατ. περίπου σε 1,185 εκατ.
Σε αντίθεση με τα νοικοκυριά, στη συγκεκριμένη περίπτωση παρουσίασαν αύξηση (αν και οριακή) το πρώτο 5μηνο του 2025 τα κίτρινα τιμολόγια. Έτσι, διαμορφώθηκαν σε 272.398, από 260.682.