Η μείωση για το 2025 και μηδενισμός στη συνέχεια του ΕΝΦΙΑ σε οικισμούς κάτω των 1.500 κατοίκων, ακούστηκε σαν μέτρο τοπικής ανάπτυξης και δημογραφικής τόνωσης. Σε δεύτερη όμως σκέψη, ερμηνεύεται μάλλον σαν επίδομα στους συνταξιούχους που μένουν στις περιοχές αυτές... Διότι τα μικρά χωριά, με εξαίρεση αυτά που βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τις πρωτεύουσες των νομών, κατοικούνται στην τεράστια πλειοψηφία τους από συνταξιούχους. Οι νέοι έφυγαν για μεγαλύτερα οικιστικά κέντρα, και όσοι διατηρούν ακόμη την αγροτική τους δραστηριότητα, πηγαινοέρχονται καθημερινά.
Κι όμως το μέτρο αυτό έχει μια ισχυρή ποιοτική διάσταση: επιτέλους κάποιος ενδιαφέρθηκε για τα μικρά και ερειπωμένα αυτά χωριά, που κάποτε στήριξαν την χώρα οικονομικά, κοινωνικά, δημογραφικά! Διότι χρόνια τώρα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η κατ' εξοχήν ύπαιθρος χώρα έμενε στο περιθώριο της ζωής της χώρας. Τα σχολεία σε τέτοιους οικισμούς έκλεισαν, τα μαγαζιά υποβαθμίστηκαν κι έμειναν μόνο τα απολύτως απαραίτητα για τις καθημερινές προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελματικές ανάγκες των κατοίκων: κρεοπωλεία και φούρνοι, κανένα συνεργείο, ίσως μαγαζί με εργαλεία και βασικά είδη σπιτιού.
Μέχρι εκεί! Τα μεγάλα σούπερ μάρκετ, κατάπιαν στην κυριολεξία τα παντοπωλεία και μίνι μάρκετ, οι μεγάλες αλυσίδες λιανεμπορίου, έσβησαν από τον χάρτη όποιους πωλούσαν ηλεκτρικά είδη και ενδύματα και η τεχνολογία σε συνδυασμό με την δημογραφική κατάρρευση έστειλε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τα είδη παιγνιδιών και τα βιβλιοχαρτοπωλεία. Οι παλαιοί εμπορικοί δρόμοι των χωριών, η αγορά όπως την έλεγαν παλαιότερα, έσβησε.
Ο μαρασμός αυτός κρατάει χρόνια πολλά και τίποτα δεν φαίνεται ότι μπορεί να τον σταματήσει.
Ποια αναπτυξιακή διάσταση έχει το μέτρο και ποιον ωφελεί;
Στο καταθλιπτικό αυτό περιβάλλον, η μείωση του ΕΝΦΙΑ, που θα δώσει στους κατοίκους τους περί τα 75 εκατ. ευρώ επιπλέον διαθέσιμο εισόδημα, δεν μπορεί πια να λειτουργήσει αναπτυξιακά. Θα μεταφέρει κάποιος την επιχείρησή του σε ένα μέρος που δεν διαθέτει τίποτε άλλο απλά και μόνο επειδή δεν θα πληρώνει 500 ή 700 ευρώ ΕΝΦΙΑ τον χρόνο; Μάλλον όχι.
Ούτε κάποιος νέος θα επιλέξει να ξεκινήσει τη νέα του ζωή, επειδή στο σπίτι στο χωριό δεν θα πληρώνει ΕΝΦΙΑ, εξοικονομώντας κάποια κατοστάρικα το χρόνο, την ίδια ώρα που θα χρειαζόταν πολύ περισσότερα σε μετακινήσεις προς την γειτονική πόλη. Ούτε κάποιος κάτοικος των χωριών αυτών θα ανέβαλε την μετακίνησή του στη πόλη για να έχουν τα παιδιά του καλύτερα σχολεία, βασικότατη αιτία μετακόμισης, επειδή δεν θα πληρώνει πια ΕΝΦΙΑ.
Άρα ωφελημένοι από την μείωση αυτή είναι οι συνταξιούχοι που ζουν μόνιμα στα χωριά. Αυτοί θα δουν το ετήσιο εισόδημά τους μετά από δύο χρόνια να αυξάνεται κατά 100 ή 200 ή 300 ευρώ. Για ανθρώπους που ζουν με μια αγροτική σύνταξη των 500 ευρώ, δηλαδή 6000 ευρώ το χρόνο, τα 300 ευρώ είναι υπολογίσιμα, αλλά αναπτυξιακό μέτρο δεν το λες.
Αντίθετα, θετικό προβληματισμό θα προκαλέσει το γεγονός ότι επιτέλους η ύπαιθρος ξαναμπαίνει στον αναπτυξιακό σχεδιασμό ως αυτόνομη οντότητα. Μάλιστα σε συνδυασμό με άλλα μέτρα όπως τα 10.000 ευρώ πρώτης εγκατάστασης στον Έβρο, μέτρο που τον πρώτο μήνα εφαρμογής του έχει προκαλέσει 500 αιτήσεις, δημιουργεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον.
Ενήμερος για τα προβλήματα της υπαίθρου ο Πρωθυπουργός
Το πρώτο λοιπόν σημαντικό στοιχείο είναι αυτό που προαναφέρθηκε: επιτέλους κάποιος ενδιαφέρθηκε για εμάς. Το δεύτερο ήταν η απάντηση του Πρωθυπουργού σε δημοσιογράφο της περιφέρειας, ότι ο νότιος Έβρος αναπτύσσεται ραγδαία ενώ ο βόρειος υστερεί κι εκεί πρέπει να δώσουμε τώρα εκεί το βάρος μας. Η απάντηση αυτή μαζί με άλλες αναφορές τοπικού ενδιαφέροντος, έδειξε ότι ο Πρωθυπουργός, είναι καλά διαβασμένος για τα προβλήματα της υπαίθρου, κι αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό. Μέχρι τώρα οι Πρωθυπουργοί μιλούσαν γενικά και αόριστα για τον πρωτογενή τομέα και ελάχιστα για την ύπαιθρο. Αραιά και που αναφερόντουσαν και στην υγεία, αλλά μέχρι εκεί.
Βέβαια μετά από τόσα χρόνια εγκατάλειψης και έμφυτης αμφιβολίας από τους αγρότες, κάποιος κάτοικος του Βορείου Έβρου θα απαντούσε «ναι επειδή πρέπει να ρίξετε το βάρος σε εμάς εδώ, για αυτό μας αφήσατε χωρίς νερό να ποτίσουμε τα χωράφια μας, αφού αργήσατε να κάνετε συμφωνία με την Βουλγαρία!». Εδώ, με μια μικρή φράση, ένας πρώην Πρωθυπουργός είχε δικαιολογήσει παρόμοιες αντιφάσεις μεταξύ δηλώσεων και πράξεων: αυτή είναι η Ελλάδα!
Κι αυτό είναι που περιμένουν οι πολίτες να αλλάξει, θα συμπλήρωνε κάποιος…
Ανάγκη επιτάχυνσης ρυθμών
Αυτό όμως που φάνηκε από την πρωθυπουργική ομιλία, είναι ότι στην Κυβέρνηση υπάρχει μια σχετική ικανοποίηση για τον ρυθμό υλοποίησης των παρεμβάσεων στην επαρχία και τον αγροτικό τομέα. Θα μπορούσε να δεχθεί κάποιος τη αισιοδοξία αυτή, εάν η κατάσταση τόσο στην ύπαιθρο όσο και τον πρωτογενή τομέα ήταν σε κάποιο βιώσιμο επίπεδο. Αλλά δυστυχώς δεν είναι. Τα χωριά δεν μπορούν πια να ανακάμψουν, αφού σε αυτά δεν κατοικούν καθόλου ή ελάχιστοι παραγωγικής ηλικίας κάτοικοι. Από την άλλη οι ανάγκες περίθαλψης και γενικότερης στήριξης των ηλικιωμένων διαρκώς αυξάνονται ποσοτικά και ποιοτικά.
Από την άλλη η δραματική πτώση των πάσης φύσεως εισοδημάτων εξαιτίας της ανύπαρκτης κερδοφορίας της αγροτικής παραγωγής, δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για οικονομική ανάκαμψη. Εάν ζητηθεί από τους σημερινούς αγρότες να επιστρέψουν τα επόμενα δύο χρόνια σε καλλιεργητικό δυναμικό που ήταν προ 5ετίας, θα απογοητευτεί. Τα μισά και πλέον αντλιοστάσια δεν έχουν πια ρεύμα. Τα εργαλεία είναι ασυντήρητα ή και χαλασμένα και συχνά λόγω παλαιότητας η επαναλειτουργία τους κοστίζει πολλά. Τα γεωπονικά μαγαζιά, βρίσκονται σε δυσκολία να πιστώσουν τους πελάτες τους, αφού τα τελευταία δύο χρόνια τα «βερεσέδια» εκτινάχθηκαν.
Άρα, οι ρυθμοί τους οποίους επικαλείται η κυβέρνηση, έχουν να κάνουν με κρατικές παρεμβάσεις, που κι εκεί οι ανάγκες είναι τεράστιες μετά από χρόνια υποεπένδυσης. Συνδυαστικά πάντως, δημόσιοι και ιδιωτικοί πόροι (όχι μόνο οικονομικοί) χρειάζεται να τρέξουν με πολύ υψηλότερους ρυθμούς προκειμένου να αρχίσουν να φαίνονται χειροπιαστά αποτελέσματα.