Αντιδράσεις ενεργειακών εταιρειών σε όλη την Ευρώπη προκαλούν οι προϋποθέσεις που θέτει η πρόταση της Κομισιόν για τη νέα Ταξινομία, ώστε να χαρακτηρισθούν «πράσινες» οι επενδύσεις σε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο. Σύμφωνα με τις εταιρείες αυτές, όπως η γερμανική E.ON, οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι ρεαλιστικές, με συνέπεια να ακυρώνεται στην πράξη ο ρόλος που καλείται να παίξει το φυσικό αέριο ως «καύσιμο γέφυρα» προς την πλήρη απανθρακοποίηση.
Η πρόταση των Βρυξελλών βρίσκεται σε διαβούλευση με τις εθνικές κυβερνήσεις, η οποία ολοκληρώνεται την Παρασκευή 21 Ιανουαρίου. Αρνητικός ως προς την αρχική θέση της Κομισιόν είναι και ο Ελληνικός Σύνδεσμος Ανεξαρτήτων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΑΗ), ο οποίος εκπροσωπεί τους εγχώριους ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγούς.
Μάλιστα σύμφωνα με πληροφορίες, στο πλαίσιο της διαβούλευσης και ενόψει της αποστολής της ελληνικής τοποθέτησης από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο ΕΣΑΗ έχει αποστείλει πρόταση στο υπουργείο, όπου τίθεται υπέρ του καθορισμού ενός μεταβατικού κριτηρίου. Έτσι, σύμφωνα με τον ΕΣΑΗ, για να μπορέσει το αέριο να παίξει τον ρόλο του «καυσίμου γέφυρας», θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν στην Ταξινομία οι όροι για τον χαρακτηρισμό μίας ανάλογης επένδυσης ως «πράσινης», ώστε όντως να επιτραπεί η χρηματοδότηση και η αναχρηματοδότηση μονάδων αερίου μέσα στην τρέχουσα 10ετία.
Το υπουργείο φαίνεται να κινείται στην ίδια γραμμή πλεύσης, κρίνοντας ότι θα πρέπει να εφαρμοσθούν σε δεύτερο χρόνο τα αυστηρά κριτήρια που προτείνει η Κομισιόν στην πρότασή της. Ανάλογες είναι και οι θέσεις αρκετών ακόμη χωρών της Ε.Ε., οι οποίες υποστηρίζουν ότι η ματαίωση των επενδύσεων σε νέες μονάδες αερίου θα ενισχύσει στην πράξη τις εκπομπές ρύπων από την ηλεκτροπαραγωγή, διευρύνοντας τη συμμετοχή των λιγνιτικών μονάδων στο μίγμα.
Συνεισφορά στην επάρκεια ισχύος
Μέσω της Ταξινομίας που έχει θέσει σε διαβούλευση η Κομισιόν, στόχος των Βρυξελλών είναι να δώσουν «σήμα» στον ιδιωτικό τομέα για το ποιες επενδύσεις χαρακτηρίζονται βιώσιμες, ώστε να αποτελέσουν μοχλό για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας της Ευρώπης έως το 2050. Στην περίπτωση ωστόσο των μονάδων αερίου, ο στόχος που έχει τεθεί είναι να προκαλούν εκπομπές έως 270 γραμμάρια CO2 ανά κιλοβατώρα. Στόχος που ωστόσο δεν είναι εφικτός ούτε από τις τελευταίας τεχνολογίας μονάδες, καθώς θα προϋπόθετε την τροφοδοσία τους με «πράσινο» υδρογόνο και μάλιστα σε σημαντικές ποσότητες.
Σύμφωνα ωστόσο με στελέχη του κλάδου, η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση και την αναχρηματοδότηση μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύσιμο φυσικό αέριο κατά την τρέχουσα 10ετία είναι απαραίτητη ώστε η Ευρώπη να μειώσει τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 55% (σε σχέση με το 1990) μέχρι το 2030. Επομένως, θα πρέπει να αποτελέσουν βασικό πυλώνα της ταξινομίας, καθώς πρόκειται για τη μόνη τεχνολογία που μπορεί να προσφέρει τόσο σύντομα τόσο μεγάλη μείωση εκπομπών CO2 και ταυτόχρονα να συνεισφέρει στην ευστάθεια του συστήματος προσφέροντας εφεδρείες, και να διασφαλίσει την επάρκεια ισχύος και την αποφυγή μπλακ-άουτ.
Μεταβατικός στόχος
Η εμπορική διάθεση «πράσινου» υδρογόνου σε μεγάλες ποσότητες δεν εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί μέσα στην τρέχουσα 10ετία. Επομένως, σύμφωνα με πληροφορίες η πρόταση του ΕΣΑΗ είναι για τις νέες μονάδες να προβλέπεται σε πρώτη φάση όριο εκπομπών στο επίπεδο των 340 γραμμάρια CO2 ανά κιλοβατώρα, δηλαδή στο επίπεδο που εκπέμπουν οι πλέον υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις, καταναλώνοντας αποκλειστικά φυσικό αέριο.
Το όριο αυτό θα ισχύει για όσο δεν υπάρχουν εμπορικά διαθέσιμες επαρκείς ποσότητες πράσινου Η2 μέσω δικτύων και αγορών, ενώ θα συμπληρώνεται από την τεχνολογική δυνατότητα των σταθμών να χρησιμοποιούν Η2 («hydrogen ready»). Επομένως, το επίπεδο των εκπομπών θα μειώνεται αυτόματα σε 270 gCO2/kWh τη χρονική στιγμή που θα καταστούν εμπορικά διαθέσιμες επαρκείς ποσότητες «πράσινου» καυσίμου.
Ο μεταβατικός αυτός στόχος είναι απαραίτητος καθώς τα χρονικά όρια για τη διείσδυση του «πράσινου» υδρογόνου στην ηλεκτροπαραγωγή δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Με τα σημερινά δεδομένα δεν προκύπτει ότι το 2026 θα υπάρχει τόσο μεγάλη παραγωγή πράσινου υδρογόνου στην Ευρώπη (και δη για τους σκοπούς της ηλεκτροπαραγωγής) που να μπορεί να καλύψει το 30% της παραγωγής των νέων μονάδων φυσικού αερίου. Ούτε το 55% το 2030.
Μη βιώσιμες οι επενδύσεις
Στελέχη του κλάδου εντοπίζουν επίσης και στη δεύτερη εναλλακτική προκειμένου να χαρακτηριστεί μια μονάδα ηλεκτροπαραγωγής ως μεταβατική δραστηριότητα, δηλαδή τα 550 κιλά CO2 ανά κιλοβάτ και ανά έτος. Ο λόγος είναι πως το κριτήριο αυτό πρακτικά σημαίνει λειτουργία μιας νέας μονάδας για μόλις 1.600 ώρες περίπου τον χρόνο. Κάτι που οδηγεί στη μη βιωσιμότητα της επένδυσης, ιδίως κατά τα πρώτα κρίσιμα έτη της λειτουργίας της.
Μία λύση θα ήταν το όριο των 550 kgCO2/kW-year να επιτυγχάνεται ως μέσος όρος τουλάχιστον της 25ετίας, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν επαρκείς ποσότητες καυσίμων χαμηλών ή/και μηδενικών εκπομπών. Εναλλακτικά, το όριο πρέπει να τεθεί στα επίπεδα των 1.100 kgCO2/kW-year για την περίοδο 2023-2035 και να μειώνεται κατόπιν σταδιακά, παράλληλα με την αποδεδειγμένη διείσδυση εναλλακτικών και «πράσινων» καυσίμων, ώστε να επιτυγχάνεται στο βάθος της ωφέλιμης ζωής μιας μονάδας φυσικού αερίου το όριο των 550 kgCO2/kW-year.
Την ίδια στιγμή, οι προβλέψεις του σχεδίου σχετικά με τη διαδικασία αντικατάστασης ρυπογόνων μονάδων είναι ασαφείς. «Θα πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη -με τη μορφή πίνακα- ποια ποσότητα ανθρακικής και πετρελαϊκής ισχύος θεωρείται ότι είναι προς αντικατάσταση σε κάθε χώρα, βάσει του εγκεκριμένου ΕΣΕΚ. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι δεν μπορεί να τιμωρούνται χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία έχει επιλέξει ένα πολύ σύντομο μονοπάτι απολιγνιτοποίησης», συμπληρώνουν οι ίδιες πηγές
Τέλος, το όριο για την αναγνώριση ότι μία μονάδα δεν «επιβαρύνει σημαντικά» τους περιβαλλοντικούς στόχους και ειδικά τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής (do not significant harm – climate change mitigation) επιβάλλεται να αναπροσαρμοστεί σε 450 γραμμάρια CO2 ανά κιλοβατώρα, ώστε να καταλαμβάνει ρεαλιστικά επίπεδα εκπομπών και των υφιστάμενων μονάδων φυσικού αερίου, οι οποίες είναι απολύτως αναγκαίες για το Σύστημα. Εξάλλου, δεν έχει καμία λογική και από πλευράς συστηματικής προσέγγισης η πρόβλεψη του ορίου 270 γραμμαρίων CO2 ανά κιλοβατώρα, τόσο για τις μονάδες που χαρακτηρίζονται ως αειφόρες sustainable όσο και για αυτές που χαρακτηρίζονται ως μη επιβαρύνουσες σημαντικά τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής.