Σημαντικά κέρδη καταγράφουν όσοι επενδυτές τοποθετήθηκαν στις 29 Ιανουαρίου στο ελληνικό πενταετές ομόλογο λήξης Απριλίου 2024, ύψους 2,5 δισ. ευρώ, που εξέδωσε η Ελλάδα.
Μέσα σε τρεις εβδομάδες η απόδοση του συγκεκριμένου ομολόγου έχει υποχωρήσει κατά 6,34% και διαμορφώνεται στο 3,1%. Η δε τιμή του έχει ανέλθει στο 101,85, από 100,55 όταν ξεκίνησε να διαπραγματεύεται.
Σημειώνεται πως στην εν λόγω έκδοση μετείχαν αρχικά 292 επενδυτές. Εξ αυτών, το 67,5% ήταν διαχειριστές κεφαλαίων, το 19% τράπεζες, το 11% hedge funds και το 2,5% ασφαλιστικά/συνταξιοδοτικά ταμεία.
Σε σχέση με την προέλευση των επενδυτών, το 42% έχει ως έδρα τη Βρετανία, το 13% τις Γερμανία/Αυστρία, το 11% την Ιταλία, το 10,5% την Ελλάδα, το 8,5% έχει έδρα στις ΗΠΑ, το 6% την Γαλλία, το 4,5% έχει έδρα σε σκανδιναβικές χώρες, το 4% εδρεύει σε άλλες χώρες της Ευρώπης και το υπόλοιπο 0,5% εδρεύει σε άλλες χώρες εκτός ΕΕ.
Η πτώση της απόδοσης του εν λόγω ομολόγου δεν οφείλεται μόνον στο γεγονός πως δεν βρίσκεται σε χέρια βραχυπρόθεσμων επενδυτών που συνήθως ρευστοποιούν θέσεις με την πρώτη αναταραχή.
Οφείλεται στο ότι το ελληνικό ρίσκο έχει μειωθεί σημαντικά και κυρίως στο γεγονός πως οι επενδυτές θεωρούν πως διαθέτουν «καθαρό ορίζοντα». Στο τέλος του 2018 η μέση σταθμική υπολειπόμενη φυσική διάρκεια του ελληνικού χρέους ήταν στα 19,7 έτη, ενώ το 90% του Ελληνικού Δημοσίου χρέους ήταν σε σταθερό επιτόκιο.
Δηλαδή οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος είναι τόσο χαμηλές έως το 2032 που παρέχουν ασφάλεια στους επενδυτές να τοποθετηθούν με άνεση σε ομολόγα που ωριμάζουν έως τότε, καθώς γνωρίζουν πως δεν αντιμετωπίζουν κίνδυνο να μην πάρουν πίσω τα λεφτά τους.