Upd. 00:20
Στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Γαλλίας σε «Α+» (από «ΑΑ-»), με σταθερό outlook, προχώρησε η Fitch.
Σύμφωνα με τον οίκο, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Γαλλίας θα συνεχίσει να αυξάνεται, αντανακλώντας τα επίμονα πρωτογενή δημοσιονομικά ελλείμματα. Η Fitch προβλέπει ότι το χρέος θα αυξηθεί στο 121% του ΑΕΠ το 2027 από 113,2% το 2024, χωρίς σαφή ορίζοντα για σταθεροποίηση τα επόμενα χρόνια.
Ο λόγος χρέους/ΑΕΠ της Γαλλίας το 2024, ήδη διπλάσιος σε σχέση με τον διάμεσο της κατηγορίας «A», ήταν κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από το επίπεδο του 2019 και είναι πλέον ο τρίτος υψηλότερος μεταξύ των κρατών μελών που κατατάσσονται στις κατηγορίες «A» και «AA». Το αυξανόμενο δημόσιο χρέος της Γαλλίας περιορίζει την ικανότητα ανταπόκρισης σε νέους κραδασμούς χωρίς περαιτέρω επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών.
Πολιτικός κατακερματισμός
Ταυτόχρονα, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές του οίκου, ο πολιτικός κατακερματισμός εμποδίζει τη δημοσιονομική προσαρμογή. Η απώλεια της ψήφου εμπιστοσύνης της κυβέρνησης καταδεικνύει τον αυξημένο κατακερματισμό και την πόλωση της εσωτερικής πολιτικής της χώρας. Από τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές στα μέσα του 2024, η Γαλλία είχε τρεις διαφορετικές κυβερνήσεις. Αυτή η αστάθεια αποδυναμώνει την ικανότητα του πολιτικού συστήματος να επιτύχει ουσιαστική δημοσιονομική προσαρμογή και καθιστά απίθανο το ονομαστικό δημοσιονομικό έλλειμμα να μειωθεί στο 3% του ΑΕΠ έως το 2029, όπως είχε θέσει στόχο η απερχόμενη κυβέρνηση.
Η Fitch εκτιμά ότι η πορεία προς τις προεδρικές εκλογές του 2027 θα περιορίσει περαιτέρω το περιθώριο για δημοσιονομική προσαρμογή βραχυπρόθεσμα και αναμένει υψηλή πιθανότητα συνέχισης του πολιτικού αδιεξόδου και μετά τις εκλογές.
Αβέβαιη δημοσιονομική προσαρμογή
Ταυτόχρονα, επισημαίνεται ότι η Γαλλία έχει αδύναμο ιστορικό δημοσιονομικής προσαρμογής και συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ. Έχουν υπάρξει στο παρελθόν περίοδοι δημοσιονομικής σύσφιξης, αλλά το ονομαστικό δημοσιονομικό έλλειμμα υπερέβη το 3% του ΑΕΠ σε όλα, πλην τριών, από τα τελευταία είκοσι χρόνια, ενώ δεν έχει καταγραφεί πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα από το 2001.
Η Fitch προβλέπει για τη Γαλλία δημοσιονομικό έλλειμμα 5,5% του ΑΕΠ το 2025, κοντά στον στόχο της κυβέρνησης για 5,4% και μειωμένο από το 5,8% του 2024. Ωστόσο, το ποσοστό του 2025 παραμένει υψηλό σε σύγκριση με το προβλεπόμενο διάμεσο έλλειμμα της ευρωζώνης στο 2,7% και το διάμεσο της κατηγορίας «A» που βρίσκεται στο 2,9%.
Ο οίκος προβλέπει κάνει επίσης λόγο για «αβέβαιη πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής» και προβλέπει ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα της Γαλλίας θα παραμείνουν πάνω από 5,0% του ΑΕΠ το 2026–2027. Αυτό περιλαμβάνει την υπόθεση της Fitch για μέτρα προσαρμογής της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ ετησίως, τα οποία θα αντισταθμίσουν το υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης χρέους και την αυξημένη αμυντική δαπάνη.
«Υποθέτουμε ότι οι επικείμενες διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό θα οδηγήσουν σε πιο ήπιο πακέτο δημοσιονομικής προσαρμογής από εκείνο που πρότεινε η απερχόμενη κυβέρνηση, ενώ η αποτυχία ψήφισης προϋπολογισμού πριν από το τέλος του έτους θα μπορούσε να προκαλέσει περίοδο ‘services votés’, κατά την οποία δεν θα μπορούν να εφαρμοστούν νέα μέτρα προσαρμογής», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι αναλυτές του οίκου.
Επιπλέον, η Fitch κάνει λόγο για «δημοσιονομικές ακαμψίες», τονίζοντας ότι το υψηλό φορολογικό βάρος και το υψηλό ποσοστό δομικών δαπανών καθιστούν δύσκολη τη διατηρήσιμη δημοσιονομική προσαρμογή.
Όπως εξηγούν οι αναλυτές του οίκου, ο λόγος φόρων προς ΑΕΠ της Γαλλίας είναι ο υψηλότερος στην ΕΕ, στο 45,6%, έναντι μέσου όρου 40% στην ΕΕ. Αυτό αφήνει περιορισμένα μόνο περιθώρια για περαιτέρω αύξηση φόρων. «Οι προσπάθειες περιορισμού των κοινωνικών δαπανών μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων την τελευταία δεκαετία είχαν περιορισμένα αποτελέσματα και συνάντησαν σημαντική πολιτική και κοινωνική αντίσταση» σημειώνει ο οίκος, προσθέτοντας ότι «παρά τις μειώσεις στις επιδοτήσεις στέγασης και ανεργίας, το εξορθολογισμό των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης και τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, η Γαλλία δυσκολεύεται να μειώσει τις συνολικές κοινωνικές δαπάνες, οι οποίες ανέρχονται στο 32% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου 26% στην ΕΕ».