Πολλοί σπεύδουν να αναδείξουν τη διαχείριση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης ως το «νέο όπλο» της αντιπολίτευσης ενόψει των επόμενων εθνικών εκλογών. Χωρίς να υποβαθμίζουμε τη σημασία του θέματος -εφόσον προκύψει- για ακόμη μία φορά κατά την άποψή μας κινδυνεύουμε να χάσουμε το δάσος…
Η πραγματικότητα είναι δισυπόστατη.
Πρώτον, η Ελλάδα πράγματι θα αναδειχθεί ένα εκ των κορυφαίων κρατών-μελών στην αξιοποίηση των επιδοτήσεων του Ταμείου (το ίδιο λίγο πολύ ισχύει και για τα δάνεια ωστόσο αυτά δεν σχετίζονται μόνο με κυβερνητικές δράσεις). Η χώρα θα έχει ήδη αξιοποιήσει σημαντικό μέρος των διαθέσιμων κονδυλίων -ειδικά σε σύγκριση με άλλες- στο στενό χρονικό ορίζοντα ζωής του Ταμείου.
Δεύτερον, η Ελλάδα πράγματι θα έχει χάσει ευκαιρίες να ολοκληρώσει τον αρχικό της σχεδιασμό. Οι διαδικασίες ολοκλήρωσης των έργων στη χώρα μας δεν ευνοούν την ταχύτητα που απαιτεί ο σχεδιασμός των εθνικών πλάνων ανάκαμψης. Έτσι, πολλά projects μετακόμισαν ή μετακομίζουν σε άλλες -πιο δυσκίνητες- κοινοτικές χρηματοδοτήσεις ενώ η απορρόφηση ενισχύεται από επέκταση άλλων που προφανώς δεν έχουν την ίδια αναπτυξιακή δυναμική για την οικονομία.
Ένα δυσάρεστο παράδειγμα
Υπάρχει και ένα τρίτο συμπέρασμα, όμως, που επίσης αναδεικνύει μία πραγματικότητα. Στο αναθεωρημένο εθνικό σχέδιο, διαπιστώνει κανείς ότι παραπέμπεται στις καλένδες (για την ακρίβεια στο νέο παραδοσιακά δυσκίνητο ΕΣΠΑ) η δημιουργία επιπλέον 50.000 θέσεων βρεφονηπιακών σταθμών.
Αν κάποιος παρατηρήσει τα βασικά στοιχεία των εκθέσεων για την ελληνική οικονομία -ειδικά αυτών του ΔΝΤ- ένα από τα βασικά αγκάθια για την ανάπτυξη της οικονομίας (και εν μέρει την αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων) είναι η ενίσχυση της θέσης των γυναικών στην αγορά εργασίας. Ένας εκ των βασικότερων παραγόντων -και για την επαγγελματική εξέλιξή τους- είναι η αναγκαστική απουσία τους από την αγορά για λόγους κυήσεως.
Στο αρχικό Εθνικό Πλάνο υπήρχε πρόβλεψη για ενίσχυση (τουλάχιστον) κατά 50% της δημιουργίας 50.000 επιπλέον θέσεων σε δημοτικούς και ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους 300 εκατ. ευρώ. Σε προηγούμενη αναθεώρησή του (με αφορμή τις ζημιές λόγω Daniel) το πλάνο κράτησε μόνο τα 70 εκατ. ευρώ εξ αυτών για τη δημιουργία 20.000 θέσεων. Και η τρέχουσα αναθεώρηση, μεταφέρει -κατά τα φαινόμενα- και αυτές στο επόμενο ΕΣΠΑ.
Πρακτικά, ενώ η χώρα θα μπορούσε να είχε φροντίσει έως το τέλος της επόμενης χρονιάς ένα ισχυρό εργαλείο σύγχρονης ανάπτυξης, θα έχει ενδεχομένως μόνο ένα μέρος του και σε βάθος χρόνου. Πολλοί θα επιχειρήσουν να χρεώσουν στην κυβέρνηση την αστοχία. Εν μέρει εύλογα. Ακόμα κι αν δεν μπορούσε να δρομολογήσει το ενδιαφέρον του ιδιωτικού τομέα, θα μπορούσε να είχε πιέσει την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Θα μπορούσε όμως να είχε γίνει -και θα ήταν αποδοτικότερο- και το αντίθετο.
Η ίδια η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα έπρεπε ως καθ’ ύλην αρμόδια να είχε κινήσει τις διαδικασίες ώστε να επωφεληθεί από την ευκαιρία, συνεισφέροντας ουσιαστικά και στην πράξη σε μία κρίσιμη παράμετρο της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Και των τοπικών κοινωνιών. Το παράδειγμα των βρεφονηπιακών σταθμών είναι ένα από τα δεκάδες που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάποιος για να υποστηρίξει τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να κινηθεί η αξιοποίηση του επόμενου κοινοτικού προϋπολογισμού.
Πρώτον, έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι χωρίς ξεκάθαρα και επαρκή κοινοτικά κονδύλια να κατευθύνονται στην Περιφέρεια και στον αγροτικό τομέα, δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ίδιων των κρατών-μελών και των Περιφερειών τους. Δεύτερον, όμως, ο κεντρικός εθνικός σχεδιασμός, τα εθνικά πλάνα, είναι απολύτως απαραίτητα προκειμένου να ενισχύσουν και όχι να απομονώσουν τις Περιφέρειες. Τα Περιφερειακά πλάνα προφανώς και οφείλουν να εντάσσονται σε έναν κεντρικό σχεδιασμό. Το πώς θα επιτευχθεί αυτό παραμένει ζητούμενο. Όχι όμως και η αναγκαιότητα ενός κεντρικού ανταγωνιστικού πλάνου που να εφαρμόζεται με ρυθμούς... Ανάκαμψης, όχι ΕΣΠΑ.
Και κάτι τελευταίο, αδιανόητο κατά την άποψή μας. Ακόμα δεν μπορεί να πιστέψει στα… αυτιά του κοινοτικός αξιωματούχος τον εγχώριο ισχυρισμό ότι στην Ελλάδα παραδοσιακά τα παιδιά έως τα 2,5 τους χρόνια τα κρατάνε οι παππούδες και οι γιαγιάδες, οπότε η ζήτηση νέων υποδομών σε βρεφονηπιακούς είναι περιορισμένη. Προσπερνώ την επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη ότι η διανοητική ανάπτυξη των ανθρώπων βασίζεται στην εκπαίδευσή τους στα λίγα πρώτα χρόνια της ζωής τους και αυτό δεν μπορεί να αφήνεται στην αυταπάρνηση -αλλά και την εύλογη άγνοια- των προηγούμενων γενεών. Δεν προσπερνώ, όμως, ότι το γεγονός ότι αυτή η προσέγγιση πηγαίνει τη χώρα πίσω. Για την ακρίβεια, διατηρεί μία αναχρονιστική αντίληψη, τροχοπέδη για τις επόμενες γενιές.
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΑΘΗΝΑ-ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.