Ολοένα και πιο αργά αποκτούν παιδιά οι γυναίκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με αποτέλεσμα να λιγοστεύει ο αριθμός τους, δεδομένου ότι οι περισσότερες διανύουν την τελευταία δεκαετία του αναπαραγωγικού τους κύκλου. Η Ελλάδα αναδεικνύεται «πρωταθλήτρια» των γεννήσεων μετά τα 40 έτη, καθώς κατάφερε να εκτοξεύσει το ποσοστό των γεννήσεων από μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες από το 2,6% στο 10,6%, μέσα σε μία 20ετία (2003-2023).
Σύμφωνα με την έρευνα της Eurostat «Δημογραφία της Ευρώπης 2025», το συνολικό ποσοστό γονιμότητας στην ΕΕ το 2023 ανήλθε σε 1,38 γεννήσεις ανά γυναίκα, έναντι 1,44 γεννήσεις που ήταν το 2003 και κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης των 2,1 γεννήσεων, που εξασφαλίζει ότι ο πληθυσμός θα παραμείνει σταθερός.
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ , η Βουλγαρία (με 1,81 γεννήσεις ανά γυναίκα) είχε το υψηλότερο συνολικό ποσοστό γονιμότητας, ακολουθούμενη από τη Γαλλία (1,66 γεννήσεις) και την Ουγγαρία (1,55 γεννήσεις). Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στη Μάλτα (1,06), την Ισπανία (1,12) και τη Λιθουανία (1,18).
Κατά τη διάρκεια της 20ετίας 2003 - 2023, το συνολικό ποσοστό γονιμότητας μειώθηκε σε 17 χώρες της ΕΕ και αυξήθηκε σε 10. Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρήθηκε στη Φινλανδία (από 1,72 γεννήσεις ανά γυναίκα σε 1,32), ενώ η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρήθηκε στη Βουλγαρία (από 1,26 σε 1,81).
Η μέση ηλικία των γυναικών που γίνονται μητέρες για πρώτη φορά αυξήθηκε κατά ένα έτος (από 28,8 το 2013 σε 29,8 το 2023). Οι μεγαλύτερες σε ηλικία μητέρες ζουν στην Ιταλία (31,8 έτη), στην Ιρλανδία (31,6) και στην Ισπανία (31,5), ενώ οι νεότερες στη Βουλγαρία (26,9), τη Ρουμανία (27,1) και τη Σλοβακία (27,3).
Ένα ακόμη εύρημα της έρευνας αποκαλύπτει πως το ποσοστό των γεννήσεων σε μητέρες ηλικίας 40 ετών και άνω, υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ 2003 και 2023. Πιο συγκεκριμένα, το 2023 γεννήθηκαν στην ΕΕ περίπου 3,7 εκατομμύρια μωρά, εκ των οποίων το 6,1% προέρχονταν από 40άρες μητέρες. Το μεγαλύτερο ποσοστό γεννήσεων γυναικών ηλικίας 40 ετών και άνω διαπιστώθηκε στην Ιρλανδία, την Ισπανία και την Ελλάδα (11% του συνόλου των γεννήσεων) και το χαμηλότερο στη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Λιθουανία (4% έκαστη).
Σε ό,τι αφορά το ποσοστό των γεννήσεων από μητέρες ηλικίας τουλάχιστον 40 ετών, αυξήθηκε την τελευταία 20ετία σε όλες τις χώρες της ΕΕ, με την Ελλάδα να σπάει ρεκόρ σημειώνοντας αύξηση κατά 8 εκατοστιαίες μονάδες (από 2,6% σε 10,6%).

Πού οφείλεται η μετατόπιση της ηλικίας απόκτησης παιδιών
Πού οφείλεται όμως η «έκρηξη» των γεννήσεων μετά τα 40 έτη; Πόσο «ζυγίζει» η γονιμότητα των γυναικών 40-49 ετών στους ετήσιους δείκτες σήμερα και πριν από 30 χρόνια; Ποια η συμμετοχή της γονιμότητας των 40-49 ετών στον τελικό αριθμό παιδιών που έφεραν στο τέλος του αναπαραγωγικού τους κύκλου (στα 50 τους έτη) οι γυναίκες των διαδοχικών γενεών;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, σύμφωνα με τον καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και διευθυντή του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, Βύρων Κοτζαμάνη, είναι σαφείς.
Η μετατόπιση της ηλικίας απόκτησης παιδιών σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία είναι η κυρία αιτία της έκρηξης αυτής, αν και, όπως αναφέρει, την τελευταία δεκαετία έπαιξαν ρόλο τόσο η αύξηση του πλήθους των 40+ στον πληθυσμό αναπαραγωγικής ηλικίας όσο και οι πρόοδοι των τεχνικών υποβοηθουμένης γονιμότητας και η προσφυγή σε αυτές ενός όλου και μεγαλύτερου αριθμού ζευγαριών.
Όσον αφορά τη συμμετοχή των γεννήσεων αυτών στους ετήσιους δείκτες γονιμότητας, αν και αυξάνουσα, αυτή είναι περιορισμένη. Περιορισμένη επίσης είναι και η συμμετοχή τους στον τελικό αριθμό παιδιών που έφεραν στα 50 τους έτη οι γυναίκες που γεννήθηκαν το 1951, 1961 και 1981: αν η γονιμότητα των 40 + ήταν μηδενική οι 1000 γυναίκες που γεννήθηκαν το 1951 θα έκαναν 25 παιδιά λιγότερα (2023 αντί για 2048), αυτές που γεννήθηκαν το 1961 39 λιγότερα (1850 αντί για 1889) και οι γεννηθείσες το 1981, 95 λιγότερα (1410 αντί 1505).
Οι πρόοδοι των τεχνικών υποβοηθουμένης γονιμότητας και η διευρυμένη πρόσβαση σε αυτές, αναφέρει ο κ. Κοτζαμάνης δεν πρόκειται να οδηγήσουν τις δυο επόμενες δεκαετίες σε μια σημαντική αύξηση των προερχομένων από γυναίκες 40 ετών και άνω γεννήσεων, καθώς ο αριθμός των γυναικών αυτών, εν απουσία θετικής μετανάστευσης, θα μειωθεί σημαντικά: από 795 χιλ. το 2022 στις 500 χιλ. το 2042.
Οι γεννήσεις από τις γυναίκες που βρίσκονται στη τελευταία δεκαετία του αναπαραγωγικού τους κύκλου θα συμβάλλουν περιορισμένα όμως και στην αύξηση της τελικής γονιμότητας των γενεών, στον αριθμό δηλαδή των παιδιών που θα φέρουν κατά μέσο όρο στον κόσμο όσες γεννήθηκαν μετά το 1981.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται, με βάση τόσο τις αναλύσεις του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών όσο και αυτές ερευνητικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής, στις χώρες εκείνες, που, στις γενεές 1970-75 έχουν:
- το μεγαλύτερο «χάσμα» (fertilitygap) ανάμεσα στον αριθμό των παιδιών που αυτές επιθυμούν και σε αυτόν που θα αποκτήσουν (οι Γαλλίδες θα κάνουν 5% λιγότερα παιδιά από αυτά που επιθυμούν, ενώ εμείς θα κάνουμε 20% λιγότερα) και
- τη μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στο ποσοστό των γυναικών που επιθυμούν να αποκτήσουν ένα τουλάχιστον παιδί και στο ποσοστό αυτών που θα μείνουν άτεκνες, με αποτέλεσμα το ποσοστό ατεκνίας στις γενεές αυτές να αγγίζει στην Ελλάδα το 23% έναντι του 15% στη Γαλλία.
Οι προαναφερθείσες διαφορές αποτυπώνουν κατά τη γνώμη του και τις διαφοροποιημένες πολιτικές ανάμεσα στις δυο χώρες, πολιτικές που είχαν σαν αποτέλεσμα στη μεν Γαλλία όλες οι μεταπολεμικές γενεές μέχρι και αυτές του 1980 να αποκτήσουν λίγο περισσότερα από δυο παιδιά, σε αντίθεση με τη χώρα μας όπου, όλες οι μετά το 1960 γενεές, απέκτησαν λιγότερα από δυο, οι δε νεότερες πολύ λιγότερα (μόλις 1,5 παιδιά/γυναίκα όσες γεννήθηκαν το 1981).
Η ανόρθωση των δεικτών γονιμότητας και των γεννήσεων (72 χιλ. το 2023) είναι επομένως ανέφικτη, σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη, εάν δεν δημιουργηθεί στη χώρα μας ένα εξαιρετικά ευνοϊκό για την δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση του επιθυμητού αριθμού παιδιών περιβάλλον, που θα επιτρέψει στα νεότερα ζευγάρια να φέρουν στο κόσμο τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν.
Αυτό θα οδηγήσει προοδευτικά στη μείωση των ιδιαίτερα υψηλών ποσοστών ατεκνίας των νεότερων γενεών, στην επιβράδυνση της αύξησης της μέσης ηλικίας τους στη τεκνογονία και στην αύξηση των πιθανοτήτων όσων έχουν ένα πρώτο παιδί να αποκτήσουν ένα δεύτερο και στη συνέχεια ένα τρίτο κ.ο.κ.