«Μέτωπο» ανοίγει ο ΣΕΒ με τη ΓΣΕΕ, με αφορμή την τελευταία έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία η μείωση του κόστους εργασίας κατά τα χρόνια της κρίσης δεν μετακυλίστηκε στις τελικές τιμές των προιόντων, ούτε στην διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά κατέληξε στις «τσέπες» των βιομηχάνων.
Οι εκπρόσωποι του βιομηχανικού κόσμου, στο εβδομαδιαίο δελτίο τους, ανέφεραν πως το 2016, οι επενδύσεις στη μεταποίηση ανήλθαν σε 3,1 δισ.ευρώ, που είναι το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 15ετίας, αυξανόμενες με μέσο ετήσιο ρυθμό +15,7% από το 2013 και μετά.
Παράλληλα «κάρφωσαν» τη ΓΣΕΕ καθώς, όπως αναφέρουν, «η εικόνα αυτή, όμως, δεν αναδεικνύεται στη μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ για το κόστος εργασίας και τα περιθώρια κέρδους στα χρόνια των μνημονίων».
«Ακόμη και ο Στάλιν, αναγνωρίζοντας τη σχέση κόστους/τιμής πώλησης των προϊόντων, επέπληττε τους συντρόφους που ήθελαν χαμηλές τιμές στο ψωμί και υψηλές τιμές στο αλεύρι, προκειμένου να ικανοποιήσουν ταυτόχρονα τους εργάτες και τους αγρότες.
Έχει ίσως έλθει η ώρα για το συνδικαλιστικό κίνημα και τους εκπροσώπους του να κάνουν την υπέρβαση και να νοιάζονται και για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων του παραγωγικού και ανταγωνιστικού τομέα της οικονομίας (διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών), που δίνουν διατηρήσιμες και καλές θέσεις εργασίας και αμοιβές στους εργαζόμενους, σε σχέση με την υπόλοιπη οικονομία, και όχι να οδηγούν τις επιχειρήσεις, όπως στο παρελθόν, στην απαξίωση μέσω μαξιμαλιστικών διεκδικήσεων πέραν της κοινής λογικής και του καλώς εννοούμενου συμφέροντος των εργαζομένων», τονίζει η ΣΕΒ.
Ήδη ο Σύνδεσμος έχει θέσει μια σειρά από μη μισθολογικά ζητήματα, πέραν μιας συμφωνίας επί των κατευθυντήριων γραμμών για αποτελεσματικές συλλογικές διαπραγματεύσεις, προς συζήτηση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, που αφορούν στην εποχή μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής το καλοκαίρι του 2018.