
Η πρώτη επίσημη τοποθέτηση αναφορικά με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον επόμενο κοινοτικό προϋπολογισμό (2028-2034) ήρθε από τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη και εμφανίζεται ισορροπημένη με βάση τα νέα δεδομένα. Μιλώντας μας για λογαριασμό του αγγλόφωνου newsletter Athens Digest -που απευθύνεται κυρίως σε κοινό Βρυξελλών κι αυτό έχει τη σημασία του- ξεκαθάρισε κυρίως τρία δεδομένα.
Πρώτον: Η πολιτική Συνοχής και η ΚΑΠ συνεχίζουν να αποτελούν βασική προτεραιότητα για την Ελλάδα. Δε θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά, θα πει εύλογα κάποιος. Στην Ελλάδα συναντά κανείς περιφέρειες (σχεδόν όλες) με κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάτω του κοινοτικού μέσου όρου. Και η γεωργική παραγωγή στην Ελλάδα συνεισφέρει περίπου το 3% του ΑΕΠ (επικαλούμαστε την πρόσφατη έκθεση της Morgan Stanley που αφορά την επικείμενη αρνητική επίδραση της κλιματικής αλλαγής στη γεωργία του Ευρωπαϊκού Νότου). Στο ίδιο πλαίσιο, σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης, ενώ στηρίζουμε την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας ως κοινό ευρωπαϊκό στόχο, ανησυχούμε για τις ανισότητες που μπορεί να προκαλέσει η κατανομή των κονδυλίων του νέου Ταμείου Ανταγωνιστικότητας.
Δεύτερον: Γνωρίζουμε σχετικά καλά τη μέθοδο «εκταμιεύσεων έναντι μεταρρυθμίσεων» έχοντας την εμπειρία του Ταμείου Ανάκαμψης, άρα η διασύνδεση αυτή τουλάχιστον δε μας φοβίζει ως προς τη διαπραγμάτευση των επόμενων χρόνων. Παράλληλα, η ενίσχυση των κονδυλίων για την Άμυνα, το Μεταναστευτικό και την αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής μας βρίσκει σύμφωνους.
Τρίτον: Η λογική των net contributors έναντι των υπολοίπων δε είναι ούτε αποτελεσματική ούτε προτιμητέα υπό τις παρούσες κρίσιμες συνθήκες και τους νέους κοινούς ευρωπαϊκούς στόχους. Κανείς δε διαφωνεί, ωστόσο όλοι γνωρίζουμε ότι στο τέλος της διαπραγμάτευσης αυτή η μάχη και θα δοθεί και θα αποδειχθεί η πιο δύσκολη και η πιο κρίσιμη από όλες.
Σε θέσεις μάχης
Το επόμενο ερώτημα προκύπτει εύλογα: Μπορούμε να δώσουμε αυτή τη μάχη αποτελεσματικά και πώς; Με την όποια γνώση διαθέτουμε αλλά με πάσα ειλικρίνεια, απαντάμε επί του παρόντος και μόνο -και αφήνοντας για αργότερα εξίσου σημαντικές παρατηρήσεις- τα εξής:
-Η Ελλάδα προφανώς και θα είναι ενεργή στη διαπραγμάτευση, ωστόσο θα πρέπει να διαλέξει ποιες μάχες θα δώσει, ποιες θα αφήσει άλλους εταίρους να τις δώσουν -καθώς είναι το ίδιο ή περισσότερο κρίσιμες για εκείνους- και ποιες θα αφήσει σε δεύτερη μοίρα ή δε θα δώσει καθόλου.
-Υπάρχουν άνθρωποι ειδικά εκτός αλλά και εντός των τειχών που έχουν τη δυνατότητα να αναλάβουν δράση στις μάχες αυτές. Για την ώρα, δε θα αναφερθούμε ονομαστικά σε αυτούς, αν και προφανώς και αυτό έχει τη μεγάλη σημασία. Δυστυχώς, παραδοσιακά υστερούμε σε ομαδικότητα και συνεργασία (ειδικά εσωτερική) καθώς και σε συνέπεια και έγκαιρο προγραμματισμό. Συχνά , μάλιστα, «η πρώτη γραμμή» έχει ελάχιστη υποστήριξη - ορισμένες φορές έως και υπονόμευση. Εσκεμμένα ή μη, προσωπικές ατζέντες συνήθως μικρονόων ενίοτε προκαλούν αντιξοότητες.
-Τέλος, στην παρούσα φάση, το κλίμα -λόγω σκανδάλου ΟΠΕΚΕΠΕ- δεν είναι ιδιαίτερα πρόσφορο για τη διαπραγματευτική ενεργοποίηση της Ελλάδας στον τομέα της ΚΑΠ αλλά και ευρύτερα. Αυτό ωστόσο, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, είναι αντιμετωπίσιμο. Η συζήτηση θα ολοκληρωθεί πιθανότατα επί ελληνικής προεδρίας, σε περίπου 2,5 χρόνια. Και η ΚΑΠ αποτελεί ένα ζήτημα στο οποίο ενδεχομένως να συμπίπτουν οι θέσεις μας με ισχυρότερα κράτη-μέλη που μετά βεβαιότητας θα ενεργοποιηθούν στη διαπραγμάτευση αυτή.
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΑΘΗΝΑ-ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.