Όταν έχεις υψηλό χρέος, ακόμη και αν συνεχίζεις να το απομειώνεις με εντυπωσιακότατο ρυθμό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας (μείωση κατά 9,3% του ΑΕΠ σε έναν μόνο χρόνο με τη βοήθεια των πλεονασμάτων, της ανάπτυξης, αλλά και του… πληθωρισμού), δεν υπάρχει τσάμπα. Όλα πρέπει να προσμετρούνται, όλα έχουν το αντίτιμό τους και έρχεται η ώρα του λογαριασμού. Για κράτη όπως η Ελλάδα το μόνο «ανώδυνο» μέσο για να αυξηθούν οι δαπάνες είναι οι επιδοτήσεις των Βρυξελλών που, σύμφωνα με την πρώτη πρόταση για την νέα 7ετία που ξεκινά μετά το 2028, θα είναι πιο λίγες από αυτές που τώρα απολαμβάνουμε: δεν θα υπάρχει Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ από το ΕΣΠΑ και από την ΚΑΠ θα παίρνουμε λιγότερα και με δραστικά διαφορετικούς όρους.
Όσο για τις αμυντικές δαπάνες και την ευελιξία που δόθηκε προσφάτως από το Συμβούλιο της ΕΕ (μπορούμε να αυξήσουμε τις δαπάνες μας κατά το ποσό που αναλογεί στην επιπλέον άνοδο αμυντικών δαπανών), υπάρχουν όρια. Δεν είναι τσάμπα αυτή η ευελιξία που θα ισχύει έως και το 2028, γιατί μετά μπορεί να πρέπει να γίνουν επιπλέον κινήσεις για το «νοικοκύρεμα» των δημοσιονομικών και αυτές οι κινήσεις είναι απίθανο να έρθουν από το αμυντικό πεδίο.
Τι λέει η απόφαση που προ ημερών εγκρίθηκε από το Συμβούλιο; Επιτρέπει στην Ελλάδα να αποκλίνει από τους μέγιστους ρυθμούς αύξησης των καθαρών δαπανών που ορίζουν οι νέοι κανόνες της ΕΕ την περίοδο 2025-2028 έως κατά 1,5%. Το ποσοστό θα ισούται με την αύξηση των αμυντικών δαπανών (ως ποσοστό του ΑΕΠ) από το 2024 και μετά.
Για τη «τσέπη» μας, αυτή η απόφαση σημαίνει πως το 2026 που έχουμε άνοδο αμυντικών δαπανών, δημιουργείται το δικαίωμα για επιπλέον άνοδο των συνολικών δαπανών του Προϋπολογισμού κατά 500 εκατ περίπου (πέραν της οροφής που έχει οριστεί από τις Βρυξέλλες). Και έτσι αυξάνεται σε αξία το καλάθι της ΔΕΘ στα 1,5 δισ. ευρώ περίπου, συμπληρώνοντας τον «κουμπαρά της υπεραπόδοσης των φορολογικών εσόδων.
Ο λογαριασμός και η πιθανή πρόσθετη προσαρμογή

Η απόφαση του Συμβουλίου λέει και πως «η ευελιξία αυτή έχει ως στόχο να διευκολύνει τη μετάβαση σε υψηλότερα επίπεδα αμυντικών δαπανών, με την προϋπόθεση ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους». Ωστόσο, εξηγεί και πως αν όλες οι υπόλοιπες παράμετροι παραμείνουν σταθερές, η αύξηση των δαπανών θα οδηγήσει σε υψηλότερο δημόσιο χρέος όταν τελειώσει η περίοδος ευελιξίας. Υπολογίζει μάλιστα την επιβάρυνση σε 1,2% του ΑΕΠ στο έλλειμμα/πλεόνασμα και σε 1,8% του ΑΕΠ στο χρέος. Άρα, «λόγω της ανωτέρω αύξησης θα απαιτηθεί πιθανώς πρόσθετη δημοσιονομική προσαρμογή μετά την περίοδο ενεργοποίησης της εθνικής ρήτρας διαφυγής, ώστε να καλυφθούν οι απαιτήσεις του δημοσιονομικού πλαισίου».
Η απόφαση αναφέρει επιπλέον πως «η Ελλάδα αναγνωρίζει ότι, στο μέλλον, οι διαρθρωτικά υψηλότερες αμυντικές δαπάνες ενδέχεται να απαιτήσουν πολιτικές για τη διατήρηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς κανόνες μεσοπρόθεσμα». Αλλά εκτιμάται πως «η περιορισμένη προβλεπόμενη αύξηση του ελλείμματος και των επιπέδων χρέους λόγω της εθνικής ρήτρας διαφυγής, σε συνδυασμό με τη δέσμευση των αρχών να υλοποιήσουν την απαραίτητη προσαρμογή ώστε να καλυφθούν όλες οι απαιτήσεις του δημοσιονομικού πλαισίου στον επόμενο γύρο σχεδίων, εξασφαλίζει ότι θα διατηρηθεί μεσοπρόθεσμα η δημοσιονομική βιωσιμότητα».
Καθώς λοιπόν η πλειοδοσία σεναρίων για το καλάθι της ΔΕΘ έχει αρχίσει, έχει σημασία να έχουμε κατά νου πως δεν είναι τσάμπα οι ευελιξίες, όλα είναι μετρημένα και τούτο φαίνεται όσο παράλληλα γράφεται ο πολυετής προϋπολογισμός έως και το 2029. Θα πρέπει να συνεχίσουμε να υπεραποδίδουμε δημοσιονομικά όχι μόνο για να μοιράζεται μέρισμα στην κοινωνία και στην επιχειρηματικότητα αλλά και για να μην χρειασθεί «πρόσθετη προσαρμογή». Γιατί πάμε μεν καλά αλλά υπάρχουν μέτωπα: υπάρχουν διεθνείς τριγμοί και ασάφεια, ο τουρισμός αρχίζει να δείχνει πως δεν είναι εφικτό χωρίς παρεμβάσεις που θα του δώσουν νέα δυναμική να σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, η μείωση της φοροαποφυγής/φοροδιαφυγής πλέον οδεύει προς το «σκληρό πυρήνα» που καθιστά την μάχη πιο δύσκολη και, κυρίως, μετά το 2026 τα «τσάμπα» λεφτά των κοινοτικών επιδοτήσεων μειώνονται δραστικά. Πάμε λοιπόν προς μία νέα πραγματικότητα, με πολύ καλά «εφόδια» μεν σε όρους επιδόσεων, αλλά και με πολλά ανοικτά μέτωπα που απαιτούν άμεση χάραξη πολιτικής άμυνας και στο πεδίο της οικονομίας.
