Οι ηγέτες λαμβάνουν υπερβολικά εύσημα ή δυσανάλογες ευθύνες για την πορεία της οικονομίας που διαχειρίζονται, ενώ χαράσσονται στη συλλογική μνήμη της κοινωνίας με ένα πρόσημο (είτε θετικό είτε αρνητικό), όταν ο λαός εκδώσει τη δική του... ετυμηγορία για τα πεπραγμένα της θητείας τους.
Στις ΗΠΑ, οι πολίτες δεν έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στον Τζο Μπάιντεν και την Καμάλα Χάρις για μια νέα ευκαιρία στον Λευκό Οίκο, με αποτέλεσμα ο Ντόναλντ Τραμπ να αναλαμβάνει εκ νέου το τιμόνι της ισχυρότερης οικονομίας του πλανήτη από τις 20 Ιανουαρίου.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η τετραετία της διακυβέρνησης του πρεσβυτέρου προέδρου των ΗΠΑ αφήνει πίσω μεν μια ισχυρή οικονομία, η οποία όμως μαστίζεται από έντονες κοινωνικές αντιθέσεις. Oι ψηφοφόροι χρέωσαν στον απερχόμενο 82χρονο και την αντιπρόεδρό του («εκλεκτή» στην προεδρική κούρσα με το «χρίσμα» των Δημοκρατικών) τον υψηλό πληθωρισμό και όχι μονο, δίνοντας στους Ρεπουμπλικανούς τα «κλειδιά» της Ουάσιγκτον.
Ο Μπάιντεν ανέλαβε την προεδρία σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής καθίζησης λόγω της πανδημίας της COVID-19. Τελικά η οικονομία, που κατέρρευσε την περίοδο των lockdowns, ανέκαμψε εντυπωσιακά, ωστόσο πολλοί Αμερικανοί δεν αισθάνθηκαν τα οφέλη αυτής της επανόδου - ειδικά τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Τα «Bidenomics», όπως ονομάστηκε η οικονομική πολιτική του Δημοκρατικού προέδρου, έθεσαν στο επίκεντρο την ανάπτυξη για τη μεσαία και κατώτερη τάξη, προωθώντας πολιτικές που στόχευαν στη μείωση των ανισοτήτων. Παρά τις προσπάθειες όμως, δεν υπήρξε ουσιαστική βελτίωση στην καθημερινότητα των πιο αδύναμων της κοινωνικής διαστρωμάτωσης που επηρεάστηκαν δυσανάλογα απο το δυσβάστακτο κόστος ζωής.
Ο Μπάιντεν παραδίδει μια ισχυρή οικονομία την οποία ωστόσο σκιάζουν σοβαρές προκλήσεις και δυσθεώρητες κοινωνικές ανισορροπίες με το... αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Όμως, το focus του στη βιομηχανική αναγέννηση και την τεχνολογική ανάπτυξη ελέω της φρενίτιδας με την ΑΙ έχει θέσει τα θεμέλια για μακροπρόθεσμη οικονομική σταθερότητα, σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές.
Οι αμιγώς οικονομικές επιδόσεις της κυβέρνησης του κόμματος των Δημοκρατικών που ήταν στην εξουσία τα τέσσερα τελευταία χρόνια, μπορούν να εξεταστούν σε πέντε τομείς: πληθωρισμός, ΑΕΠ, αγορά εργασίας - ανεργία, στέγαση και έλλειμμα.

Πληθωρισμός
Ο υψηλότερος πληθωρισμός των τελευταίων 40 ετών στοίχισε στους Δημοκρατικούς τον έλεγχο του Λευκού Οίκου. Ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού από το πενιχρό 1,4% όταν ο Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο του 2021 εκτινάχθηκε στο 9,1% στα μέσα του 2022 και ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για τον γηραιότερο πρόεδρο στην ιστορία των ΗΠΑ.
Ήταν το χειρότερο πληθωριστικό «ξέσπασμα» από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Το πόση ευθύνη αναλογεί στον Μπάιντεν για την τροφοδότηση του πληθωρισμού έχει βρεθεί συχνά στο επίκεντρο και μάλλον είναι ένα αντικείμενο συζήτησης που θα διαρκέσει χρόνια. Αν και οι αυξήσεις των τιμών οφείλονται και σε παγκόσμιους παράγοντες, όπως οι διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού, το πακέτο διάσωσης των 1,9 τρισ. δολαρίων ενώ έδωσε... ανάσα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, επιδείνωσε ταυτοχρόνως τις πληθωριστικές πιέσεις.
Με πολλές θυσίες του αμερικανικού λαού και την νομισματική πολιτική της Fed, ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε κάτω από το 3% και πλέον πλησιάζει τα χαμηλά προπανδημικά επίπεδα. Ωστόσο, το κόστος πολλών βασικών αγαθών (τρόφιμα, στέγαση, καύσιμα) είναι πολύ υψηλότερο τώρα, με αποτέλεσμα τα ισχυρά ολιγοπώλια να θησαυρίζουν ενώ η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών παραμένει εξασθενημένη.
Η Fed αναγκάστηκε να αντιδράσει με αλλεπάλληλες αυξήσεις επιτοκίων, φέρνοντας το κόστος δανεισμού σε υψηλά 20ετίας, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση του πληθωρισμού, αλλά και τη δημιουργία αρνητικού κλίματος στην οικονομία, καθώς οι δαπάνες και οι επενδύσεις περιορίστηκαν.

ΑΕΠ
Η οικονομία των ΗΠΑ αναπτύχθηκε ραγδαία κατά τα χρόνια του Μπάιντεν, ωστόσο η ανάκαμψη δεν ήταν αρκετή για να τον σώσει. Το αμερικανικό ΑΕΠ σκαρφάλωσε 6,1% το 2021, κατά 2,5% το 2022, 2,9% το 2023 και είναι πιθανό να επεκταθεί κοντά στο 3% τον τελευταίο χρόνο επί Μπάιντεν.
Η οικονομία των ΗΠΑ αναπτύχθηκε με παρόμοια ταχύτητα και κατά τα τρία πρώτα έτη της πρώτης θητείας του Τραμπ ως προέδρου, όμως ο COVID-19 χτύπησε την οικονομία τον τελευταίο του χρόνο και πιθανότατα του κόστισε την επανεκλογή το 2020, μεταξύ και άλλων αστοχιών του.
Πάντως, ενώ οι υψηλές κρατικές δαπάνες υπό τον Μπάιντεν έπαιξαν ρόλο στο ισχυρό ΑΕΠ, η αμερικανική οικονομία έχει ωφεληθεί περισσότερο από τη χαμηλή ανεργία, την αύξηση των εισοδημάτων και τις ισχυρές καταναλωτικές δαπάνες.
Η προεδρία Μπάιντεν συνοδεύτηκε από σημαντικές επενδύσεις στη βιομηχανία και την τεχνολογία, ενώ οι Νόμοι για τη Μείωση του Πληθωρισμού (IRA) και τα Μικροτσίπ αποτέλεσαν τον πυρήνα της βιομηχανικής του στρατηγικής, στοχεύοντας στην αναβίωση της αμερικανικής παραγωγής και την ενίσχυση της τεχνολογικής καινοτομίας.
Οι επενδύσεις ξεπέρασαν το 1 τρισ. δολάρια, με έμφαση στους ημιαγωγούς και τις μπαταρίες. Νέα εργοστάσια ξεκίνησαν να λειτουργούν σε διάφορες πολιτείες, ενώ η TSMC, ο ταϊβανέζικος κολοσσός των τσιπ, ξεκίνησε την παραγωγή προηγμένων συστημάτων στην Αριζόνα. Παρόλα αυτά, η υποσχεθείσα άνθηση στις θέσεις εργασίας στον κατασκευαστικό τομέα δεν υλοποιήθηκε πλήρως. Εμπόδια όπως οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού και η γραφειοκρατία καθυστέρησαν πολλά έργα.

Αγορά εργασίας και ανεργία
Οι ΗΠΑ πρόσθεσαν 16,6 εκατ. θέσεις εργασίας στα 4 χρόνια του Μπάιντεν, αλλά οι οικονομολόγοι σημειώνουν ότι περισσότερο από το ήμισυ της αύξησης αντανακλά την ανάκαμψη εκατομμυρίων θέσεων που χάθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Το ποσοστό ανεργίας, εν τω μεταξύ, παρουσίασε παρόμοια σκαμπανεβάσματα στην εποχή του COVID. Αφού εκτινάχθηκε στο 14,8% στην κορύφωση της πανδημίας, όταν ο Μπάιντεν ανέλαβε την εξουσία, μειώθηκε σταθερά στο 3,4% έως το 2023 καθώς οι ΗΠΑ ανέκαμψαν πλήρως από την πανδημία.
Παράλληλα, η αποτυχία της κυβέρνησης Μπάιντεν να εφαρμόσει μακροχρόνιες μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική πρόνοια, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού και η βελτίωση της εργασιακής νομοθεσίας, αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα που αποδείχθηκε και όταν οι καλπες του Νοεμβρίου του 2024... μίλησαν.

Στέγαση
Η αγορά κατοικίας άνθισε στην αρχή της προεδρίας Μπάιντεν, καθώς η Fed μείωσε τα επιτόκια σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Οι πωλήσεις κατοικιών έφτασαν σε πολυετή υψηλά - και ανέβασαν τις τιμές - ενώ δεκάδες εκατομμύρια οικογένειες πήραν χρήματα με φθηνό κόστος δανεισμού.
Ωστόσο, καθώς ο πληθωρισμός έδειχνε τα δόντια του, η Fed ξεκίνησε τη σύσφιξη της νομισματικής της πολιτικής και τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Ως εκ τούτου, το αμερικανικό real estate περιήλθε σε δυσχερέστερη θέση, καθώς οι πωλήσεις κατοικιών βυθίστηκαν, οι κατασκευές περιορίστηκαν, η ήδη οξεία έλλειψη διαμερισμάτων επιδεινώθηκε και τελικώς η στέγαση έγινε πιο απρόσιτη από ποτέ.

Δημοσιονομικά ελλείμματα
Τα τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα των ΗΠΑ έχουν γίνει σήμα κατατεθέν μετά τον COVID - και δεν δείχνουν σημάδια συρρίκνωσης. Το έλλειμμα φαίνεται πως θα εκραγεί καθώς έφτασε τα 711 δισ. δολάρια, σημειώνοντας αύξηση κατά 39% σε ετήσια βάση. Οι προστατευτικές πολιτικές και οι άκρατες επιδοτήσεις επικρίθηκαν από οικονομολόγους ως σπάταλες και αναποτελεσματικές.
Τα χρόνια υψηλά ελλείμματα απειλούν να διατηρήσουν «τσιμπημένα» τα αμερικανικά επιτόκια, ενώ παρεμποδίζουν την ικανότητα της κυβέρνησης των ΗΠΑ να προχωρήσει σε λαϊκές δαπάνες προς όφελος όσων βρίσκονται σε τραγική κατάσταση.
Επιπροσθέτως, οι τόκοι που πρέπει να πληρώσουν οι ΗΠΑ για το χρέος τους μπορεί να ξεπεράσουν το 1 τρισ. δολάρια ετησίως φέτος για πρώτη φορά στα χρονικά. Οι πληρωμές τόκων ήδη ξεπερνούν τις ετήσιες κυβερνητικές δαπάνες για τον στρατό, με το τοπίο να φαίνεται πως θα παραμείνει δυσοίωνο και με τον Τραμπ στην ηγεσία.
Συμπερασματικά, ενώ ο Δημοκρατικός πρόεδρος διατράνωνε στο πολιτικό του πρόταγμα πως προτεραιότητα είχαν οι μικρομεσαίοι και οι πιο ευάλωτοι οικονομικά, η corporate Αμερική ήταν αυτή που πραγματικά ευημέρησε και μεγαλούργησε κατά τη διάρκεια της θητείας του. Τράπεζες, επενδυτικοί οίκοι, Big Oil, Big Tech, καρτέλ σε τρόφιμα - ενέργεια, επιχειρήσεις στο στρατοβιομηχανικό σύμπλεγμα και όχι μόνο πέτυχαν ρεκόρ κερδοφορίας ενώ τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα χώθηκαν ακόμα πιο βαθιά στη φτώχεια με σημαντικά κομμάτια του αμερικανικού πληθυσμού να εξαθλιώνεται βλέποντας το εισόδημά του να εξατμίζεται σε χρόνο dt.