Τα τρία τέταρτα της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ φέτος προήλθαν από καθαρή ενέργεια, σύμφωνα με το Power Barometer 2024 της Eurelectric. Ενώ ο κλάδος της ηλεκτρικής ενέργειας συνεχίζει να ηγείται της αποανθρακοποίησης, η ευρωπαϊκή οικονομία δεν προχωρά σε εξηλεκτρισμό αρκετά γρήγορα. Μεταξύ 2022 και 2023, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκε κατά 7,5%, κυρίως λόγω του ότι βιομηχανίες έκλεισαν και μετεγκαταστάθηκαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, οι αγορές ηλεκτρισμού καταγράφουν πρωτοφανείς αρνητικές τιμές, οι οποίες υπάρχει κίνδυνος να αποθαρρύνουν μελλοντικές επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια. Η ΕΕ χρειάζεται μια ισχυρή στρατηγική εξηλεκτρισμού προκειμένου να επιτύχει την αποανθρακοποίηση της βιομηχανίας, ενισχύοντας παράλληλα τη ζήτηση ενέργειας και την ανταγωνιστικότητα.
Το 2023, ο κλάδος του ηλεκτρισμού στην ΕΕ μείωσε τις εκπομπές άνθρακα κατά 50% σε σύγκριση με το 2008, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη μείωση που έχει επιτευχθεί ποτέ από τον κλάδο. Ωστόσο, ο ρυθμός εξηλεκτρισμού της Ευρώπης παραμένει στάσιμος στο 23% τα τελευταία δέκα χρόνια, και μάλιστα όταν μέχρι το 2040 θα πρέπει να ανέλθει στο ήμισυ της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στην ΕΕ. Εν τω μεταξύ, η Κίνα αύξησε το δικό της ρυθμό κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες από το 2015.
Σήμερα, το ένα τρίτο της ενέργειας που καταναλώνουν οι Ευρωπαϊκές βιομηχανίες καλύπτεται από ηλεκτρική ενέργεια, με το 4% μόνο από τις βιομηχανικές θερμικές διεργασίες υψηλών εκπομπών CO 2 να έχει εξηλεκτριστεί. Ο εξηλεκτρισμός των κτιρίων αντιμετωπίζει επίσης δυσκολίες, με τις πωλήσεις των αντλιών θερμότητας να σημειώνουν μείωση της τάξεως του 5% το 2023. Από την άλλη πλευρά, τα ηλεκτρικά οχήματα αυξήθηκαν φτάνοντας τα 9 εκατ. το 2024, όμως παραμένουν ακόμη μακριά από τον στόχο των 30 έως 44 εκατομμυρίων μέχρι το 2030.
«Το κομμάτι του παζλ που λείπει μεταξύ πράσινης ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας είναι ο εξηλεκτρισμός. Οι βιομηχανικοί τομείς διαθέτουν τεράστιες δυνατότητες για περαιτέρω εξηλεκτρισμό με βάση τις διαθέσιμες τεχνολογίες» δήλωσε ο Γενικός Γραμματέας της Eurelectric Kristian Ruby, δίνοντας έμφαση στους ηλεκτρικούς λέβητες, στις καμίνους βολταϊκού τόξου, στις αντλίες θερμότητας, στην επαγωγική θέρμανση, στους πυρσούς πλάσματος και ακόμη περισσότερο όσον αφορά σε ενεργοβόρα προϊόντα όπως ο χάλυβας και το αλουμίνιο.
Πέραν της μειωμένης ζήτησης ενέργειας, μία άλλη ανησυχία για τον κλάδο είναι η αυξημένη διακύμανση των τιμών. Από τον Αύγουστο του 2024, στην Ευρώπη σημειώθηκαν 1.031 ώρες κατά τις οποίες οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας έπεσαν κάτω από το μηδέν σε τουλάχιστον μία ζώνη προσφορών της ΕΕ, κυρίως κατά τη διάρκεια των ωρών αιχμής της ηλιακής ενέργειας, με τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας να πρέπει να πληρώσουν για να διαθέσουν ηλεκτρική ενέργεια στο δίκτυο. Την ίδια στιγμή, σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης παρατηρήθηκαν ασυνήθιστα υψηλές τιμές και διασυνοριακή εξάπλωση. Τα εν λόγω περιστατικά σε συνδυασμό με τη χαμηλή ζήτηση και τις συχνές αρνητικές τιμές περιπλέκουν ιδιαίτερα το επιχειρηματικό πεδίο για επιπλέον επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Από την άλλη πλευρά, οι αρνητικές τιμές μπορούν να προσφέρουν κίνητρα για μεγαλύτερη αποθήκευση ενέργειας και ευελιξία για τη σταθεροποίηση των μεταβαλλόμενων τιμών. Ωστόσο, η ενίσχυση της ζήτησης ενέργειας παραμένει ζωτικής σημασίας για την επίλυση αυτού του ζητήματος.
Η Eurelectric καλεί τους αρμόδιους χάραξης πολιτικής να υλοποιήσουν την Πράσινη Συμφωνία, να διατηρήσουν ένα επενδυτικό πλαίσιο συμβατό με την αγορά και να θεσπίσουν μία σαφή στρατηγική εξηλεκτρισμού για μια ανταγωνιστική ευρωπαϊκή βιομηχανία χωρίς άνθρακα.