Για θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2024-2025, με ανάπτυξη του ΑΕΠ που ξεπερνά τον μέσο όρο της ευρωζώνης, σταθερή μείωση της ανεργίας και ενίσχυση της δημοσιονομικής εικόνας, κάνει λόγο το Δημοσιονομικό Συμβούλιο στην εαρινή του έκθεση, τοποθετώντας τον ρυθμό ανάπτυξης για το σύνολο του 2025 μεταξύ 2,1 και 2,3%. Επισημαίνει ότι τα θετικά αποτελέσματα στηρίζονται κυρίως στην ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης και την αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων.
Στα βασικά σημεία που απαιτούν συνεχή επαγρύπνηση, το Συμβούλιο συγκαταλέγει το υψηλό δημόσιο χρέος που, αν και μειώνεται, απαιτεί συνεχή δημοσιονομική πειθαρχία, την ανεργία και τον πληθωρισμό που, παρά τη μείωση, παράμενουν σε υψηλότερα επίπεδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο αλλά, την αντιμετώπιση διαρθρωτικών προκλήσεων όπως η γήρανση του πληθυσμού, η χαμηλή αποταμίευση και παραγωγικότητα, καθώς και τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Οι κινητήριοι μοχλοί της ανάπτυξης
Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3% το 2024 και συνεχίζει την ανοδική του πορεία με 2,2% το πρώτο τρίμηνο του 2025. Για το υπόλοιπο του 2025, η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να μεγεθύνεται με παρόμοιο ρυθμό (μεταξύ 2,1% και 2,3%).
Οι περισσότεροι διεθνείς και εγχώριοι φορείς προβλέπουν για την ελληνική οικονομία μεγέθυνση σε επίπεδα της τάξεως του 2,3% για το 2025. Ειδικότερα, το ΕΔΣ προβλέπει ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα ανέλθει περίπου στο 2,35%, ελαφρώς πιο αισιόδοξο από τις εκτιμήσεις του ΥΠΕΘΟ (2,3%). Αντίστοιχες προβλέψεις παρουσιάζουν και η Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Κινητήριοι μοχλοί, σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, είναι η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Η θετική αυτή πορεία ενισχύεται από τη σημαντική συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), από το οποίο έχουν αντληθεί άνω των 21 δισ. ευρώ έως τον Ιούνιο του 2025, ενώ υπολείπονται μέχρι το τέλος του 2026 να αντληθούν αλλά 14,61 δισ. ευρώ, περίπου. Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο σημειώνει ότι η απορρόφηση των κονδυλίων από το ΤΑΑ είναι αναγκαίο να επιταχυνθεί και ακολούθως να αναλυθούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των επενδύσεων του ΤΑΑ για να αξιολογηθεί η αποδοτικότητα τους και το πολλαπλασιαστικό τους αποτέλεσμα στην οικονομία.
Παράλληλα, η ανεργία υποχωρεί σταδιακά, με το ποσοστό να προβλέπεται στο 9,7% το 2025, ενώ ο πληθωρισμός μειώθηκε στο 3% το 2024 – όμως, και τα δύο παραμένουν υψηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.

Η πορεία αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους σαν ποσοστό του ΑΕΠ, με τη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των χωρών της ΕΕ το 2024, χάρη στην ισχυρή ανάπτυξη και το πρωτογενές πλεόνασμα, αποτελεί θετικό στοιχείο. Παρά την πρόοδο, το ελληνικό χρέος παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ, επιβάλλοντας τη συνέχιση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.
Το Συμβούλιο επισημαίνει και την ισχυρή δημοσιονομική απόδοση το 2024, με πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ και συνολικό πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ. Οι δημοσιονομικές προοπτικές για το 2025 παραμένουν θετικές, με την Ετήσια Έκθεση Προόδου 2025 να προβλέπει τη συνέχιση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Η Ελλάδα διατηρεί συμμόρφωση με τους νέους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, ενώ η αύξηση των αμυντικών δαπανών και οι δομικοί κίνδυνοι (γήρανση πληθυσμού, χαμηλή αποταμίευση, χαμηλή παραγωγικότητα και ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχο σών συναλλαγών) παραμένουν προκλήσεις. Τα θετικά αποτελέσματα στηρίζονται κυρίως στην ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης και ως εκ τούτου την αύξηση των φορολογικών εσόδων αλλά και στην αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων.
Οι προκλήσεις
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο επισημαίνει ότι η τρέχουσα περίοδος χαρακτηρίζεται από αυξημένη αβεβαιότητα λόγω των συνεχιζόμενων γεωπολιτικών εντάσεων, στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, αλλά και λόγω της ασάφειας στο διεθνές εμπόριο. Η ελληνική οικονομία καλείται να ισορροπήσει τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες με την ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, δίνοντας έμφαση στις τεχνολογίες αιχμής, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, οι οποίες αποτελούν κινητήριο δύναμη για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Με τη σειρά της, η ανάπτυξη αυτή θα επιτρέψει τη βιώσιμη αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων, τη διεύρυνση της δυνατότητας χρηματοδότησης κοινωνικών πολιτικών, καθώς και τη μείωση του υψηλού ποσοστού του δημοσίου χρέους.
Παράλληλα, η συνέχιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και η στρατηγική μείωσης του χρέους παραμένουν ζωτικής σημασίας για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και την περεταίρω ενίσχυση της εμπιστοσύνης των αγορών.
Δείτε την έκθεση