Κατά 7.010.078 άτομα αυξήθηκαν οι οικονομικοί μετανάστες στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης την περίοδο 2021 - 2024 για να καλύψουν τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού φτάνοντας στα 62.634.187 άτομα. Άνοδος υπήρχε σε όλες τις χώρες εκτός από δύο: Την Ελλάδα και τη Ρουμανία που καταγράφουν καθαρή εκροή.
Μεταβολή ατόμων σε ηλικία απασχόλησης που γεννήθηκαν στο εξωτερικό 2021-2024

Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε ειδικό κεφάλαιο των φθινοπωρινών προβλέψεων, την περίοδο 2021-2024 η Ελλάδα καταγράφει εκροή 213.923 ατόμων σε ηλικία απασχόλησης που γεννήθηκαν στο εξωτερικό και η Ρουμανία 100.521 ατόμων. Αντιθέτως αυξήθηκαν κατά 1.718.595 τα άτομα που κατευθύνθηκαν στη Γερμανία, κατά 779.976 στη Γαλλία, αλλά και κατά 1.583.437 στην Ισπανία, κατά 600.000 στην Τσεχία, κατά 463.782 στην Ολλανδία και κατά 411.397 στην Ιταλία.
Οι μετανάστες καλύπτουν ελλείψεις εργατικού δυναμικού, ενισχύουν την παραγωγικότητα και συνεισφέρουν θετικά στα δημόσια οικονομικά, ιδίως όταν πρόκειται για νεότερους και εργαζόμενους υψηλής ειδίκευσης. Βραχυπρόθεσμα κόστη ένταξης, όπως στέγαση ή εκμάθηση γλώσσας, αντισταθμίζονται μεσοπρόθεσμα από φορολογικά έσοδα και αυξημένη απασχόληση.
Η συμβολή της μετανάστευσης και της κινητικότητας εντός της ΕΕ συντελεί στην πρόσφατη αύξηση της απασχόλησης και αμβλύνει τις δημογραφικές αντιξοότητες και τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού.
Πρόβλημα για την ανάπτυξη
Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η απουσία μεταναστευτικών ροών θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη, την απασχόληση και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα της Ευρώπης. Χαρακτηριστικά, χωρίς μετανάστευση ο ευρωπαϊκός ενεργός πληθυσμός θα μειωνόταν έως και κατά 29% έως το 2060 (έναντι μείωσης κατά 11,9% με μετανάστευση).
Παράλληλα οι ρυθμοί ανάπτυξης θα περιορίζονταν σε επίπεδα κάτω του 1% ετησίως και η απώλεια παραγωγής θα έφτανε τα 47 τρισεκατομμύρια δολάρια. Τέλος, η απουσία μετανάστευσης θα ενίσχυε τις δημοσιονομικές πιέσεις, θα απειλούσε τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών συστημάτων και θα επιδείνωνε τις ελλείψεις δεξιοτήτων σε κρίσιμους τομείς όπως η υγεία, η φροντίδα, οι κατασκευές, η γεωργία, οι μεταφορές και ο τουρισμός.
Μελέτη του ΟΟΣΑ επιβεβαιώνει ότι οι μετανάστες συμμετέχουν τόσο σε επαγγέλματα υψηλής όσο και χαμηλής ειδίκευσης, μετριάζοντας τις ανισορροπίες της αγοράς εργασίας
και συνεισφέροντας περισσότερο σε φόρους απ΄ ό,τι λαμβάνουν σε παροχές.
Πόλος έλξης η Γερμανία και η Ισπανία
Στην έκθεση της ΕΕ και στο κεφάλαιο με τίτλο «Μετανάστευση, κινητικότητα και αγορά εργασίας της ΕΕ» διαπιστώνεται πως από το 2013 έως το 2021 η καθαρή μετανάστευση σε όλες τις χώρες της ΕΕ συνολικά ήταν υψηλότερη από ένα 1 εκατομμύρια άτομα ετησίως, με επιβράδυνση μόνο κατά τη διάρκεια των ετών της πανδημίας. Το 2022 η καθαρή μετανάστευση αυξήθηκε σε 4 εκατομμύρια άτομα, εν μέρει λόγω της άφιξης ατόμων που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο Ρωσίας - Ουκρανίας.
Η τάση αυτή συνεχίστηκε το 2023, με την καθαρή μετανάστευση να παραμένει αυξημένη σε σχεδόν 3 εκατομμύρια, παρά τη μείωση του αριθμού των ατόμων που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο.

Τα μεγάλα κράτη - μέλη, ιδίως η Γερμανία και η Ισπανία, αποτελούν τις βασικές χώρες προορισμού των μεταναστευτικών εισροών, τόσο από Ευρωπαίους, όσο και από μετανάστες τρίτων χωρών.
Οι μεγαλύτερες ενδο-ενωσιακές μεταναστευτικές ροές στην ΕΕ προέρχονται από κράτη - μέλη της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Ρουμανία και η Πολωνία, προς μεγαλύτερες χώρες όπως η Γερμανία. Με την πάροδο του χρόνου, οι περισσότερες από αυτές τις μετακινήσεις έχουν αυξηθεί, αν και η μετανάστευση από τη Ρουμανία στην Ισπανία και την Ιταλία
μετατοπίζεται πλέον προς τη Γερμανία.
Οι συνολικές μεταναστευτικές ροές και προς τις δύο κατευθύνσεις είναι πολύ μεγαλύτερες από τις καθαρές μεταβολές, αφού ληφθούν υπόψη οι άνθρωποι που επιστρέφουν. Για παράδειγμα, το 2021, ενώ 190.000 άτομα μετακόμισαν από τη Ρουμανία στη Γερμανία, 156.000 μετακινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα καθαρή αύξηση περίπου 34.000 ατόμων στη Γερμανία.
Συνολικά, 1,3 εκατομμύρια άτομα μετακόμισαν στη Γερμανία το 2021, αλλά με περίπου 1 εκατομμύριο να αποχωρούν, η καθαρή αύξηση ήταν μόνο περίπου 300 000 άτομα.