H εκλογή του Δημοκρατικού σοσιαλιστή Ζοχράν Μαμντάνι ως δημάρχου της Νέας Υόρκης, έδειξε ότι οι ψηφοφόροι αναδεικνύουν μια νέα γενιά ηγετών, δίνοντας δυνάμει νέα ενέργεια στο κόμμα των Δημοκρατικών, αν και οι προκλήσεις παραμένουν. Η εσωκομματική διαμάχη μεταξύ κεντρώων και προοδευτικών για την κατεύθυνση του κόμματος παραμένει άλυτη, ενώ ο Μαμντάνι ίσως προσφέρει στον Τραμπ ένα νέο πολιτικό όπλο. Και βεβαίως ένα σημαντικό ερώτημα που προκύπτει είναι πως θα συνεργαστεί με το νέο πολιτικό πρόσωπο η Wall Street.
Η νίκη του Μαμντάνι είναι αποτέλεσμα μιας απίθανης αλληλουχίας γεγονότων, μεταξύ αυτών, μιας τριπλής εκλογικής αναμέτρησης που διέσπασε τους κεντρώους ψηφοφόρους, ενός άτολμου συνόλου υποψηφίων, ενός αποδυναμωμένου εν ενεργεία δημάρχου και της μεταβαλλόμενης κοινής γνώμης για το Ισραήλ. Ήταν, επίσης, αποτέλεσμα της ικανότητάς του να χρησιμοποιήσει με δεξιοτεχνικό τρόπο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να προσεγγίσει νεότερους ψηφοφόρους.
Κατάφερε να εμπνεύσει τους νέους Νεοϋορκέζους, κάτι που δεν είδαμε από τους Δημοκρατικούς το 2024 και είναι κάτι από το οποίο μπορούν να μάθουν και άλλοι πολιτικοί, όπως σημειώνουν πολιτικοί σχολιαστές.
Τι έδειξε το αποτέλεσμα
Aναφανδόν, το αποτέλεσμα έδειξε ότι και οι Ρεπουμπλικανοί αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να βρουν σταθερό βηματισμό όσο ο Τραμπ βρίσκεται στον Λευκό Οίκο, τουλάχιστον σε πολιτείες όπου οι αναμετρήσεις είναι αμφίρροπες. Κάποιοι Ρεπουμπλικανοί υπογράμμισαν πως οι Δημοκρατικοί αποκτούν μεγαλύτερη δυναμική ενόψει των κρίσιμων ενδιάμεσων εκλογών του επόμενου έτους.
«Δεν υπάρχει τρόπος να χρυσώσουμε το χάπι, το αποτέλεσμα είναι πραγματικά αρνητικό για το κόμμα και θα πρέπει να ιδωθεί ως προειδοποιητικό σημάδι», δήλωσε στη WSJ ο Μάικλ ΝτουΧέιμ, πρώην πολιτικός διευθυντής της Εθνικής Επιτροπής των Ρεπουμπλικανών.
Το δίδαγμα, συνέχισε ο ΝτουΧέιμ, είναι πως οι Ρεπουμπλικανοί σε ανταγωνιστικές περιφέρειες πρέπει να χτίσουν μια ανεξάρτητη ταυτότητα από τον Τραμπ, καθώς δεν μπορούν να βασίζονται μόνο στην κινητοποίηση των πιο πιστών του οπαδών, ιδίως όταν αντιμετωπίζουν έναν κεντρώο αντίπαλο που δεν μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί ακραίος.
Οι Ρεπουμπλικανοί, ωστόσο, λένε ότι είναι πολύ νωρίς για να εξαχθούν συμπεράσματα για τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων σε έναν χρόνο από τώρα. Υποστηρίζουν ότι οι πολίτες σύντομα θα αρχίσουν να βλέπουν τα οφέλη των φοροελαφρύνσεων που περιλαμβάνονται στο φορολογικό νομοσχέδιο του Τραμπ και η εκλογή του Μαμντάνι εκθέτει τους Δημοκρατικούς σε κατηγορίες πως είναι υπέρ των φόρων και των δαπανών.
Η συνεργασία με τη Wall Street
Το θέμα τώρα είναι πως θα συνεργαστούν με το νέο δήμαρχο οι εξέχουσες μορφές της χρηματοοικονομικής αγοράς της Νέας Υόρκης, που θεωρούσαν αδιανόητο το ενδεχόμενο μιας δημαρχίας Μαμντάνι και είχαν δαπανήσει εκατομμύρια για να ενισχύσουν άλλους υποψηφίους.
«Το ζήτημα αφορά τη δημόσια ασφάλεια και την ποιότητα ζωής γενικότερα. Αν αυτά κινηθούν προς τη λάθος κατεύθυνση, κάθε εργοδότης θα δυσκολευτεί να προσελκύσει και να κρατήσει καλούς εργαζόμενους», δήλωσε επίσης στη WSJ ο Εντ Σκάιλερ, στέλεχος της Citigroup.
Ο Μαμντάνι, 34 ετών, ανέβηκε γρήγορα από απλός βουλευτής των εξωτερικών συνοικιών στη θέση του δημάρχου της πόλης, εκμεταλλευόμενος τη γενικευμένη αγανάκτηση πολλών Νεοϋορκέζων που αισθάνονται αποκλεισμένοι από το κόστος ζωής. Έχει υποσχεθεί πρόσθετο φόρο 2% στους εκατομμυριούχους και αυξήσεις φόρων στις επιχειρήσεις για να χρηματοδοτήσει δωρεάν συγκοινωνίες, επέκταση της παιδικής μέριμνας και δημοτικά παντοπωλεία.
Τέτοιες πολιτικές δεν άρεσαν καθόλου στη Wall Street. Αρχικά, οι πιθανότητες νίκης του Μαμντάνι θεωρούνταν ελάχιστες, όμως η απρόσμενη νίκη του στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών τον Ιούνιο συγκλόνισε τον χρηματοοικονομικό κόσμο και τον κινητοποίησε. Καθώς η προεκλογική εκστρατεία φούντωνε, εταιρείες όπως η Apollo Global Management και η Citadel παρότρυναν τους υπαλλήλους τους να πάνε να ψηφίσουν. Ο δισεκατομμυριούχος διαχειριστής hedge fund Μπιλ Άκμαν ξόδεψε πάνω από 2 εκατομμύρια δολάρια για να εμποδίσει τον Μαμντάνι, αν και δεν ήταν ο μόνος που διοχέτευσε χρήμα σε υποψηφίους με μικρές πιθανότητες νίκης.
«Ξοδεύει περισσότερα χρήματα εναντίον μου απ’ όσα θα τον φορολογούσα», είπε ο Μαμντάνι για τον Άκμαν σε ένα πρόσφατο podcast. Παραδόξως, ήταν ο Άκμαν εκείνος που προσέφερε κλάδο ελαίας αργά το βράδυ της Τρίτης, δημοσιεύοντας συγχαρητήριο μήνυμα προς τον Μαμντάνι στην πλατφόρμα X: «Τώρα έχεις μια μεγάλη ευθύνη», έγραψε. «Αν μπορώ να βοηθήσω τη Νέα Υόρκη, πες μου πώς».
Ο Άντονι Πομπλιάνο, γνωστός υποστηρικτής των κρυπτονομισμάτων, σχολίασε: «Είναι τρέλα το γεγονός ότι ένας σοσιαλιστής εξελέγη δήμαρχος της χρηματοοικονομικής πρωτεύουσας του κόσμου».
Ανάλογα μελαγχολικές ήταν και οι αντιδράσεις μεταξύ κατασκευαστών και ιδιοκτητών ακινήτων, που αντιτάχθηκαν σθεναρά στις προτάσεις του Μαμντάνι, μεταξύ των οποίων πάγωμα ενοικίων για τα ρυθμιζόμενα διαμερίσματα.
Η Wall Street παραδοσιακά ευημερούσε όταν ευημερούσε και η πόλη. Συνεργασίες μεταξύ χρηματοοικονομικών εταιρειών και του δήμου είχαν βοηθήσει παλαιότερα στην αποκατάσταση των υποδομών και στον καθαρισμό του Central Park.
Οι σχέσεις με τον Τραμπ
Ορισμένοι ανησυχούν για την αστάθεια που μπορεί να προκύψει από τη δυναμική μεταξύ Μαμντάνι και του Αμερικανού προέδρου Τραμπ, ο οποίος την τελευταία στιγμή στήριξε τον βασικό αντίπαλό του, τον πρώην Δημοκρατικό κυβερνήτη Άντριου Κουόμο. Ο Τραμπ έχει απειλήσει με αύξηση της παρουσίας της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) και της Εθνοφρουράς στην πόλη, καθώς και με δέσμευση 18 δισ. δολαρίων ομοσπονδιακών κονδυλίων για έργα υποδομής.
Ο Αντόνιο Βάις, πρώην επικεφαλής επενδυτικής τραπεζικής της Lazard, είπε στη WSJ ότι η σχέση της πόλης με την Ουάσιγκτον είναι πιθανό να αποτελέσει την πιο άμεση πρόκληση.
Σε αντίθεση με πολλούς συναδέλφους του στη χρηματοοικονομική αγορά, στήριξε τον Μαμντάνι, εν μέρει για την έμφαση που δίνει στην προσιτότητα του κόστους ζωής.
Παρά τις εντάσεις, η Νέα Υόρκη είναι η έδρα των κορυφαίων χρηματοοικονομικών ομίλων των ΗΠΑ. Στην Park Avenue του Μανχάταν, η JPMorgan Chase εγκαινίασε πρόσφατα έναν νέο πύργο αξίας 3 δισ. δολαρίων. Ο γεννημένος στο Κουίνς διευθύνων σύμβουλος Τζέιμι Ντάιμον είναι σχεδόν το «πρόσωπο» του εν λόγω κλάδου και δεσμεύτηκε να παραμείνει στη Νέα Υόρκη. Όσοι δεν αντέχουν την «εποχή Μαμντάνι» ίσως κάνουν διαφορετικούς υπολογισμούς.
Ένας από τους χρηματοοικονομικούς παράγοντες που σκέφτεται αν θα μείνει στην πόλη είναι ο Μάικλ Γκόνταρ, διευθύνων σύμβουλος της InterVest Capital Partners, επενδυτικής εταιρείας ακινήτων. Καθώς περπατά προς τη δουλειά του στο Μανχάταν, περνά μπροστά από ένα καταφύγιο αστέγων, όπου, όπως λέει, άνθρωποι κάνουν χρήση ναρκωτικών δημοσίως.
Ένας υψηλότερος φορολογικός λογαριασμός δεν θα τον κάνει να φύγει, αλλά παραμένει σκεπτικός απέναντι στο σχέδιο του Μαμντάνι να δημιουργήσει μια νέα υπηρεσία ψυχικής υγείας και πρόληψης βίας.
Φώτο: Getty Images