Αύξηση πωλήσεων σε αξία παρουσιάζει ο κλάδος καλλυντικών καθώς και ενίσχυση της εξωστρέφειάς του, σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP CRIF. Η διετία 2022-2023 ήταν μια δύσκολη περίοδος και για τον κλάδο των καλλυντικών, εξαιτίας σημαντικών προκλήσεων όπως η ενεργειακή κρίση, η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, η άνοδος του μεταφορικού κόστους, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι ιδιαίτερα έντονες πληθωριστικές πιέσεις.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τις επιχειρήσεις του κλάδου σε ανατιμήσεις των προϊόντων τους, λόγω της συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους τους. Παράλληλα και οι καταναλωτές δέχονται ιδιαίτερη πίεση καθώς συρρικνώνεται η αγοραστική τους δύναμη. Κύριοι παράγοντες που καθορίζουν τη ζήτηση των καλλυντικών είναι οι τιμές πώλησης των προϊόντων σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, η διάρθρωση του πληθυσμού ανά φύλο και ηλικιακή ομάδα, η εποχικότητα, η διαφημιστική προβολή τους κ.ά.
Σύμφωνα με την Ελένη Δεμερτζή, Senior Manager της Διεύθυνσης Οικονομικών & Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, η εγχώρια παραγωγή καλλυντικών (σε αξία, σε τιμές χονδρικής) παρουσίασε αξιόλογη αύξηση την τελευταία τριετία (2021-2023), καταγράφοντας μέσο ετήσιο ρυθμό 7,7%, μετά την μείωση που υπέστη το 2020 εξαιτίας της πανδημίας. Το μεγαλύτερο μερίδιο στην εγχώρια παραγωγή καλλυντικών, σε όρους αξίας, καταλαμβάνουν διαχρονικά τα προϊόντα περιποίησης δέρματος (προσώπου και σώματος) και ακολουθούν τα προϊόντα περιποίησης μαλλιών.
Όπως επισημαίνει η Μαρία Αργύρη, Consultant της Διεύθυνσης Οικονομικών & Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, η εγχώρια αγορά καλλυντικών επέστρεψε σε θετικούς ρυθμούς μεταβολής τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, τα έτη 2022 και 2023 εκτιμάται αύξηση των συνολικών πωλήσεων με ετήσιο ρυθμό 6% και 8% αντίστοιχα. Οι πωλήσεις των εισαγόμενων καλλυντικών εμφανίζουν επίσης ανοδική τάση τα τελευταία έτη, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς. Από το 2021, παρατηρείται αξιοσημείωτη αύξηση των εξαγωγών καλλυντικών, με μέσο ετήσιο ρυθμό 19% περίπου. Επισημαίνεται όμως, ότι μέρος αυτών αφορά εισαγόμενα είδη τα οποία επανεξάγονται. Για τη διετία 2024-2025 αναμένεται περαιτέρω άνοδος της αξίας της εγχώριας αγοράς καλλυντικών, αλλά με μικρότερο ρυθμό (3%-4%).
Τα προϊόντα περιποίησης δέρματος αποτελούν διαχρονικά την κυριότερη κατηγορία καλλυντικών και εκτιμάται ότι καλύπτουν περίπου το 55% της συνολικής αξίας πωλήσεων, ενώ ακολουθούν τα προϊόντα περιποίησης μαλλιών με 26%. Τα τελευταία έτη υπάρχει αυξημένο καταναλωτικό ενδιαφέρον για καλλυντικά φυσικής προέλευσης, μη δοκιμασμένα σε ζώα, καθώς επίσης και για προϊόντα με βάση το ελαιόλαδο (ιδιαίτερα για καταναλωτές από το εξωτερικό).
Βασικό στοιχείο διαφοροποίησης των εταιρειών του κλάδου αποτελούν τα κανάλια του δικτύου διανομής τους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Κλαδικής Μελέτης της ICAP CRIF, το κανάλι της ευρείας διανομής εκτιμάται ότι κάλυψε περίπου το 48% της συνολικής αξίας της εγχώριας αγοράς καλλυντικών, ενώ ακολουθούν τα φαρμακεία, η επιλεκτική διανομή, τα κομμωτήρια και οι απευθείας πωλήσεις. Όπως επισημαίνει η κ. Αργύρη, παρότι το φυσικό κανάλι παραμένει ισχυρό, όλο και περισσότεροι καταναλωτές στρέφονται στην αγορά καλλυντικών μέσω του διαδικτύου (e-commerce). Οι ηλεκτρονικές πωλήσεις καλλυντικών αποκτούν ιδιαίτερη αξία για τον καταναλωτή, καθώς του προσφέρουν πληθώρα επιλογών και προϊόντων, ταχύτητα στις συναλλαγές και ευελιξία στον τρόπο παράδοσης. Το μερίδιο του εξεταζόμενου καναλιού υπολογίζεται στο 14%-16%.
Στο πλαίσιο εκπόνησης της κλαδικής μελέτης, πραγματοποιήθηκε χρηματοοικονομική ανάλυση του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών και συντάχθηκε ομαδοποιημένος ισολογισμός για την πενταετία 2018-2022 σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 29 επιχειρήσεων. Από την ανάλυση του ομαδοποιημένου ισολογισμού των εν λόγω εταιρειών, προκύπτουν τα εξής: Οι συνολικές πωλήσεις των εταιρειών του δείγματος παρουσίασαν άνοδο την πενταετία εκτός από το έτος 2020/19, λόγω της πανδημίας. Ειδικότερα, το 2022 το σύνολο των πωλήσεων των εξεταζόμενων επιχειρήσεων σημείωσε αύξηση 5,7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Παρόμοια πορεία ακολούθησαν τα συνολικά μικτά κέρδη, καταγράφοντας αύξηση 2,6% το 2022/21. Αντιθέτως, μείωση κατέγραψαν τα κέρδη EBITDA το έτος 2022, έπειτα από συνεχείς αυξήσεις τα προηγούμενα έτη.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ