Τους παράγοντες που ενίσχυσαν τη δημοσιονομική αξιοπιστία της Ελλάδας περιγράφει η Alpha Bank στο τελευταίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, προτείνοντας παράλληλα τρόπους αξιοποίησης του δημοσιονομικού χώρου.
Όπως επισημαίνουν οι αναλυτες, η πρόσφατη αναβάθμιση των προοπτικών (outlook) από σταθερές σε θετικές από τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch (ΒΒΒ-) έρχεται να προστεθεί σε μία σειρά από αναβαθμίσεις που έχουν λάβει χώρα τους τελευταίους μήνες, με αποτέλεσμα το αξιόχρεο της ελληνικής Δημοκρατίας να κατατάσσεται πλέον εντός της επενδυτικής βαθμίδας από όλους τους κύριους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για τις αναβαθμίσεις είναι η συνεχής βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας.
Συγκεκριμένα, το 2024 η Ελλάδα πέτυχε το τέταρτο υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4,8% του ΑΕΠ), επανήλθε για πρώτη φορά μετά το 2020 σε πλεόνασμα στο συνολικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ), συμπεριλαμβανομένων τόκων (1,3% του ΑΕΠ), ενώ ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες (153,6% του ΑΕΠ). Επιπρόσθετα, για το 2025 έχουν αναθεωρηθεί επί τα βελτίω οι δημοσιονομικοί στόχοι καθώς σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών[ Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας Και Οικονομικών, «Annual Progress Report 2025», Απρίλιος 2025.] το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 3,2% του ΑΕΠ, έναντι 2,4% που περιλαμβάνονταν στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2025, ενώ αντίστοιχα το πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης θα διαμορφωθεί στο 0,1% του ΑΕΠ (έναντι -0,6%) και το δημόσιο χρέος στο 145,7% του ΑΕΠ. Σημειώνεται ότι, βάσει των τελευταίων διαθέσιμων στοιχείων[ Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας Και Οικονομικών, Γενικό Λογιστήριο Του Κράτους, «Δελτίο Μηνιαίων Στοιχείων Γενικής Κυβέρνησης», Μάρτιος 2025.], το ενοποιημένο πρωτογενές πλεόνασμα της ΓΚ το πρώτο τρίμηνο του 2025 διαμορφώθηκε σε Ευρώ 4,3 δισ., έναντι Ευρώ 2 δισ. το ίδιο διάστημα του 2024.

Η διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων εν μέσω ενός ασταθούς εξωτερικού περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του χρέους (χαμηλά και σταθερά επιτόκια, μεγάλη ληκτότητα, χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες), την ενεργητική διαχείρισή του μέσω των πρόωρων αποπληρωμών μέρους αυτού και το υψηλό ταμειακό απόθεμα ενισχύουν τη δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας καθιστώντας την του πρώτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Παράλληλα, η υπεραπόδοση των εσόδων της Γενικής Κυβέρνησης και η δημιουργία δημοσιονομικού χώρου είχαν ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση νέων μέτρων εντός του τρέχοντος έτους συνολικού ύψους 1,1 δισ. ευρώ, με στόχο την ενίσχυση του εισοδήματος, των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και των επενδύσεων, αλλά και την αντιμετώπιση του στεγαστικού ζητήματος. Συνοπτικά, τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν: (α) αύξηση του προϋπολογισμού του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατά 500 εκατ. ευρώ ετησίως, με στόχο την επιτάχυνση της υλοποίησης μεγάλων έργων υποδομών, (β) επιστροφή ενός ενοικίου κατ’ έτος σε οικογένειες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος με εκτιμώμενο ετήσιο κόστος Ευρώ 230 εκατ., (γ) επιδότηση ύψους 250 ευρώ σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων συνταξιούχων με εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, ανασφάλιστων ηλικιωμένων και ατόμων με αναπηρία, συνολικού ύψους 360 εκατ. ευρώ. Πέραν όμως της ενίσχυσης των μεταβιβαστικών πληρωμών είναι αδήριτη ανάγκη να αξιοποιηθεί ο δημοσιονομικός χώρος με ουσιώδη περιστολή του φορολογικού βάρους στη μισθωτή εργασία, ώστε να τονωθούν τα κίνητρα για προσφορά εργασίας, αλλά και του μη μισθολογικού κόστους εργασίας για τις επιχειρήσεις, παράγοντας σημαντικός για τη διαμόρφωση της ζήτησης εργασίας.
Αναλυτικότερα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 153,6% το 2024 έναντι 163,9% το 2023. Μολονότι το εν λόγω ποσοστό εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, η αποκλιμάκωση που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια είναι σημαντική. Συγκεκριμένα, από το 2019, πριν δηλαδή το ξέσπασμα της πανδημίας που επιδείνωσε τα δημοσιονομικά μεγέθη των ευρωπαϊκών κρατών, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά 29,6 ποσοστιαίες μονάδες. Η μείωση αυτή, που είναι η μεγαλύτερη στην ΕΕ-27, ακολουθούμενη από την αντίστοιχη της Κύπρου και της Πορτογαλίας, είναι το αποτέλεσμα υψηλότερων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης σε σύγκριση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους (από το 2021), επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων (από το 2022), αλλά και του υψηλού πληθωρισμού.
Επιπρόσθετα, το πλεόνασμα της ΓΚ πέρασε σε θετικό έδαφος (1,3% του ΑΕΠ) για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα -εξαιρώντας δηλαδή τους καταβληθέντες τόκους- διαμορφώθηκε σε 4,8% ή Ευρώ 11,4 δισ. Το τελευταίο ήταν σημαντικά υψηλότερο σε σύγκριση τόσο με το προηγούμενο έτος (2%) όσο και με την εκτίμηση του Κρατικού Προϋπολογισμού που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο (2,5% του ΑΕΠ). Το πρωτογενές πλεόνασμα της ΓΚ[ ΕΛΣΤΑΤ, «Δημοσιονομικά στοιχεία για την περίοδο 2021-2024», Απρίλιος 2025.] ήταν αποτέλεσμα της σημαντικής ανόδου των εσόδων (+8%), καθώς και οι δαπάνες κατέγραψαν άνοδο αν και πιο ήπια (+2,2%).
Βάσει των στοιχείων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, το 60% της ανόδου των εσόδων της ΓΚ[ Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας Και Οικονομικών, Γενικό Λογιστήριο Του Κράτους, «Δελτίο Μηνιαίων Στοιχείων Γενικής Κυβέρνησης», Δεκέμβριος 2024] προήλθε από τους φόρους. Συγκεκριμένα, οι άμεσοι φόροι αυξήθηκαν κατά 15%, πρωτίστως από φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων, γεγονός που σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη εφαρμοστεί για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Παράλληλα, οι έμμεσοι φόροι κατέγραψαν ετήσια άνοδο ύψους 6%, προερχόμενη σχεδόν αποκλειστικά από τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας. Αντίστοιχα, τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές ήταν περισσότερα το 2024 κατά σχεδόν 10%. Τα αποτελέσματα αυτά συνάδουν με την άνοδο της απασχόλησης κατά 1,8% το 2024 και του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 4,4%, αντίστοιχα, αλλά και με την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση (+2,1%). Σε ό,τι αφορά στις αυξημένες δαπάνες της ΓΚ, αυτές προήλθαν κυρίως από αμοιβές προσωπικού, αγορές αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και μη χρηματοοικονομικών παγίων. Αξίζει να σημειωθεί σε ό,τι αφορά στις αυξημένες αμοιβές προσωπικού, ότι ο Προϋπολογισμός για το 2024 προέβλεπε, μεταξύ άλλων, αυξήσεις των μισθών και των επιδομάτων των δημοσίων υπαλλήλων, για πρώτη φορά μετά την επάνοδο της ελληνικής οικονομίας σε φάση ανάκαμψης.