Η βαριά σκιά της κλιματικής αλλαγής έχει πέσει και στον κλάδο του Τουρισμού, τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας η οποία συμβάλει κατά περίπου 18% στο ΑΕΠ της χώρας και δημιουργεί πάνω από 800.000 άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας. Η κλιματική αλλαγή σε συνδυασμό με την εποχικότητα και τη χωρική συγκέντρωση (νησιά Αιγαίου, Ιόνιο, Κρήτη) φράσσουν το δρόμο προς την ανάπτυξη και μάλιστα εάν δεν ληφθούν μέτρα για την επέκταση της τουριστικής περιόδου, τα έσοδα από τον Τουρισμό αναμένεται να συρρικνωθούν περαιτέρω.
Στη μελέτη με τίτλο "Εκτίμηση των επιδράσεων της κλιματικής αλλαγής σε επιλεγμένους τομείς υψηλής σημασίας για την Ελληνική οικονομία" που εκπόνησε το ΙΟΒΕ εντοπίζονται οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο Τουρισμός εν μέσω της κλιματικής αλλαγής.
Η κλιματική αλλαγή όπως αυτή εκδηλώνεται με την αύξηση του χρόνιου κλιματικού κινδύνου, που σχετίζεται με σταδιακές μεταβολές των κλιματικών συνθηκών – όπως η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας, η μείωση των ημερών άνετης ηλιοφάνειας και η αύξηση της στάθμης της θάλασσας – επηρεάζει αρνητικά τη μακροπρόθεσμη ελκυστικότητα πολλών τουριστικών προορισμών, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες. Παράλληλα, η αυξημένη συχνότητα και ένταση οξέων κλιματικών κινδύνων, όπως οι καύσωνες, οι δασικές πυρκαγιές και οι πλημμύρες, υπονομεύουν την εμπειρία των επισκεπτών, διαταράσσουν τη λειτουργικότητα των τουριστικών υποδομών και ενισχύουν τον κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια. Συνολικά, οι μεταβολές αυτές επηρεάζουν αρνητικά τον κύκλο δραστηριότητας του τομέα και διαμορφώνουν νέους όρους ανταγωνιστικότητας.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μελέτης, χρησιμοποιώντας προβλέψεις για τη μεταβολή του Κλιματικού Δείκτη Τουρισμού (TCI) της Τράπεζας της Ελλάδος μεταξύ 11 και 15 μονάδων ανά εποχή, εκτιμάται η μεταβολή των διανυκτερεύσεων καθώς και των τουριστικών εσόδων στο σενάριο υψηλού κλιματικού κινδύνου. Η μείωση των διανυκτερεύσεων κατά 15,6% κατά τη θερινή περίοδο περιορίζει τα έσοδα από τον τουρισμό κατά 1,2 δισ. ευρώ.
Λαμβάνοντας υπόψη και τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις του τουρισμού με άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, η μεταβολή στις κλιματικές συνθήκες σε αυτό το σενάριο μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια περίπου 2,2 δισ. ευρώ στο ελληνικό ΑΕΠ ανά έτος, με απώλεια περίπου 33.100 θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης και δημοσιονομικών εσόδων ύψους 306,7 εκατ. ευρώ. Στο παραπάνω σενάριο, η μείωση της ζήτησης για τουριστικό προϊόν, ιδίως κατά τη θερινή περίοδο, ενδέχεται να οδηγήσει σε μερική αδρανοποίηση υφιστάμενων τουριστικών υποδομών, περιορίζοντας τον βαθμό αξιοποίησης επενδυμένων κεφαλαίων και ασκώντας πτωτικές πιέσεις στις τιμές. Η συνακόλουθη μείωση των εσόδων, σε συνδυασμό με την αύξηση του λειτουργικού κινδύνου για τις τουριστικές επιχειρήσεις, μπορεί να οδηγήσει σε νέο κύκλο αποεπένδυσης και περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Κρίσιμη συνιστώσα της υλοποίησης του δεύτερου σεναρίου είναι η επέκταση της τουριστικής περιόδου διαφοροποιώντας το τουριστικό προϊόν της χώρας και επενδύοντας σε εναλλακτικές μορφές τουρισμού, οι οποίες συνδυάζουν υψηλή προστιθέμενη αξία, χαμηλή εποχικότητα και κατ’ επέκταση χαμηλότερη περιβαλλοντική όχληση. Η αξιοποίηση αυτής της δυναμικής, ωστόσο, προϋποθέτει επενδύσεις σε υποδομές, υπηρεσίες και διαθεσιμότητα ανθρώπινου δυναμικού, ώστε να διασφαλιστεί η ικανότητα των τουριστικών προορισμών να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση κατά περιόδους που σήμερα παρουσιάζουν χαμηλή τουριστική δραστηριότητα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ποσοτικής ανάλυσης, η ανακατανομή της τουριστικής ζήτησης εντός του έτους, ως αποτέλεσμα της μεταβολής του δείκτη TCI, αναμένεται να αντισταθμίσει πλήρως τις απώλειες που προβλέπονται για τη θερινή περίοδο, οδηγώντας ταυτόχρονα σε ήπια ενίσχυση των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών. Ειδικότερα, εκτιμάται επιπλέον συμβολή της τάξης των 228 εκατ. ευρώ ετησίως στο ΑΕΠ, δημιουργία περίπου 6.600 θέσεων πλήρους απασχόλησης και ενίσχυση των δημοσιονομικών εσόδων κατά 53 εκατ. ευρώ.
Στο ίδιο πλαίσιο, η επέκταση της τουριστικής περιόδου προϋποθέτει την ενίσχυση μορφών τουρισμού που παρουσιάζουν λιγότερο έντονη εποχικότητα και ενδεχομένως ηπιότερο περιβαλλοντικό αντίκτυπο. Σε αυτές συγκαταλέγονται ο πολιτιστικός, ο οικοτουρισμός, ο αθλητικός τουρισμός, ο τουρισμός πόλης (city break) και ο επαγγελματικός/συνεδριακός τουρισμός. Κοινό χαρακτηριστικό των παραπάνω μορφών αποτελεί η δυνατότητά τους να αναπτυχθούν εντός του αστικού ή ημιαστικού ιστού και εκτός της θερινής αιχμής, συνεισφέροντας στην αποκλιμάκωση της τουριστικής πίεσης, στην καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και στην ευρύτερη αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος
Πώς επηρεάζουν τον Τουρισμό οι φυσικές καταστροφές και η κλιματική αλλαγή
Οι περισσότεροι από τους κινδύνους που απειλούν τη βιωσιμότητα του τομέα σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με περιβαλλοντικούς και κλιματικούς παράγοντες, όπως η κλιματική αλλαγή, η απώλεια βιοποικιλότητας, η υποβάθμιση οικοσυστημικών υπηρεσιών, η αύξηση της στάθμης της θάλασσας και η εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων.
Παράλληλα, η αύξηση χρόνιου και οξέος κλιματικού κινδύνου που συνοδεύεται από συχνότερη εκδήλωση ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως καύσωνες, πλημμύρες και δασικές πυρκαγιές, αναμένεται να μειώσει την ελκυστικότητα παραδοσιακά δημοφιλών περιοχών, πλήττοντας την επισκεψιμότητά τους και κατ’ επέκταση την τοπική οικονομία. Ως ενδεικτικό παράδειγμα, εκτιμάται ότι περίπου το 27% των τουριστικών παραλιών στο Ιόνιο πέλαγος ενδέχεται να υποστεί απώλεια έως και 50% του πλάτους τους, υπό το ακραίο σενάριο κλιματικής αλλαγής. Επιπλέον, η προβλεπόμενη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά περίπου 2–3°C τους χειμερινούς μήνες στα δημοφιλή χιονοδρομικά κέντρα της Ελλάδας την περίοδο 2051–2060, σύμφωνα με τα σενάρια μέτριου και υψηλού κινδύνου αντίστοιχα, αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση της χιονοκάλυψης κατά 35–41% σε σύγκριση με την περίοδο αναφοράς 1971–1980. Πέραν της μείωσης της ζήτησης σε περιοχές υψηλής κλιματικής τρωτότητας, ιδιαίτερη σημασία αποκτά ο αυξανόμενος φυσικός κίνδυνος για κρίσιμες τουριστικές υποδομές, όπως ξενοδοχειακές μονάδες, δίκτυα μεταφορών (π.χ. λιμάνια, αεροδρόμια) παραλιακές εγκαταστάσεις και πολιτιστικοί χώροι, εντείνοντας την ανάγκη για δράσεις προσαρμογής και εκτεταμένες επενδύσεις.
Κατ’ επέκταση, η κλιματική αλλαγή αλλά και η διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος συνεπάγονται ένα ευρύ φάσμα οικονομικών επιπτώσεων για τον τουριστικό τομέα, τόσο άμεσων όσο και έμμεσων, επηρεάζοντας τη λειτουργικότητα, τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα των τουριστικών προορισμών. Οι καταστροφές τουριστικών και συναφών υποδομών μετά από ακραία κλιματικά φαινόμενα προκαλούν απώλειες κεφαλαίου και απαιτούν αυξημένο κόστος αποκατάστασης. Παράλληλα, διαταράσσεται η εφοδιαστική αλυσίδα του τουρισμού, με επιπτώσεις στη διαθεσιμότητα προϊόντων και υπηρεσιών. Η αναγκαστική διακοπή παροχής τουριστικών υπηρεσιών, ακόμη και για μικρό χρονικό διάστημα, συνεπάγεται σημαντικό οικονομικό πλήγμα, όπως φάνηκε χαρακτηριστικά το 2023 στη Ρόδο, όταν οι εκτεταμένες πυρκαγιές οδήγησαν στην απομάκρυνση πολλών χιλιάδων τουριστών, ενώ επηρεάζουν και τη φήμη του τοπικού τουριστικού προϊόντος.