Ιδιαίτερη σύνεση στην αύξηση αμυντικών δαπανών ζητά το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο στην νέα του έκθεση για την ελληνική οικονομία. Κινούμενο στο ίδιο μήκος με την απόφαση του Συμβουλιου της ΕΕ η οποία επιτρέπει μεν την ευελιξία στην άνοδο δαπανών αλλά και καθιστά σαφές πως λόγω της εκτιμώμενης επιβάρυνσης κατά 1,8% του ΑΕΠ στο χρέος έως το τέλος του 2028 «θα απαιτηθεί πιθανώς πρόσθετη δημοσιονομική προσαρμογή» στη συνέχεια «ώστε να καλυφθούν οι απαιτήσεις του δημοσιονομικού πλαισίου».
Πάντως το ΕΔΣ στην ανάλυση κινδύνων και προοπτικών περιγράφει τα ανοικτά εγχώρια μέτωπα και τους διεθνείς κινδύνους, αλλά δεν αποκλείει και ευχάριστες εξελίξεις: μιλά για πιθανό «μαξιλάρι» για «στοχευμένες αναπτυξιακές και κοινωνικές παρεμβάσεις» από την ψηφιοποίηση της φορολογικής διοίκησης και τη συγκράτηση των φορολογικών δαπανών
Οι αμυντικές δαπάνες
Αναλυτικά στην εαρινή του έκθεση το Δημοσιονομικό συμβούλιο αναφέρει για το θέμα πως «δεδομένου ότι η Ελλάδα διατηρεί το υψηλότερο ποσοστό δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ στην ευρωζώνη, απαιτείται ιδιαίτερη δημοσιονομική σύνεση, ιδίως όσον αφορά τη δομή και την αποτελεσματικότητα των αμυντικών δαπανών». Προσθέτει πως «η όποια ευελιξία θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί με προσοχή, ώστε να αποφευχθεί η υπονόμευση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους την περίοδο ενεργοποίησης της εθνικής ρήτρας διαφυγής (2025-2028)».
Εξηγεί πως η εθνική ρήτρα διαφυγής, όπως προβλέπεται στον Κανονισμό (ΕΕ) 2024/1263, παρέχει μια δικαιολογημένη δυνατότητα απόκλισης από την εγκεκριμένη πορεία των καθαρών δαπανών. Αυτό κρίνεται απαραίτητο λόγω της αυξημένης γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Οι κανονισμοί της ΕΕ δίνουν πλέον αυτή τη δυνατότητα σε «εξαιρετικές περιστάσεις εκτός του ελέγχου του κράτους μέλους με σημαντικό αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά του, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική βιωσιμότητα μεσοπρόθεσμα», εξηγεί το Δημοσιονομικό Συμβούλιο και αναγνωρίζει ότι «η σημαντική δημοσιονομική επιβάρυνση που προκύπτει από τις υφιστάμενες ή/και προγραμματισμένες αμυντικές δαπάνες πληρεί τα κριτήρια μιας τέτοιας έκτακτης περίστασης» στην Ελλάδα. Αναφέρει πως οι αμυντικές δαπάνες ανήλθαν στο 2,7 % του ΑΕΠ το 2021, στο 2,6 % του ΑΕΠ το 2022 και στο 2,2 % του ΑΕΠ το 2023.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΥΠΕΘΟ που ενσωματώνει το ΕΔΣ, οι αμυντικές δαπάνες προβλέπεται να ανέλθουν στο 2,2 % του ΑΕΠ το 2024 και σε 2,3% το 2025. Οι προβλέψεις για την πορεία τους έως το 2028 εμπεριέχονται και στην εγκύκλιο για το νέο πολυετή προϋπολογισμό.

Οι δημοσιονομικές προκλήσεις
ΤΟ ΕΔΣ αναφέρει στην έκθεση και τις δημοσιονομικές προκλήσεις. Εκτιμά πως παρά τη σημαντική πρόοδο στην δημοσιονομική εξυγίανση, «οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι παραμένουν παρόντες και συνδέονται άμεσα με το ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον, την αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές και τις αποκλίνουσες τάσεις στις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες». Οι προβλέψεις για το 2025 τελούν υπό διαρκή αναθεώρηση, καθώς εξαρτώνται από την επιβεβαίωση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών σεναρίων.
Η διατήρηση των τιμών ενέργειας και τροφίμων σε αυξημένα επίπεδα συνεχίζει να προκαλεί πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημα και να δημιουργεί εν δυνάμει υπερβάσεις στις πρωτογενείς δαπάνες, κυρίως στους τομείς των κοινωνικών παροχών και των αμοιβών στο δημόσιο τομέα.
Παράλληλα, η επιβάρυνση από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, η επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος (γήρανση πληθυσμού, μείωση ενεργού εργασιακού δυναμικού), καθώς και ενδεχόμενες δικαστικές υποθέσεις με δημοσιονομικό αντίκτυπο (όπως αυτές κατά της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου) συνιστούν μεσομακροπρόθεσμους παράγοντες αβεβαιότητας, επισημαίνει.
Αναφέρεται σε «διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας» όπως χαμηλή παραγωγικότητα, περιορισμένη εξωστρέφεια, υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων και παραμένουσα ανεργία, που «ενισχύουν την ανάγκη για συνεπή και συνετή δημοσιονομική πολιτική».
Πιθανό «μαξιλάρι» από την ψηφιοποίηση της φορολογικής διοίκησης και τη συγκράτηση των φορολογικών δαπανών
Ωστόσο, θετικές προοπτικές διαγράφονται μέσω της αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, ιδιαίτερα του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΕΣΑΑ), αλλά και της ενίσχυσης των εσόδων από την αναβάθμιση των μηχανισμών φορολογικής συμμόρφωσης, επισημαίνει. Μάλιστα εκτιμά πως «η περαιτέρω ψηφιοποίηση της φορολογικής διοίκησης, σε συνδυασμό με τη συγκράτηση των φορολογικών δαπανών, ενδέχεται να επιτρέψει την υπέρβαση των στόχων εσόδων και να δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο για στοχευμένες αναπτυξιακές και κοινωνικές παρεμβάσεις».
Οι πρωτογενείς δαπάνες εκτιμάται ότι θα παραμείνουν υπό έλεγχο, εν μέρει λόγω της ευρωπαϊκής συγχρηματοδότησης και της συγκράτησης παροχών, ιδίως μετά τη λήξη του προγράμματος Ελλάδα 2.0 το 2026. Ωστόσο αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχουν ενισχυμένες αβεβαιότητες ο οποίες σχετίζονται με τις δημοσιονομικές προκλήσεις από τη γήρανση του πληθυσμού και τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων. Η διατήρηση διαρθρωτικών πρωτογενών πλεονασμάτων, όπως προβλέπεται στο νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα του χρέους, ιδίως για οικονομίες με υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ, όπως η Ελλάδα.
Επιπλέον, εκτιμά πως η ενσωμάτωση εθνικών δημοσιονομικών κανόνων, προσαρμοσμένων στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, μπορεί να ενισχύσει την αξιοπιστία της πολιτικής, να εξασφαλίσει δημοσιονομική πειθαρχία και ταυτόχρονα να στηρίξει τη μακροοικονομική σταθερότητα. Η μετάβαση από εξωτερικά επιβαλλόμενες πολιτικές σε ένα ενδογενώς διαμορφωμένο και θεσμικά κατοχυρωμένο πλαίσιο, αποτελεί στρατηγική επιλογή για τη νέα εποχή δημοσιονομικής διακυβέρνησης, συνδέοντας τη βιωσιμότητα του χρέους με την ανθεκτικότητα και την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας, καταλήγει το ΕΔΣ.