Το 2025 αναμένεται να αποτελέσει ένα ακόμη έτος αιχμής για την πιστωτική επέκταση των ελληνικών τραπεζών, με μεγαλύτερη κινητικότητα τόσο προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις όσο και προς τα νοικοκυριά, όπως καταγράφει στην ενδιάμεση έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας η Τράπεζα της Ελλάδος.
Στο δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των τραπεζικών δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) διαμορφώθηκε στο 16%, σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με το 2024, όταν είχε φτάσει στο 8,5%. Παρά την εντυπωσιακή αυτή αύξηση, η μηνιαία καθαρή ροή δανείων προς τις επιχειρήσεις παρουσίασε μια μικρή υποχώρηση, φτάνοντας τα 438 εκατ. ευρώ από 557 εκατ. ευρώ πέρσι.
Η εικόνα διαφοροποιείται ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων. Τα δάνεια προς μεγάλες εταιρείες, που αποτελούν τα δύο τρίτα της ακαθάριστης ροής, μειώθηκαν κατά 32,3%. Αντίθετα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παρουσίασαν αύξηση 11,2%, φτάνοντας τα 502 εκατ. ευρώ. Η τάση αυτή δείχνει ότι οι τράπεζες στρέφονται σε πιο ευέλικτες και μικρότερες χρηματοδοτήσεις, οι οποίες συχνά συνοδεύονται από ευέλικτες πιστωτικές γραμμές, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 15%, φτάνοντας τα 1,4 δισ. ευρώ.
Η ανάκαμψη της πιστωτικής δραστηριότητας συνδέεται τόσο με την αυξημένη ζήτηση από τις επιχειρήσεις όσο και με την προσφορά. Η μείωση των τραπεζικών επιτοκίων και η βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας ενισχύουν τη ζήτηση, ενώ οι τράπεζες άντλησαν σημαντικά κεφάλαια από καταθέσεις πελατών, τη διατραπεζική αγορά του εξωτερικού και την έκδοση ομολόγων. Παράλληλα, η άντληση ρευστότητας από το Ευρωσύστημα περιορίστηκε σημαντικά, φέρνοντας το υπόλοιπο δανεισμού από αυτό πεδίο σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Σημαντική στήριξη στη χορήγηση δανείων προς τις επιχειρήσεις προσέφεραν και τα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας, όπως αυτά της ΕΤΕπ και της ΕΑΤ, αλλά και τα δάνεια στο πλαίσιο του RRF. Τα προγράμματα αυτά όχι μόνο αυξάνουν τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων, αλλά μειώνουν και τον πιστωτικό κίνδυνο των τραπεζών, διευκολύνοντας την πρόσβαση στις χρηματοδοτήσεις. Στην πράξη, μια μικρομεσαία επιχείρηση με αναπτυξιακά σχέδια μπορεί πλέον να συνδυάσει τραπεζική χρηματοδότηση με εγγυοδοσία, μειώνοντας το κόστος δανεισμού και ενισχύοντας την επενδυτική της δραστηριότητα.
Αναθερμαίνεται η ζήτηση για δάνεια από νοικοκυριά...
Στα νοικοκυριά, αρχίζουν να διαφαίνονται θετικά δείγματα. Για πρώτη φορά μετά τον Οκτώβριο του 2010, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τραπεζικών δανείων γύρισε σε θετικό πρόσημο, με μέσο όρο 0,3% για το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου, έναντι -1,1% το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Τα καταναλωτικά δάνεια αυξήθηκαν σε 159 εκατ. ευρώ τον μήνα από 144 εκατ. ευρώ, ενώ τα στεγαστικά δάνεια σε 163 εκατ. ευρώ από 112 εκατ. ευρώ. Η αύξηση αυτή αντανακλά την ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης, την ενίσχυση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και την αυξημένη ζήτηση για αγορά ή ανακαίνιση κατοικίας.
Το πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ» συνέβαλε καθοριστικά στην αναθέρμανση των στεγαστικών δανείων. Σε συνέχεια του πρώτου προγράμματος, οι τράπεζες συγχρηματοδοτούν δάνεια με δημόσιους πόρους και κεφάλαια από τον RRF, συνολικού ύψους 2 δισ. ευρώ. Το αποτέλεσμα είναι περισσότερες επιλογές για τα νοικοκυριά και καλύτερο κόστος χρηματοδότησης, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για σταθερή ανάκαμψη της στεγαστικής πίστης.
Συνολικά, η εικόνα της τραπεζικής αγοράς στην Ελλάδα δείχνει ότι η πιστωτική επέκταση συνεχίζει δυναμικά. Η συνδυαστική δράση της αυξημένης ζήτησης, της βελτίωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των υποστηρικτικών προγραμμάτων δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου τόσο οι επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια για επενδύσεις και κατανάλωση. Παράλληλα, η στήριξη αυτή ενισχύει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, αναδεικνύοντας τον κρίσιμο ρόλο του τραπεζικού συστήματος στην επανεκκίνηση των επενδύσεων και της κατανάλωσης.
Με δεδομένα τα στοιχεία αυτά, το 2025 φαίνεται πως θα κλείσει δυναμικά σε επίπεδο πιστωτικής επέκτασης. Η δυναμική των τραπεζών συναντά την ανάγκη επιχειρήσεων και νοικοκυριών για χρηματοδότηση, δημιουργώντας προοπτικές ανάπτυξης και σταθερότητας για την οικονομία συνολικά.
Όπως αναφέρεται στην ενδιάμεση έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το 2025-2026, η προβλεπόμενη άνοδος του ΑΕΠ, σε συνδυασμό με χαμηλότερο επίπεδο επιτοκίων στα τραπεζικά δάνεια από ό,τι τα αμέσως προηγούμενα έτη εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να στηρίζουν τη χορήγηση τραπεζικών πιστώσεων προς τις ΜΧΕ. Επίσης, η απορρόφηση δανειακών πόρων στο πλαίσιο του RRF δεν αποκλείεται να ενισχυθεί περαιτέρω την εν λόγω διετία. Τέλος, τα χρηματοδοτικά προγράμματα της ΕΤΕπ και της ΕΑΤ αναμένεται να συνεχίσουν να συμβάλλουν στη διοχέτευση τραπεζικών επιχειρηματικών πιστώσεων.