Σε συνέντευξή του στο αγγλόφωνο Athens Digest και τον Γιάννη Παπαγεωργίου, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) Κωστής Χατζηδάκης σκιαγράφησε τις προτεραιότητες της χώρας σε βασικούς τομείς πολιτικής της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του επερχόμενου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΠΔΠ), της δημοσιονομικής ευελιξίας για την άμυνα, της οικονομικής ανάπτυξης και της θεσμικής μεταρρύθμισης. Αναφέρθηκε επίσης στην έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τον ΟΠΕΚΕΠΕ και τις πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης αναφορικά με την κακοδιαχείριση των γεωργικών επιδοτήσεων.
Η Ελλάδα και η πρόταση για το νέο κοινοτικό προϋπολογισμό
Ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης δήλωσε ότι η Ελλάδα υποστηρίζει σθεναρά την αυξημένη χρηματοδότηση για την Πολιτική Συνοχής και την Κοινή Γεωργική Πολιτική, υποστηρίζοντας πιο φιλόδοξες προτάσεις κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για το ΠΔΠ. Η Αθήνα, όπως επεσήμανε, χαιρετίζει επίσης την αύξηση των πόρων στη διαχείριση της μετανάστευσης, την άμυνα και την κλιματική κρίση, παράλληλα με τη μεγαλύτερη έμφαση στις υποδομές.
Αναφορικά με το Ταμείο Ανταγωνιστικότητας, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης τόνισε ότι η Ελλάδα υποστηρίζει πλήρως την έμφαση που αποδίδεται στην ανταγωνιστικότητα ως στρατηγική προτεραιότητα, αλλά επίσης εξέφρασε την ανησυχία του για την πιθανότητα δυσανάλογης κατανομής των πόρων του Ταμείου Ανταγωνιστικότητας που θα μπορούσε να διευρύνει τις περιφερειακές ανισότητες. Η Ελλάδα επιδιώκει, όπως είπε, ισχυρές διασφαλίσεις για την ισότιμη πρόσβαση σε όλα τα κράτη της ΕΕ.
Ο κ. Χατζηδάκης απέρριψε τη λογική της προσέγγισης της διαπραγμάτευσης για τον προϋπολογισμό με βάση τους καθαρούς συνεισφέροντες έναντι των δικαιούχων. Υποστήριξε την εξέταση των επενδύσεων της ΕΕ υπό το πρίσμα κοινών στρατηγικών στόχων όπως η ανταγωνιστικότητα, η ανθεκτικότητα και η αυτονομία.
Η ελληνική οικονομία
Ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης επιβεβαίωσε τη δέσμευσή της για δημοσιονομική υπευθυνότητα. Τόνισε ότι η Ελλάδα έχει επιδείξει ισχυρή οικονομική ανάκαμψη, που χαρακτηρίζεται από ρεκόρ εξαγωγών, αύξηση των επενδύσεων, μείωση της ανεργίας και επιστροφή σε πλεονάσματα του προϋπολογισμού. Περιέγραψε την επόμενη φάση της οικονομικής στρατηγικής της κυβέρνησης, με επίκεντρο τις μικροοικονομικές μεταρρυθμίσεις:
• Μείωση των φορολογικών βαρών και αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής
• Μείωση της γραφειοκρατίας κατά 25% και επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης
• Ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τομέα των υπηρεσιών
• Επέκταση της πρόσβασης σε κεφάλαια συμπεριλαμβανομένων των ΜμΕ
• Αναβάθμιση των φυσικών και ψηφιακών υποδομών
• Επένδυση στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού
• Ενίσχυση της οικονομικής διπλωματίας και των μηχανισμών στήριξης των εξαγωγών
Με το δημόσιο χρέος να αναμένεται να μειωθεί κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2028, η Ελλάδα, όπως δήλωσε, στοχεύει στη διατήρηση υψηλής ανάπτυξης, ενισχύοντας παράλληλα την οικονομική ανθεκτικότητα.
Οι αλλαγές στον ΟΠΕΚΕΠΕ
Αναφερόμενος στην έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τη χρήση των κονδυλίων της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης τόνισε την πλήρη συνεργασία και λογοδοσία και περιέγραψε -πέραν την επικείμενης εξεταστικής επιτροπής στη Βουλή, την ανάληψη εθνικών πρωτοβουλιών που περιλαμβάνει:
• Ειδική ομάδα ελέγχου με τη συμμετοχή της Οικονομικής Αστυνομίας και της ΑΑΔΕ
• Νομοθετικές μεταρρυθμίσεις για την υπαγωγή του ΟΠΕΚΕΠΕ στην αρμοδιότητα της ΑΑΔΕ, η οποία είναι γνωστή για τη διαφάνεια και τα ισχυρά ψηφιακά συστήματα
Ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης αναγνώρισε ότι «πέραν των επιτυχιών η Κυβέρνηση δεν αντιμετώπισε με επιτυχία» το ζήτημα των γεωργικών επιδοτήσεων και των σιδηροδρόμων, εστίασε στη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα θέματα αυτά και επανέλαβε ότι το κυβερνητικό έργο θα κριθεί από τους πολίτες συνολικά στο τέλος της τετραετίας.
Ακολουθεί, μεταφρασμένη, η συνέντευξη του Κ. Χατζηδάκη στο Athens Digest
Πώς αξιολογείτε την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το επόμενο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο; Σε ποιους τομείς εκφράζει συμφωνία η Ελλάδα και σε ποιους θα επιδιώξει να υποστηρίξει αλλαγές, ενόψει των συζητήσεων που αναμένεται να ολοκληρωθούν κατά την Ελληνική Προεδρία το 2027;
Η έναρξη των διαπραγματεύσεων για το νέο ΠΔΠ έρχεται σε μια καθοριστική στιγμή, καθώς η ΕΕ αντιμετωπίζει μια σειρά από σύνθετες και αλληλένδετες προκλήσεις. Είναι, επομένως, επιτακτικό να εξοπλίσουμε την Ένωση με τα χρηματοδοτικά μέσα που χρειάζεται για να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά.
Από ελληνικής πλευράς, θα ήθελα καταρχάς να υπογραμμίσω τη σημασία που αποδίδουμε στην Πολιτική Συνοχής και στην Κοινή Αγροτική Πολιτική. Από αυτή την άποψη, αναμένουμε να δούμε αυξημένη χρηματοδότηση και πιο φιλόδοξες προτάσεις να προωθούνται στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων.
Δεύτερον, θεωρούμε θετική εξέλιξη την ενίσχυση των προγραμμάτων της ΕΕ σε τομείς ελληνικού ενδιαφέροντος — συμπεριλαμβανομένων της μετανάστευσης, της άμυνας και της κλιματικής κρίσης. Χαιρετίζουμε επίσης την αύξηση των πόρων που κατευθύνονται στον Μηχανισμό Connecting Europe Facility, συμπεριλαμβανομένης της έμφασης στα δίκτυα μεταφορών και στις ενεργειακές διασυνδέσεις.
Τρίτον, ενώ υποστηρίζουμε πλήρως την έμφαση στην ανταγωνιστικότητα ως στρατηγική προτεραιότητα, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η λειτουργία του Ταμείου Ανταγωνιστικότητας δεν θα επιδεινώσει χωρίς να υπάρχει πρόθεση τις περιφερειακές ανισότητες. Είναι αναγκαίες επαρκείς διασφαλίσεις ώστε να αποφευχθεί η συγκέντρωση πόρων σε λίγους μεγάλους παίκτες και να διασφαλιστεί ένα πραγματικά ισότιμο πεδίο ανταγωνισμού για όλα τα κράτη μέλη.
Ευρύτερα, πιστεύω ότι θα πρέπει να αποφύγουμε να περιορίσουμε τη συζήτηση για το ΠΔΠ αποκλειστικά στους όρους των καθαρών συνεισφερόντων έναντι καθαρών αποδεκτών. Πρώτον, επειδή ένα σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης της ΕΕ τελικά επιστρέφει στις οικονομίες των μεγαλύτερων συνεισφερόντων — μέσω συμβάσεων, αλυσίδων εφοδιασμού και επενδύσεων. Και δεύτερον, επειδή η στρατηγική αξία των πολιτικών της ΕΕ — στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης, της ανθεκτικότητας και της στρατηγικής αυτονομίας — υπερβαίνει κατά πολύ αυτό που μπορεί να αποτυπωθεί από μια στενή λογιστική προσέγγιση των δημοσιονομικών ισοζυγίων. Πρόκειται για κοινές ευρωπαϊκές επιδιώξεις που εξυπηρετούν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα όλων των κρατών μελών.
Η Ελλάδα θα συμμετάσχει ενεργά και εποικοδομητικά στις διαπραγματεύσεις. Ως κυβέρνηση, έχουμε αποδείξει σταθερά την ικανότητά μας να επιτυγχάνουμε ισχυρά αποτελέσματα σε τέτοιες διαπραγματεύσεις. Υπενθυμίζω το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), μέσω του οποίου η Ελλάδα εξασφάλισε το υψηλότερο επίπεδο χρηματοδότησης σε σχέση με το ΑΕΠ μεταξύ όλων των κρατών μελών.
Πάνω απ’ όλα, στόχος μας είναι να συμβάλουμε σε μια ισορροπημένη συμφωνία που κοιτά στο μέλλον, δεν θα αντανακλά μόνο τις εθνικές προτεραιότητες, αλλά θα προωθεί και τις κοινές φιλοδοξίες της Ένωσης — για μια ισχυρότερη, δικαιότερη και πιο ανταγωνιστική Ευρώπη.
Ενόψει των σημαντικών γεωπολιτικών προκλήσεων της εποχής μας και του στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επενδύσει σε τομείς όπως η άμυνα και η ασφάλεια, θεωρείτε πλήρως εφικτή την πλήρη εφαρμογή των νέων δημοσιονομικών κανόνων — περιλαμβανομένης της εφαρμογής της εθνικής ρήτρας διαφυγής για αμυντικές δαπάνες;
Πρώτα απ’ όλα, είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι η δημοσιονομική σύνεση δεν είναι ζήτημα ιδεολογίας• είναι αναγκαιότητα. Το μάθαμε αυτό με τον δύσκολο τρόπο κατά την κρίση στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και έχω δηλώσει επανειλημμένα ότι, ανεξάρτητα από τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, είμαστε δεσμευμένοι να παραμείνουμε σε αυτό το υπεύθυνο μονοπάτι.
Ταυτόχρονα, όταν διακυβεύεται η ασφάλεια και η ελευθερία μας, διαφορετικά νόμιμα και λογικά επιχειρήματα του τύπου «το χρέος είναι χρέος» δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο. Αυτό δεν σημαίνει κατάργηση των ελέγχων στις εθνικές δαπάνες. Αλλά σημαίνει μεγαλύτερη ευελιξία από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες — ιδιαίτερα για εκείνες τις χώρες που επιθυμούν να επενδύσουν περισσότερο στην άμυνά τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, καλωσορίσαμε την πρόταση της Επιτροπής να ενεργοποιήσει τις εθνικές ρήτρες διαφυγής για την περίοδο 2025 έως 2028. Ήμασταν από τους πρώτους που υπέβαλαν επίσημο αίτημα, το οποίο τελικά εγκρίθηκε μόλις πριν από λίγες εβδομάδες.
Ως αποτέλεσμα, η χώρα μας — όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες που έκαναν χρήση αυτής της δυνατότητας — θα μπορεί πλέον να εξαιρέσει τις επικείμενες αυξήσεις στις αμυντικές επενδύσεις από τους κανόνες υπολογισμού του ελλείμματος. Αυτό αποτελεί ένα σημαντικό επίτευγμα για την Ελλάδα, η οποία εδώ και καιρό υποστηρίζει ότι οι αμυντικές δαπάνες πρέπει να αντιμετωπίζονται με ειδικό καθεστώς εντός του δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι καταφέραμε να αλλάξουμε το έτος αναφοράς για τη χώρα μας από το 2021 στο 2024. Αν είχε διατηρηθεί το 2021 — όταν οι ελληνικές αμυντικές δαπάνες ξεπερνούσαν το 3% του ΑΕΠ — δεν θα υπήρχε περιθώριο ευελιξίας. Με το νέο έτος αναφοράς, θα έχουμε επιπλέον €500 εκατομμύρια δημοσιονομικού χώρου για το 2026 και μετά. Αυτή η αύξηση είναι απολύτως διαχειρίσιμη από την ελληνική οικονομία και δεν θα θέσει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική βιωσιμότητα μεσοπρόθεσμα.
Ταυτόχρονα, η ρήτρα διαφυγής δεν είναι το μόνο εργαλείο που διαθέτουμε στο πλαίσιο του Σχεδίου ReArm Europe. Έχουμε επίσης ένα νέο χρηματοδοτικό εργαλείο, το SAFE, για την υποστήριξη κοινών προμηθειών αμυντικού εξοπλισμού μέσω κοινής δανειοδότησης — επίσης ένα μακροχρόνιο ελληνικό αίτημα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα καλύψουμε αμέσως το κενό που δημιουργήθηκε από χρόνια υποεπένδυσης στην άμυνα. Η αντιστροφή μιας τόσο μακροχρόνιας υστέρησης απαιτεί χρόνο, σταθερές προσπάθειες και συντονισμένη δράση. Ωστόσο, αυτό που έχει σημασία είναι ότι η ΕΕ κινείται επιτέλους προς τη σωστή κατεύθυνση — αναγνωρίζοντας την ανάγκη για ισχυρότερη συλλογική ασφάλεια και λαμβάνοντας συγκεκριμένα μέτρα για την ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων των κρατών μελών, τηρώντας παράλληλα τη δέσμευσή της για υγιή δημόσια οικονομικά.
Μετά τις οικονομικές δυσκολίες της προηγούμενης δεκαετίας, η Ελλάδα παρουσιάζει πλέον βελτιωμένους μακροοικονομικούς και δημοσιονομικούς δείκτες. Ποιες είναι οι άμεσες προτεραιότητές σας για τη διατήρηση του τρέχοντος ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης και ποιες μεταρρυθμίσεις πρέπει να αναμένουμε στο προσεχές διάστημα για τη στήριξη αυτού του στόχου;
Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει σημειώσει αξιοσημείωτη οικονομική ανάκαμψη, με ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, ιστορικά υψηλές εξαγωγές, ανάκαμψη των επενδύσεων και σημαντική μείωση της ανεργίας. Στο δημοσιονομικό πεδίο, μετά την πανδημία, επιτυγχάνουμε σταθερά αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, οδηγούμενοι σε συνολικό πλεόνασμα προϋπολογισμού 1,3% το 2024. Το δημόσιο χρέος έχει μειωθεί κατά 55 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ – μία από τις πιο απότομες μειώσεις που έχει δει ποτέ η Ευρώπη.
Αυτή η μακροοικονομική πρόοδος ενισχύεται από θετικές μικροοικονομικές και θεσμικές βελτιώσεις. Η Ελλάδα είναι σήμερα πιο ελκυστική για επιχειρηματική δραστηριότητα, χάρη στη μείωση των φόρων, την απλούστευση των κανονισμών και τη βελτίωση των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών. Ο τραπεζικός τομέας έχει ανακάμψει δυναμικά, καθαρίζοντας τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και αποκαθιστώντας την ικανότητά του να χρηματοδοτεί την πραγματική οικονομία. Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα σηματοδοτεί ένα νέο κεφάλαιο οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης.
Η διατήρηση υγιών δημόσιων οικονομικών θα παραμείνει κορυφαία προτεραιότητα τα επόμενα χρόνια — με τα πρωτογενή πλεονάσματα να αναμένεται να παραμείνουν κοντά στο 2,5% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος να προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2028. Ταυτόχρονα, η στρατηγική μας μετακινείται από τη μακροοικονομική σταθεροποίηση προς τη βελτίωση των μικροοικονομικών θεμελίων της οικονομίας μας.
Συγκεκριμένα, οι προτεραιότητες της οικονομικής μας πολιτικής είναι οι εξής:
• Να συνεχιστεί η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης για επιχειρήσεις και εργαζομένους, παράλληλα με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
• Να βελτιωθεί περαιτέρω το επιχειρηματικό περιβάλλον, μεταξύ άλλων, με μείωση του κανονιστικού βάρους για τις επιχειρήσεις τουλάχιστον κατά 25%, συνέχιση της ενίσχυσης της διοικητικής ικανότητας του κράτους, επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και ενίσχυση του ανταγωνισμού, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών.
• Να βελτιωθούν περαιτέρω οι συνθήκες χρηματοδότησης, μέσω της προώθησης του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα και της επέκτασης των ελληνικών κεφαλαιαγορών – κρίσιμος παράγοντας, ιδιαίτερα για τις μικρές και καινοτόμες ΜμΕ.
• Να αναβαθμιστούν οι φυσικές μας υποδομές και η συνδεσιμότητα — από δρόμους και σιδηροδρόμους έως δίκτυα ανανεώσιμης ενέργειας, ηλεκτρικά δίκτυα και υψηλής ταχύτητας internet.
• Να συνεχιστούν οι επενδύσεις σε δράσεις αναβάθμισης και επανεκπαίδευσης, ώστε το εργατικό δυναμικό μας να είναι προετοιμασμένο για τις απαιτήσεις μιας ταχέως εξελισσόμενης οικονομίας.
• Να ενισχυθεί η εξωστρέφεια, μέσω της προώθησης της οικονομικής διπλωματίας και της ενδυνάμωσης βασικών θεσμών υποστήριξης — όπως η Enterprise Greece και η Export Credit Greece.
Ποια είναι η πρόβλεψή σας για την ολοκλήρωση του Ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP); Σας ανησυχεί η λήξη του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) στα τέλη του 2026; Σε ποιο βαθμό θα μπορούσε να επηρεάσει αυτό την αναπτυξιακή πορεία και την παραγωγικότητα της χώρας;
Όπως ανέφερα προηγουμένως, η Ελλάδα εξασφάλισε το 2021 τους περισσότερους πόρους από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η απορρόφηση ενός τόσο μεγάλου ποσού σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα αποτελεί πρόκληση για κάθε χώρα της ΕΕ, ωστόσο τα έχουμε καταφέρει εξαιρετικά.
Η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των έξι κορυφαίων κρατών μελών όσον αφορά τις εκταμιεύσεις του RRF. Μέχρι σήμερα έχουμε λάβει 21,3 δισεκατομμύρια ευρώ, καλύπτοντας πάνω από το 59% του συνολικού πακέτου μας — δέκα ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (49%). Με την έγκριση του έκτου αιτήματος πληρωμής (που υποβλήθηκε στις 18 Ιουλίου), οι συνολικές εκταμιεύσεις θα φτάσουν τα 23,4 δισ. ευρώ (65%). Τον Νοέμβριο θα υποβάλουμε και νέο αίτημα πληρωμής, που θα μας φέρει στο 80%. Θα απομένει επομένως 20% για το 2026.
Είναι επίσης σημαντικό ότι το 70% των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο σχέδιο έχει ήδη ολοκληρωθεί – ένα σημαντικό επίτευγμα για μια χώρα που είχε τη φήμη της αργής προόδου στον τομέα αυτό.
Φυσικά, δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού. Οι προθεσμίες του Αυγούστου και του Δεκεμβρίου 2026 από την ΕΕ είναι αυστηρές. Γι’ αυτό και εντείνουμε τις προσπάθειές μας, ακολουθώντας τις συστάσεις της Επιτροπής: επιταχύνοντας μέτρα με υψηλή ζήτηση, αντικαθιστώντας όσα έργα καθυστερούν και γεφυρώνοντας τη χρηματοδότηση με εθνικούς και άλλους κοινοτικούς πόρους, όταν τα έργα επεκτείνονται πέρα από το (χρονικό) παράθυρο του RRF.
Βλέποντας πέρα από τον βασικό χρονικό ορίζοντα του RRF, υπάρχουν αρκετοί λόγοι να είμαστε αισιόδοξοι ότι οι επενδύσεις θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα έως το τέλος της δεκαετίας.
Πρώτον, έργα που υποστηρίζονται από δάνεια του RRF τα οποία έχουν υπογραφεί έως το 2026, θα συνεχίσουν να εκταμιεύονται το 2027 και μετά από αυτό.
Επιπλέον, καθώς οι διαγωνισμοί κατακυρώνονται και τα έργα ωριμάζουν, οι δαπάνες στο πλαίσιο των προγραμμάτων συνοχής του ΕΣΠΑ ύψους 26 δισ. ευρώ αναμένεται να επιταχυνθούν σημαντικά τα επόμενα χρόνια.
Επιπλέον, τρία νέα χρηματοδοτικά εργαλεία θα τεθούν σε εφαρμογή τον Ιανουάριο του 2026 — το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα (Social Climate Fund), το Ταμείο Εκσυγχρονισμού και το Ταμείο Απανθρακοποίησης Νησιών — προσφέροντας συνολικό πακέτο περίπου 8 δισ. ευρώ για την Ελλάδα έως το 2032.
Τέλος, ένα ισχυρό χαρτοφυλάκιο Συνεργασιών Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα για έργα υποδομών βρίσκεται σε εξέλιξη. Ταυτόχρονα, το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και παραχωρήσεων, το οποίο έχει ήδη φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, θα συνεχίσει να απελευθερώνει κεφάλαια, τεχνογνωσία και μακροπρόθεσμες επενδυτικές ροές, ιδιαίτερα σε λιμάνια, αεροδρόμια και real estate assets.
Σε ποιο βαθμό επηρεάζει η πρόσφατη έρευνα από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Εισαγγελέα (EPPO) σχετικά με τη χρήση των κονδυλίων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) το έργο σας και τις ευρύτερες προσπάθειες της Ελλάδας για κάλυψη του επενδυτικού κενού; Βλέπετε πιθανές πολιτικές επιπτώσεις που να απορρέουν από αυτό το ζήτημα;
Δεσμευόμαστε να μιλάμε με ειλικρίνεια τόσο για τις αδυναμίες όσο και για τις επιτυχίες μας. Αν και είναι αλήθεια ότι παρόμοιες προκλήσεις έχουν προκύψει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και υπό προηγούμενες κυβερνήσεις, δεν επιδιώκουμε να μεταφέρουμε ευθύνες.
Αυτό που απασχολεί περισσότερο τους πολίτες αυτή τη στιγμή είναι δύο πράγματα: να διασφαλιστεί ότι τα κεφάλαια που αποκτήθηκαν αδίκως από συγκεκριμένους ιδιώτες μέσω αγροτικών επιδοτήσεων θα ανακτηθούν, και να δοθεί τέλος στα συνεχιζόμενα προβλήματα που σχετίζονται με τον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Οι νομικές διαδικασίες βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη σε εθνικό επίπεδο — ανεξάρτητα από την έρευνα του Ευρωπαίου Εισαγγελέα — και είμαστε έτοιμοι να ενισχύσουμε το νομοθετικό πλαίσιο όπου αυτό είναι αναγκαίο. Στο πλαίσιο αυτό, θα δημιουργηθεί ειδική ομάδα ελέγχου, αποτελούμενη από προσωπικό της Οικονομικής Αστυνομίας και της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), με αποστολή τη διερεύνηση των αδικαιολόγητων αγροτικών επιδοτήσεων.
Έχουμε επίσης προτείνει τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής στη Βουλή, ώστε να ελεγχθούν οι ενέργειες της διοίκησης του ΟΠΕΚΕΠΕ από το 1998 έως σήμερα, να διερευνηθούν τα υποκείμενα προβλήματα και να καλυφθούν τα κενά που οδηγούν σε σημαντικές οικονομικές κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παράλληλα, αποφασίσαμε να υπάγουμε τον ΟΠΕΚΕΠΕ στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), έναν οργανισμό που αναγνωρίζεται διεθνώς για τη διαφάνεια και την ακεραιότητα της λειτουργίας του και που διαθέτει ισχυρή και αποδεδειγμένη ψηφιακή υποδομή και πληροφοριακά συστήματα. Η ελληνική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να προχωρήσει άμεσα στην υιοθέτηση των αναγκαίων νομοθετικών μέτρων από τη Βουλή. Η μετάβαση θα γίνει με τρόπο αποδοτικό, αξιόπιστο και σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η Νέα Δημοκρατία δεν έχει τίποτα να κρύψει. Αποφεύγουμε τόσο τις "κυνήγι μαγισσών" από τη μία πλευρά, όσο και τις συγκαλύψεις από την άλλη. Αυτή η κυβέρνηση έχει επιτύχει σημαντικά στον αγώνα κατά της γραφειοκρατίας – από την ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα και την έκδοση εκκρεμών συντάξεων, έως την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου και την επέκταση των ψηφιακών υπηρεσιών στον τομέα της υγείας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως με τον ΟΠΕΚΕΠΕ και τους Ελληνικούς Σιδηρόδρομους, δεν επιδείξαμε επιτυχία. Ωστόσο, αυτή η κυβέρνηση έχει σαφή εντολή τετραετίας και πρέπει να κριθεί συνολικά για το έργο της σε αυτό το διάστημα.
Εκτός από την ιδιότητά σας ως Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, κατέχετε και τη θέση του Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ). Υπάρχουν τομείς στους οποίους αυτοί οι δύο ρόλοι λειτουργούν συμπληρωματικά; Επιπλέον, υπάρχουν συγκεκριμένες προτεραιότητες που σχετίζονται με τη θέση σας στο ΕΛΚ και τις οποίες θα θέλατε να επισημάνετε;
Η εκλογή μου ως Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) αποτελεί αληθινή τιμή. Είμαι βαθύτατα ευγνώμων στον Πρωθυπουργό μας, Κυριάκο Μητσοτάκη, για την υποψηφιότητά μου, και στους πολλούς αντιπροσώπους του ΕΛΚ που, με την ψήφο τους, τίμησαν τόσο τη Νέα Δημοκρατία όσο και την Ελλάδα. Ο ρόλος αυτός δεν είναι μόνο αναγνώριση της εντυπωσιακής προόδου της χώρας μας τα τελευταία έξι χρόνια, αλλά και ευθύνη που εκλαμβάνω πολύ σοβαρά.
Στην πραγματικότητα, υπάρχει έντονη συμπληρωματικότητα μεταξύ του ρόλου μου ως Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης της Ελλάδας και αυτού του Αντιπροέδρου του ΕΛΚ. Και στις δύο ιδιότητες, η εστίασή μου είναι στην αντιμετώπιση διαρθρωτικών προκλήσεων και την παροχή απτών λύσεων — όχι απλώς στην προώθηση δημοφιλών πολιτικών, αλλά στην υλοποίηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που κάνουν πραγματική διαφορά στη ζωή των πολιτών. Όπως έκανα και στο παρελθόν — είτε στην επίλυση θεμάτων της Ολυμπιακής Αεροπορίας, είτε στην αντιμετώπιση προβλημάτων της ΔΕΗ, είτε στην πάταξη της φοροδιαφυγής και την εκκαθάριση των εκκρεμών συντάξεων — στόχος μου είναι να είμαι χρήσιμος, όχι επιτελεστικός.
Στο πλαίσιο του ΕΛΚ, το χαρτοφυλάκιό μου περιλαμβάνει την εποπτεία της δημοσιονομικής πολιτικής και του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς αντανακλά την εμπιστοσύνη που έχει δοθεί στην Ελλάδα, η οποία έχει μεταμορφωθεί σε έναν αξιόπιστο και εποικοδομητικό εταίρο εντός της ΕΕ. Η κυβέρνησή μας δεν συμμετέχει στην Ευρώπη απλώς για να απαιτεί — φέρνει επίσης ιδέες και λύσεις.
Δεν χρειαζόμαστε ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη Ευρώπη — χρειαζόμαστε μια πιο αποτελεσματική Ευρώπη. Μια Ευρώπη που ανταποκρίνεται στους πολίτες σε τομείς όπως η οικονομία, η κοινωνική συνοχή, η ενέργεια και η άμυνα. Γι’ αυτό έχω σταθερά υποστηρίξει την εφαρμογή των εκθέσεων Letta και Draghi, που αφορούν το μέλλον της Ενιαίας Αγοράς και την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης. Έχω μιλήσει ξεκάθαρα για την ανάγκη μιας ουσιαστικής κοινής ενεργειακής πολιτικής, ώστε να μειωθούν οι τιμές και να διασφαλιστεί η σταθερότητα, καθώς και για μια ουσιαστική κοινή αμυντική πολιτική που να αντανακλά τις σημερινές γεωπολιτικές πραγματικότητες.
Τελικά, πιστεύω ότι η πολιτική αφορά την επίτευξη μετρήσιμων αποτελεσμάτων. Οι ηγέτες δεν πρέπει ούτε να αγνοούν το δημόσιο αίσθημα, ούτε να αποφεύγουν τις αναγκαίες αποφάσεις. Οφείλουν να έχουν το θάρρος να εξηγούν, να ηγούνται και να εμπνέουν. Με αυτό το πνεύμα υπηρετώ — τόσο στην Ελληνική Κυβέρνηση όσο και στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.