Όσοι φορολογούμενοι αμφισβητούν τον τρόπο υπολογισμού του φόρου ακίνητης περιουσίας που τους βεβαιώνει η φορολογική διοίκηση στη βάση των αντικειμενικών αξιών μπορούν να προσφεύγουν δικαστικά και να ζητούν τον υπολογισμό της αξίας της περιουσίας τους στη βάση εκτίμησης ορκωτού εκτιμητή.
Με την απόφαση 86/15 το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε πως ο υπολογισμός του φόρου ακίνητης περιουσίας μπορεί να γίνεται στη βάση όχι των αντικειμενικών αξιών, αλλά στη βάση εκτίμησης ορκωτού εκτιμητή.
Η εν λόγω απόφαση ελήφθη μετά από προσφυγή φορολογουμένου κατά άρνησης της Προϊσταμένης της ΔΟΥ Ψυχικού να δεχθεί ανακλητική δήλωσή της Φόρου Ακίνητης Περιουσίας οικονομικού έτους 2013 και τις περιεχόμενες σε αυτήν επιφυλάξεις.
Το ΣτΕ σε πιλοτική δίκη έκρινε πως εφόσον ο φορολογούμενος ο υποκείμενος σε φόρο ακίνητης περιουσίας, έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει με προσφυγή του στο διοικητικό δικαστήριο το ύψος της αντικειμενικής αξίας του βαρυνόμενου με τον ως άνω φόρο ακινήτου του, ο προσδιορισμός της αγοραίας αξίας του ακινήτου με ορκωτό εκτιμητή -στη βάση δικαστικής απόφασης - δεν αντίκειται στο Σύνταγμα.
Αν και οι αντικειμενικές αξίες αναπροσαρμόσθηκαν προσφάτως σε χαμηλότερα επίπεδα οι αποκλίσεις σε σχέση με τις αγοραίες αξίες παραμένουν. Δεδομένου ότι στους επομένους μήνες θα παρουσιασθεί ο νέος φόρος ακινήτων που θα προβλέπει υψηλότερους συντελεστές φορολόγησης για ακίνητα αντικειμενικής αξίας μεγαλύτερης των 300.000 ευρώ, εκτιμάται πως πολλοί φορολογούμενοι θα αμφισβητήσουν δικαστικά τα εκκαθαριστικά του νέου ΕΝΦΙΑ και θα ζητήσουν να φορολογηθούν στη βάση των πραγματικών (χαμηλότερων) αξιών που ισχύουν στην αγορά και τις οποίες μπορεί να προσδιορίσει ο ορκωτός εκτιμητής.