Ο Ντόναλντ Τραμπ πέρασε μήνες προσπαθώντας να μπλοκάρει την προώθηση ενός νομοσχεδίου που θα υποχρέωνε το υπουργείο Δικαιοσύνης να δημοσιοποιήσει όλα τα αρχεία που σχετίζονται με τον καταδικασμένο δράστη σεξουαλικών εγκλημάτων Τζέφρι Έπσταϊν. Αρχικά το είχε απορρίψει ως «δημοκρατική φάρσα» και είχε κινητοποιήσει τον στενό του κύκλο για να προειδοποιήσει Ρεπουμπλικανούς βουλευτές ότι η υποστήριξη του μέτρου θα θεωρούνταν «εχθρική πράξη». Δεν δίστασε να πραγματοποιήσει προσωπικές τηλεφωνικές παρεμβάσεις, ενώ έστειλε ακόμη και τον υπουργό Δικαιοσύνης και τον διευθυντή του FBI στη Situation Room του Λευκού Οίκου για να πιέσουν μια βουλευτή να αλλάξει στάση.
Παρά τις συντονισμένες προσπάθειες, η στρατηγική του απέτυχε. Η αυξανόμενη πίεση από τη βάση του κόμματος, που απαιτούσε καθολική διαφάνεια, έκανε πολλούς Ρεπουμπλικανούς να συνειδητοποιήσουν ότι η αντίσταση θα έδινε την εντύπωση συγκάλυψης. Έτσι, την Κυριακή το βράδυ, ο Τραμπ έκανε κάτι σπάνιο για τα δεδομένα του: υποχώρησε δημοσίως. Από το Air Force One ανάρτησε μήνυμα στο Truth Social καλώντας τους Ρεπουμπλικανούς να υπερψηφίσουν το νομοσχέδιο, ισχυριζόμενος ότι «δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε».
Αποδυναμώνεται ο Τραμπ;
Η απροσδόκητη μεταστροφή άνοιξε τον δρόμο για ευρεία -ίσως και ομόφωνη- υπερψήφιση του νομοσχεδίου στη Βουλή. Για τον Τραμπ, ο οποίος κατά τους πρώτους μήνες της προεδρίας του κατόρθωνε να επιβάλλει τη βούλησή του στον κομματικό μηχανισμό, το επεισόδιο αυτό ερμηνεύεται από πολλούς ως σημάδι ότι η επιρροή του αρχίζει να παρουσιάζει ρωγμές, σχολιάζουν οι New York Times. Η πτώση των ποσοστών του στις δημοσκοπήσεις, η κόπωση της κοινής γνώμης από τις οικονομικές πιέσεις και οι εντεινόμενες εσωκομματικές τριβές τροφοδοτούν το αφήγημα μιας προεδρίας που δεν διαθέτει πλέον τον ίδιο βαθμό αδιαμφισβήτητου ελέγχου.
Για αρκετούς μήνες, πολλοί Ρεπουμπλικανοί βουλευτές βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Από τη μία πλευρά αντιμετώπιζαν έναν πρόεδρο που απαιτούσε απόλυτη πειθαρχία· από την άλλη, ψηφοφόρους που έβλεπαν τις θεωρίες συνωμοσίας γύρω από τον Έπσταϊν να φουντώνουν και απαιτούσαν πλήρη πρόσβαση στα αρχεία. Η συλλογή 218 υπογραφών για την επίσημη κατάθεση του αιτήματος ανάγκασε την ηγεσία της Βουλής να προχωρήσει σε ψηφοφορία, κάτι που ο Τραμπ δεν κατάφερε να αποτρέψει, παρά τις εντάσεις που προκάλεσε στο παρασκήνιο.
Η αντίδραση του Τραμπ πιθανόν καθορίστηκε και από ένα άλλο στοιχείο: η συνεχιζόμενη άρνησή του να επιτρέψει τη δημοσιοποίηση των φακέλων έκανε πολλούς στο κόμμα να ανησυχούν ότι η στάση του τροφοδοτεί υποψίες πως έχει κάτι να κρύψει. Σύμφωνα με πηγή που γνωρίζει τις συνομιλίες του με Ρεπουμπλικανούς βουλευτές, ο Τραμπ αναγνώρισε ότι η ψήφος υπέρ του μέτρου ήταν αναπόφευκτη και ότι αντιστεκόμενος απλώς θα κατέληγε να χάσει. Έτσι, επέλεξε την πολιτικά αποδεκτή οδό της «ελεγχόμενης υποχώρησης».
Παρά την αλλαγή γραμμής, το ζήτημα παραμένει ανοιχτό: ακόμη κι αν το νομοσχέδιο ψηφιστεί, δεν είναι σαφές αν το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα συμμορφωθεί πλήρως, ενώ ο Τραμπ θα μπορούσε ήδη να είχε διατάξει τη δημοσιοποίηση χωρίς να περιμένει το Κογκρέσο. Το γεγονός αυτό εγείρει ερωτήματα σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις του Λευκού Οίκου.
Παράλληλα, η υπόθεση φέρνει σε δύσκολη θέση και τη Γερουσία. Ο Ρεπουμπλικανός ηγέτης John Thune είχε μέχρι τώρα δείξει απροθυμία να φέρει το νομοσχέδιο σε ψηφοφορία. Ωστόσο, ένα πιθανό ομόφωνο αποτέλεσμα στη Βουλή θα καταστήσει δύσκολη οποιαδήποτε καθυστέρηση στη Γερουσία, όπου αυξάνονται οι πιέσεις -ακόμη και από Δημοκρατικούς όπως η Jacky Rosen -για άμεση προώθηση της διαδικασίας.
Εξαίρεση στον κανόνα
Το επεισόδιο του Έπσταϊν αναδεικνύεται έτσι ως μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις όπου η κοινοβουλευτική δυναμική υπερίσχυσε της επιρροής του Τραμπ. Η ικανότητα ενός μικρού διακομματικού πυρήνα να αξιοποιήσει τους κανονισμούς της Βουλής για να παρακάμψει τις προεδρικές παρεμβάσεις καταδεικνύει ότι, παρά την κυριαρχία του Τραμπ στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, υπάρχουν ακόμη θεσμικές διεξόδους για όσους επιδιώκουν μεγαλύτερη διαφάνεια ή αυτόνομη νομοθέτηση.
Και παρότι ο Τραμπ επιχειρεί πλέον να υποβαθμίσει τη σημασία της υπόθεσης χαρακτηρίζοντάς την «δημοκρατικό πρόβλημα», η πραγματικότητα είναι πως η στροφή του έχει γίνει αντιληπτή ως μια σπάνια πολιτική ήττα — και ως ένδειξη ότι το άλλοτε αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημά του εντός του κόμματος δεν είναι πλέον δεδομένο.