Σταθερή στο επίπεδο «ΒΒΒ-« διατήρησε την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας ο οίκος Fitch, αναβαθμίζοντας ταυτόχρονα σε «θετικό» το outlook, από «σταθερό» προηγουμένως.
Οι αναλυτές του οίκου επισημαίνουν ότι οι παράγοντες που αξιολόγησαν είναι το μεγάλο πλεόνασμα του προϋπολογισμού, η ταχεία μείωση του δημοσίου χρέους, το συνετό και αξιόπιστο δημοσιονομικό πλαίσιο, το ευνοϊκό προφίλ χρέους και η ανθεκτική ανάπτυξη.
Πιο αναλυτικά, η Fitch σχολιάζει πως το πλεόνασμα 1,3% στον προϋπολογισμό του 2024 και το πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% ήταν άνω των εκτιμήσεών της και αντανακλά δομικές δημοσιονομικές βελτιώσεις, βελτίωση στην είσπραξη φόρων και αυστηρό έλεγχο των δαπανών. Ο οίκος αναμένει πλεονάσματα και το 2025 και το 2026, αν και χαμηλότερα, της τάξης του 1%.
Το πλεόνασμα του προϋπολογισμού, σε συνδυασμό με την πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 2,3% οδήγησαν σε μείωση του λόγου του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες το 2024, στο 154%. Αν και παραμένει σχεδόν τριπλάσιο από τον μέσο όρο των χωρών με αξιολόγηση «BBB» (52%), η μείωση σε σχέση με το peak του 2020 υπερβαίνει τις 50 μονάδες.
«Η Ελλάδα έχει επιτύχει τη μεγαλύτερη μείωση του χρέους στην μεταπανδημική περίοδο» μεταξύ όλων των χωρών που η Fitch τοποθετεί στην επενδυτική βαθμίδα. «Επιπλέον, τα ταμειακά διαθέσιμα παραμένουν υψηλά, στα 36 δισ. ευρώ περίπου (16% του ΑΕΠ), τα οποία επαρκούν για την κάλυψη όλων των ωριμάνσεων χρέους τα επόμενα τρία χρόνια. Ο οίκος εκτιμά ότι η ταχεία αποκλιμάκωση του χρέους θα συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα, με τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ να προσεγγίζει το 120% έως το 2030.
Οι αναλυτές της Fitch σημειώνουν επίσης, μεταξύ άλλων, ότι «τα δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2024 υπογραμμίζουν τη σταθερή δέσμευση της κυβέρνησης στη δημοσιονομική πειθαρχία» και εκτιμούν ότι «η προσήλωση της κυβέρνησης σε μικρά δημοσιονομικά ελλείμματα και στη σταθερή αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη».
Προφίλ χρέους και ανάπτυξη
«Το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους, με μεγάλο μέσο χρόνο ωρίμανσης (19 έτη), προνομιακά επιτόκια και υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, μειώνει σημαντικά τους κινδύνους από την αγορά και λειτουργεί ως ‘μαξιλάρι’ έναντι ενδεχόμενων αναταράξεων στις πιο ευμετάβλητες αγορές ομολόγων» επισημαίνει η Fitch.
Ως προς τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, οι αναλυτές του οίκου εκτιμούν ότι θα παραμείνει πάνω από 2% το 2025 και το 2026, αισθητά υψηλότερα του μέσου όρου της Ευρωζώνης (0,4%).
Σύμφωνα με τη Fitch, «οι άμεσοι κίνδυνοι για την Ελλάδα από τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο είναι περιορισμένοι, καθώς οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αποτελούν μόλις το 4% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών, σημαντικά κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Ωστόσο, ένα ισχυρότερο σοκ στις μεγάλες οικονομίες της Ε.Ε. θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις και στην Ελλάδα».
Ελληνικές τράπεζες
Σχετικά με τον τραπεζικό κλάδο, ο οίκος υπενθυμίζει ότι τον Μάρτιο του 2025 αναβάθμισε κατά μία βαθμίδα την αξιολόγηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, «αντανακλώντας τη βελτίωση του λειτουργικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα και των πιστοληπτικών προφίλ των τραπεζών». Η Fitch αναμένει ότι τα έσοδα από δάνεια και προμήθειες θα συνεχίσουν να αυξάνονται μεσοπρόθεσμα, παρά την πρόσφατη μεταβλητότητα. Εκτιμά επίσης ότι ο βασικός προσανατολισμός των τραπεζών θα παραμείνει εστιασμένος στην εγχώρια αγορά, αν και κάποιες εξαγορές στο εξωτερικό θα ενισχύσουν σε έναν βαθμό τη διεθνή τους παρουσία και θα βοηθήσουν στη διαφοροποίηση των εσόδων.
«Διευρυμένο και επίμονο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών»
Στο μεταξύ, οι αναλυτές της Fitch κάνουν λόγο για «διευρυμένο και επίμονο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών» στο 6,4% του ΑΕΠ το 2024, σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών με αξιολόγηση «BBB» (0,3%) και σχεδόν αμετάβλητο σε σχέση με το 6,2% του 2023».
Όπως εξηγούν, «το εμπορικό έλλειμμα διευρύνθηκε κατά σχεδόν 3 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω της αύξησης των εισαγωγών βιομηχανικών και κεφαλαιουχικών αγαθών» ενώ η θετική επίδραση του τουρισμού ενισχύθηκε μόνο οριακά.
Ο χαμηλός δείκτης αποταμίευσης αποτελεί, σύμφωνα με τη Fitch, τον βασικό λόγο για το υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, ενώ οι πιέσεις αναμένεται να ενταθούν μεσοπρόθεσμα λόγω επενδύσεων που θα εντείνουν τις εισαγωγές. Ωστόσο, η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη μετριάζει τους εξωτερικούς χρηματοδοτικούς κινδύνους και, όπως αναφέρει ο οίκος, δεν αναμένεται να διαταραχθούν οι εισροές κεφαλαίων.