Σε παρωχημένα στοιχεία βασίσθηκε η τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, η οποία δόθηκε χθες Δευτέρα στη δημοσιότητα και η οποία μεταξύ άλλων έκανε προβολές για το ύψος των τόκων που καλείται να πληρώσει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.
Οι συντάκτες της έκθεσης παρουσίασαν στοιχεία-σοκ σύμφωνα με τα οποία οι υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου σε πληρωμές τόκων την περίοδο 2021-2016 ανέρχονται στο αστρονομικό ύψος των 84,3 δισ. ευρώ.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, που παρέθεσαν οι εμπειρογνώμονες του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, οι μελλοντικές πληρωμές τόκων διαμορφώνονται ως εξής: 6,5 δισ. ευρώ το 2020, 11 δισ. ευρώ το 2021, 24,5 δισ. ευρώ το 2022, 17,5 δισ. ευρώ το 2023, 13,6 δισ. ευρώ το 2024, 9 δισ. ευρώ το 2025 και 8,6 δισ. ευρώ το 2026.
«Πρόκειται για λάθος», ανέφερε στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος σχολιάζοντας τις εκτιμήσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, για το ύψος των τόκων που καλείται να πληρώσει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με την εφημερίδα, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής οδηγήθηκε σε λανθασμένες εκτιμήσεις, αξιοποιώντας στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρήματος που είχαν μεταβιβαστεί στη Βουλή το 2014! Έτσι εκτινάσσει τους τόκους στα 84,3 δισ. ευρώ την χρονική περίοδο 2021-2026.
Όπως ανέφερε ήδη από χθες Δευτέρα το Insider.gr, παρουσιάζοντας την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού, το διάστημα Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 2017 χαρακτηρίζεται το «τρίμηνο της εξομάλυνσης» των σχέσεων της Ελλάδος με τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς. Ωστόσο, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού η εξομάλυνση αυτή μπορεί να αποδειχθεί πρόσκαιρη αν υπάρξουν δυσκολίες στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων.
Στην έκθεση αναφέρεται πως το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής τελειώνει τον Αύγουστο 2018 και πως ο γενικός στόχος της κυβέρνησης είναι να πετύχει «καθαρή έξοδο στις αγορές», δηλαδή να εξυπηρετεί τα δάνεια της χώρας χωρίς τη διακρατική βοήθεια του ESM (και οριακά του ΔΝΤ).
«Πρόκειται για ένα θεμιτό στόχο γιατί, αν επιτευχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος εποπτείας που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει και τον δρόμο για ελάφρυνση του χρέους», σημειώνεται σχετικά και προστίθεται πως η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι θέλει να ολοκληρώσει την τρίτη αξιολόγηση το αργότερο ως το τέλος του έτους ώστε να προχωρήσει ομαλά η εφαρμογή του τρίτου προγράμματος προσαρμογής.
Το Γραφείο του Προϋπολογισμού της Βουλής σημειώνει πως αν και η χώρα βγήκε από τη λεγόμενη «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος», ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και ειδικά της ευρωζώνης.
«Η οικονομική διακυβέρνηση της Ε.Ε. και ακόμη περισσότερο της Ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο) περιορίζουν γενικά και σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών- μελών της. Συγκροτούν ένα περιβάλλον αυξημένης αμοιβαίας εποπτείας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις. Εκτός τούτου οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης», τονίζεται στην έκθεση.
Στο ίδιο πλαίσιο αποσαφηνίζεται πως ακόμα και μια «καθαρή» έξοδος στις αγορές δεν συνεπάγεται και έξοδο από κάθε επιτήρηση και πως η πιθανόν αναγκαία προληπτική γραμμή στήριξης και ακόμη περισσότερο τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους θα συνοδεύονται από οικονομική εποπτεία.
Στη βάση αυτή υπενθυμίζεται πως η χώρα έχει δεσμευθεί σε σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018 (πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020 συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ!) και πως στη συνέχεια, η χώρα θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά (και μάλλον ανέφικτα) πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% μέχρι το 2060!
«Μπορεί να διευρυνθεί ο λεγόμενος «δημοσιονομικός χώρος», ουσιαστικά δηλαδή να χαλαρώσει η περιοριστική πολιτική προσαρμογής, αν αναθεωρηθούν οι δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αυτό δεν είναι διόλου βέβαιο», τονίζεται στην έκθεση.
Τέλος, διατυπώνεται η άποψη πως η πλήρης έξοδος στις αγορές, αν επιτευχθεί, θα έχει κόστος, το ύψος του οποίου θα εξαρτηθεί αφενός από τη στάση του ΔΝΤ, αν δηλαδή θα συμμετάσχει ως τότε στο ελληνικό πρόγραμμα ή αν θα αποχωρήσει χωρίς θόρυβο και αφετέρου από τη στάση των ευρωπαϊκών θεσμών, ήτοι από το εάν θα προχωρήσουν στην ελάφρυνση της εξυπηρέτησης του χρέους.