Το 2026 βρίσκει την παγκόσμια αγορά πετρελαίου σε μια φάση αυξημένης ρευστότητας, όπου οι εξελίξεις δεν καθορίζονται από έναν μόνο παράγοντα αλλά από τη συνύπαρξη γεωπολιτικών ισορροπιών, ενεργειακών πολιτικών και οικονομικών πιέσεων. Σήμερα, η τιμή αναφοράς του αργού Brent κινείται γύρω στα 60,6 δολάρια το βαρέλι με βάση τις τρέχουσες συναλλαγές στις διεθνείς αγορές, έναντι υψηλότερων επιπέδων κατά τη διάρκεια του 2025, όταν το βαρέλι είχε φτάσει ακόμα και πάνω από τα 65 δολάρια σε περιόδους έντασης.
Οι προβλέψεις για το 2026 από διεθνείς αναλυτές και οίκους κινούνται σε ένα σχετικά στενό αλλά μεταβλητό εύρος. Η Barclays εκτιμά ότι η μέση τιμή του Brent μπορεί να διαμορφωθεί γύρω στα 65 δολάρια το βαρέλι το 2026, παρά το πλεόνασμα προσφοράς που αναμένεται να συνεχιστεί. Από την άλλη, η Goldman Sachs κάνει μια πιο καθοδική εκτίμηση, βλέποντας τη μέση τιμή του Brent να διαμορφώνεται κοντά στα 56 δολάρια ανά βαρέλι και το WTI στα 52 δολάρια, λόγω της υπερπροσφοράς που διαμορφώνεται στην αγορά.
Άλλες εκτιμήσεις αναλυτών δίνουν μέσες τιμές γύρω στα 57–62 δολάρια ανά βαρέλι για το 2026, αναδεικνύοντας την αβεβαιότητα και την αντίθεση μεταξύ διαφορετικών στρατηγικών.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, το πετρέλαιο παραμένει κρίσιμος παράγοντας για το κόστος μετακινήσεων, μεταφορών και τελικά για την καθημερινότητα των καταναλωτών, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία εισάγει σχεδόν το 100 % του πετρελαίου που καταναλώνει.
- Πετρέλαιο θέρμανσης: Ανησυχία για τις τιμές - Ποιοι νομοί πληρώνουν πιο ακριβά
- Καύσιμα: Οι χώρες με τις φθηνότερες τιμές στον κόσμο και πώς συγκρίνονται με την Ελλάδα
Οι διεθνείς παράγοντες που θα καθορίσουν τις τιμές το 2026
Το βασικό σενάριο των διεθνών αγορών για το 2026 δεν μιλά για ακραίες αυξήσεις, αλλά ούτε και για επιστροφή σε εποχές χαμηλών τιμών. Η παγκόσμια ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί με πιο ήπιους ρυθμούς σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, καθώς η ηλεκτροκίνηση και οι πολιτικές απανθρακοποίησης περιορίζουν την κατανάλωση στα ανεπτυγμένα κράτη, χωρίς όμως να την εξαφανίζουν. Αντίθετα, η Ασία και η Μέση Ανατολή συνεχίζουν να στηρίζουν τη ζήτηση, ιδίως στις μεταφορές και τη βιομηχανία.
Στο σκέλος της προσφοράς, ο ρόλος των μεγάλων παραγωγών παραμένει καθοριστικός. Οι αποφάσεις για περιορισμό ή χαλάρωση της παραγωγής λειτουργούν ως βασικός μηχανισμός σταθεροποίησης ή έντονης μεταβλητότητας των τιμών. Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις σε νέα κοιτάσματα κινούνται με φειδώ, καθώς οι πετρελαϊκές εταιρείες ισορροπούν ανάμεσα στην ανάγκη κερδοφορίας και στις πιέσεις για πράσινη μετάβαση. Αυτό σημαίνει ότι η αγορά παραμένει ευάλωτη σε απρόβλεπτα σοκ, από γεωπολιτικές εντάσεις μέχρι ακραία καιρικά φαινόμενα που επηρεάζουν την παραγωγή και τις μεταφορές.
Το 2026 δεν αναμένεται να είναι χρονιά σταθερότητας με απόλυτους όρους. Οι αγορές θα αντιδρούν ταχύτερα σε ειδήσεις και γεγονότα, γεγονός που αυξάνει τη μεταβλητότητα και περιορίζει την προβλεψιμότητα για κράτη και καταναλωτές. Για τις κυβερνήσεις, αυτό σημαίνει ότι τα καύσιμα παραμένουν ένας ευαίσθητος δείκτης κοινωνικής και οικονομικής πίεσης.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την ελληνική αγορά
Προς το τέλος αυτής της αλυσίδας βρίσκεται η ελληνική αγορά καυσίμων, όπου οι διεθνείς τιμές λειτουργούν ως αφετηρία, αλλά όχι ως ο μοναδικός καθοριστικός παράγοντας. Η τιμή που βλέπει ο καταναλωτής στο πρατήριο επηρεάζεται καθοριστικά από τη φορολογία, τα περιθώρια εμπορίας και το κόστος εφοδιασμού.
Για το 2026, το βασικό σενάριο για την Ελλάδα δείχνει διατήρηση των τιμών σε σχετικά υψηλά επίπεδα, με διακυμάνσεις που θα ακολουθούν τις διεθνείς εξελίξεις. Όπως συνέβαινε μέχρι τώρα, σε περιόδους έντασης ή αυξημένης ζήτησης, οι αυξήσεις θα περνούν γρήγορα στην αντλία, ενώ σε φάσεις αποκλιμάκωσης η μείωση συνήθως θα είναι πιο αργή και περιορισμένη. Η εποχικότητα —ιδίως τους θερινούς μήνες λόγω τουρισμού— αναμένεται να συνεχίσει να παίζει ρόλο, αυξάνοντας την πίεση στις τιμές.
Η τετραετία που άλλαξε την «κανονικότητα» στην αντλία
Η εικόνα της ελληνικής αγοράς τα προηγούμενα χρόνια βοηθά να κατανοηθεί γιατί το 2026 δεν ξεκινά με προσδοκίες ουσιαστικής ανακούφισης. Το 2022 αποτέλεσε σημείο καμπής, με τις τιμές καυσίμων να εκτοξεύονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, καθώς η ενεργειακή κρίση και οι γεωπολιτικές εξελίξεις μεταφέρθηκαν σχεδόν αυτούσιες στην αντλία. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα, τόσο η αμόλυβδη όσο και το πετρέλαιο κίνησης κινήθηκαν σε επίπεδα που δοκίμασαν τις αντοχές νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με τα μέτρα στήριξης να λειτουργούν περισσότερο ως προσωρινό ανάχωμα.
Το 2023 ακολούθησε μια μερική εξομάλυνση. Οι διεθνείς τιμές υποχώρησαν σε σχέση με τα ακραία επίπεδα του 2022, όμως στην Ελλάδα η αποκλιμάκωση αποδείχθηκε περιορισμένη. Η αγορά σταθεροποιήθηκε σε υψηλή βάση, επιβεβαιώνοντας ότι η επιστροφή σε χαμηλότερες τιμές δεν ήταν αυτόματη ούτε δεδομένη.
Το 2024 χαρακτηρίστηκε από μεγαλύτερη σχετική σταθερότητα, χωρίς όμως φθηνά καύσιμα. Οι διακυμάνσεις περιορίστηκαν, αλλά οι τιμές παρέμειναν αισθητά υψηλότερες σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, ενισχύοντας την αίσθηση μιας νέας ενεργειακής κανονικότητας.
Το 2025 λειτούργησε ως χρονιά επιβεβαίωσης αυτής της τάσης. Οι τιμές στα πρατήρια δεν επέστρεψαν στα επίπεδα πριν το 2022, αλλά κινήθηκαν γύρω από έναν υψηλότερο μέσο όρο, ακολουθώντας τις διεθνείς μεταβολές χωρίς ακραίες αιχμές, αλλά και χωρίς ουσιαστική ανάσα για τον καταναλωτή.
Μιλώντας με αριθμούς, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι μετά την κορύφωση της ενεργειακής κρίσης το 2022, οι τιμές καυσίμων στην Ελλάδα ακολούθησαν πορεία αποκλιμάκωσης τα επόμενα χρόνια. Το 2022 η αμόλυβδη βενζίνη είχε φτάσει σε ιστορικά υψηλά, ξεπερνώντας σε αρκετές περιόδους ακόμη και τα 2,3–2,4 ευρώ ανά λίτρο, επίπεδα που επιβάρυναν έντονα νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Το 2024, η μέση τιμή της βενζίνης κινήθηκε αισθητά χαμηλότερα, γύρω στα 1,80 ευρώ ανά λίτρο, ενώ το 2025 καταγράφηκε περαιτέρω αποκλιμάκωση, με τις μέσες τιμές να διαμορφώνονται περίπου στο εύρος των 1,68–1,75 ευρώ ανά λίτρο, ανάλογα με την περίοδο και την περιοχή. Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνει ότι, παρότι τα καύσιμα στην Ελλάδα παρέμειναν ακριβά σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο λόγω φορολογίας, τα επίπεδα του 2024 και του 2025 ήταν σαφώς χαμηλότερα από τα ακραία ρεκόρ του 2022.
Σε αυτό το περιβάλλον, το 2026 δεν προδιαγράφεται ως χρονιά ανατροπής, αλλά ως συνέχεια μιας τετραετίας όπου οι τιμές στα καύσιμα στην Ελλάδα καταγράφουν πιο άμεσες αυξήσεις ως απόκριση στα διάφορα ερεθίσματα σε σχέση με το ρυθμό που αποκλιμακώνονται σε αντίστροφες καταστάσεις. Η σύγκριση της περιόδου 2022–2025 δείχνει ότι ακόμη και αν οι διεθνείς τιμές παραμείνουν υπό σχετικό έλεγχο, η ελληνική αντλία δύσκολα θα επιστρέψει σε χαμηλά επίπεδα, επιβεβαιώνοντας ότι το κόστος της ενέργειας έχει αποκτήσει πλέον δομικό χαρακτήρα.