Ξεκινά σήμερα στο Παρίσι η δίκη του γαλλικού ομίλου Lafarge με την κατηγορία ότι η συριακή θυγατρική της χρηματοδοτούσε τζιχαντιστικές οργανώσεις, ανάμεσά τους το Ισλαμικό Κράτος, ως το 2014 και ότι παραβίασε τις ευρωπαϊκές κυρώσεις προκειμένου να παραμείνει σε λειτουργία ένα εργοστάσιό της στην εμπόλεμη Συρία.
Εκτός από τη Lafarge, την οποία εξαγόρασε το 2015 η ελβετική Holcim, δικάζονται ο πρώην πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Μπρινό Λαφόν, πέντε πρώην αξιωματούχοι της και δύο Σύροι μεσολαβητές για την εταιρεία, εις βάρος ενός από τους οποίους έχει εκδοθεί διεθνές ένταλμα σύλληψης και θα δικαστεί ερήμην.
Η Lafarge κατηγορείται ότι το 2013 και το 2014 κατέβαλε, μέσω της συριακής θυγατρικής της Lafarge Cement Syria (LCS), πολλά εκατομμύρια ευρώ σε τζιχαντιστικές ομάδες, όπως το Ισλαμικό Κράτος και το Μέτωπο αλ Νούσρα που είχαν χαρακτηριστεί «τρομοκρατικές», προκειμένου να διατηρήσει σε λειτουργία ένα εργοστάσιό της στη Τζαλαμπίγια της βόρειας Συρίας.
Η εταιρεία είχε επενδύσει 680 εκατ. ευρώ για το εργοστάσιο αυτό, η κατασκευή του οποίου ολοκληρώθηκε το 2010, λίγους μήνες προτού ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος στη Συρία.
Σε μια ξεχωριστή υπόθεση που εκδικάστηκε στις ΗΠΑ τον Οκτώβριο του 2022 η Lafarge παραδέχθηκε ότι κατέβαλε σχεδόν 6 εκατ. δολάρια στο ΙΚ και το Μέτωπο αλ Νούσρα προκειμένου υπάλληλοί της, πελάτες και προμηθευτές να περνούν από τα σημεία ελέγχου που είχαν στήσει οι οργανώσεις στην εμπόλεμη Συρία. Καταδικάστηκε σε πρόστιμο 778 εκατ. δολαρίων.
Στη Γαλλία η Lafarge κινδυνεύει να καταδικαστεί να καταβάλει πρόστιμο έως 1,125 εκατομμύριο ευρώ για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Το πρόστιμο που μπορεί να της επιβληθεί για παραβίαση του εμπάργκο είναι πιο βαρύ και ενδέχεται να φτάσει έως και 10 φορές το ποσό της παράβασης που θα καθοριστεί τελικά από το δικαστήριο.
Οι οκτώ κατηγορούμενοι κινδυνεύουν να καταδικαστούν έως και σε 10 χρόνια κάθειρξη.
Την ώρα που άλλες πολυεθνικές εγκατέλειψαν τη Συρία το 2012, η Lafarge απομάκρυνε εκείνη τη χρονιά μόνο τους ξένους υπαλλήλους της από τη χώρα, ενώ το ντόπιο προσωπικό συνέχισε να εργάζεται ως τον Σεπτέμβριο του 2014 όταν το ΙΚ έθεσε υπό τον έλεγχό του το εργοστάσιο.
Οι εργαζόμενοί του στεγάζονταν στην κοντινή πόλη Μάνμπιζ, στη δυτική όχθη του Ευφράτη, τον οποίο αναγκάζονταν να διασχίσουν για να φτάσουν στο εργοστάσιο. Μεταξύ των πληρωμών 3 εκατ. δολάρια φέρονται να καταβλήθηκαν σε τζιχαντιστικές ομάδες προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφαλής τους διέλευση, σύμφωνα με τους εισαγγελείς. Ακόμη 1,9 εκατ. ευρώ καταβλήθηκαν γα την αγορά υλικών από λατομεία που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ΙΚ.
Η Lafarge ελέγχεται επίσης για συνέργεια σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στη Συρία και το Ιράκ σχετικά με τον τρόπο που διατήρησε σε λειτουργία αυτό το εργοστάσιο.
Η δίκη θα διαρκέσει ως τις 16 Δεκεμβρίου.
Οι κατηγορίες
Αντιμέτωπη με κατηγορίες, όπως «χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» και «μη συμμόρφωση προς διεθνείς οικονομικές κυρώσεις», βρίσκεται από σήμερα ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου του Παρισιού η Lafarge.
Επικαλούμενη το κατηγορητήριο, το οποίο - όπως σημειώνει - έχει δει, η γαλλική εφημερίδα Le Monde, αναφέρει ότι οι κατηγορούμενοι, «σε μια λογική επιδίωξης κέρδους για την οικονομική οντότητα που υπηρετούσαν, ή ακόμη και για άμεσο προσωπικό όφελος, οργάνωσαν, επικύρωσαν, διευκόλυναν ή εφάρμοσαν μια πολιτική παροχής χρηματοδότησης σε τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως το συριακό παρακλάδι της Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος, που εδρεύουν γύρω από το εργοστάσιο τσιμέντου στη Τζαλαμπίγια.
Στο σχετικό δημοσίευμα της η γαλλική εφημερίδα αναφέρει ότι το εργοστάσιο στη Τζαλαμπίγια μόλις είχε ξεκινήσει την παραγωγή στις αρχές του 2011, όταν ξέσπασαν οι μεγάλες διαδηλώσεις στη νότια Συρία και εξαπλώθηκαν γρήγορα στις κύριες πόλεις. Αναφέρει επίσης ότι τους επόμενους μήνες, όλες οι γαλλικές εταιρείες (Total, Air Liquide και η εταιρεία τυριών Bel) αποσύρθηκαν από την Συρία, εκτός από την Lafarge.
Συνεχίζοντας η εφημερίδα επισημαίνει ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε, όταν διάφορες ένοπλες ομάδες που βρίσκονταν στην Τζαλαμπίγια άρχισαν να απειλούν την εταιρία και ότι για να διατηρήσει τις λειτουργίες στο εργοστάσιό της, η Lafarge συμφώνησε να τις πληρώνει για να επιτρέπουν την κυκλοφορία των εργαζομένων, των πρώτων υλών και των αγαθών της. Η εφημερίδα επισημαίνει ότι οι δικηγόροι υπεράσπισης της Lafarge υποστήριξαν, κατά τη διάρκεια της προδικαστικής έρευνας, ότι αυτό που το γαλλικό δικαστικό σύστημα αποκαλεί «χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» ήταν στην πραγματικότητα μια «οικονομία εκβιασμού», και ότι η εταιρεία «αναγκάστηκε» να δωροδοκήσει αυτές τις ένοπλες ομάδες.
Σύμφωνα ωστόσο με την Monde οι ανακριτές δεν πείστηκαν από αυτή την ερμηνεία των γεγονότων, εκτιμώντας ότι η Lafarge «θα μπορούσε να είχε τερματίσει τις δραστηριότητες στο εργοστάσιο ανά πάσα στιγμή» και ότι, συμφωνώντας να πληρώσει αυτές τις ομάδες, η εταιρεία είχε αξιολογήσει «τα οφέλη που θα μπορούσε να αποκομίσει». Με άλλα λόγια, αναφέρει η εφημερίδα, «η εταιρεία δεν ήταν το παθητικό θύμα αυτής της συμφωνίας με τον διάβολο».
Σημειώνεται τέλος ότι για το θέμα αυτό η τσιμεντοβιομηχανία ήρθε αντιμέτωπη και με την αμερικανική δικαιοσύνη, άλλα η υπόθεση έκλεισε με συμφωνία και διακανονισμό.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ