
Τους τελευταίους μήνες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δημοσιοποιήσει σειρά στοχευμένων ερευνών προκειμένου να αναδείξει τη συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης στην αύξηση του ΑΕΠ των κρατών-μελών.
Εν πολλοίς, αυτό και αναμενόμενο είναι και απολύτως θεμιτό, αφού ο νέος προϋπολογισμός της ΕΕ θα βασίζεται πάνω σε εθνικά πλάνα. Απαιτούνται συνεπώς στοιχεία που να τεκμηριώνουν τα όποια πλεονεκτήματα της κατεύθυνσης αυτής.
Από την άλλη πλευρά, τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης φαίνεται να κυριαρχούν στην εσωτερική επικαιρότητα μέσα από δύο οπτικές. Η πρώτη πρεσβεύεται κυρίως από την αντιπολίτευση και σχετίζεται με τη χρηστή αξιοποίηση ή κονδυλίων που προέρχονται από το Ταμείο. Αναμενόμενη προσέγγιση, προφανώς πολλαπλά χρήσιμη, ωστόσο δεν αλλάζει δύο βασικά δεδομένα.
Πρώτον, η χρηστή ή μη διαχείριση των πόρων αποτελεί ζήτημα που δεν αφορά μόνο το Ταμείο Ανάκαμψης ως μοντέλο αλλά το σύνολο των τρόπων διάθεσης κονδυλίων (ευρωπαϊκών αλλά και εγχώριων). Οι δικλείδες ασφαλείας κάθε «ταμείου» φυσικά και διαδραματίζουν το ρόλο τους. Αλλά δεν είναι το εργαλείο χρηματοδότησης από μόνο του το βασικότερο κριτήριο για τον ορθό αναπτυξιακό σχεδιασμό.
Δεύτερον, είναι κατανοητό ότι η Ελλάδα διεκδικεί μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες να απορροφήσει το σύνολο των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης που της αναλογούν. Αυτό πράγματι αποτελεί σημαντικό στόχο. Καλείται συνεπώς άμεσα -και ενόψει του επόμενου αιτήματος εκταμίευσης που αναμένεται στο τέλος του έτους- να παραδεχθεί τι από το σύνολο των προς ένταξη έργων δεν πρόκειται να υλοποιηθούν εντός χρονοδιαγράμματος. Και να αναθεωρήσει ενδεχομένως και γενναία τον εθνικό σχεδιασμό. Αυτή είναι η δεύτερη οπτική στην οποία αναφερθήκαμε.
Αν η αναθεώρηση εκληφθεί αποκλειστικά και μόνο ως «mea culpa», θα αποτελέσει απλώς ακόμη ένα πεδίο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης. Μόνο που πέραν αυτής προέχει κάτι ακόμα βασικότερο. Να εξασφαλιστεί η συνέχιση της χρηματοδότησης εκείνων των έργων που πράγματι είναι κρίσιμα για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας και των Περιφερειών της.
Γιατί καταγράφουμε τα παραπάνω; δικαιολογημένα θα ρωτούσε κάποιος. Γιατί διαισθάνομαι ότι οι πολιτικές προτεραιότητες είναι πλέον τέτοιες που στο τέλος μπορούν να υπονομεύσουν το ίδιο το διακύβευμα. Και κυρίως γιατί για πρώτη φορά μετά το «πλάνο Πισσαρίδη», είναι απαραίτητο όχι μόνο να προχωρήσει ένας τεχνοκρατικός και πολιτικός απολογισμός του αλλά κυρίως να συσταθεί το επόμενο αντίστοιχο εθνικό πλάνο. Το οποίο θα δεσμεύει και τη σημερινή αλλά και την επόμενη πολιτική ηγεσία της χώρας, όποτε κι αν πραγματοποιηθούν οι επόμενες εκλογές.
Δεν είναι «nice to have» είναι απαραίτητο. Και δεν ενέχει θέσης πολιτικού rebranding αλλά αποτελεί αναπτυξιακή ανάγκη, απαραίτητη στη συνέχεια διακυβέρνησης της χώρας.
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΑΘΗΝΑ-ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.