Μετά από μια περίοδο ανθεκτικών κερδών και έχοντας πλούσια ρευστότητα «ανά χείρας», ολοένα και περισσότερες ευρωπαϊκές εταιρείες δείχνουν να αποφεύγουν τις μεγάλες και περίπλοκες συμφωνίες εξαγορών και στρέφονται προς μικρότερες, στοχευμένες εξαγορές -τις λεγόμενες «bolt-on»- για να ενισχύσουν την ανάπτυξή τους.
Από βιομηχανικούς κολοσσούς μέχρι εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων, οι επιχειρηματικοί ηγέτες χρησιμοποιούν πλέον τα κεφάλαιά τους με στρατηγικό τρόπο, επιδιώκοντας να αποκτήσουν ανταγωνιστές ή νέες τεχνολογίες μέσω μικρότερων deals, παρά να ρισκάρουν σε μεγάλες εξαγορές που συχνά αντιμετωπίζουν ρυθμιστικά εμπόδια ή αποτυγχάνουν.
Αυτή η προσέγγιση επιτρέπει στις εταιρείες να επεκτείνονται χωρίς το μεγάλο ρίσκο και τις γραφειοκρατικές δυσκολίες που συνοδεύουν τις μεγαλύτερες συμφωνίες.
Η Hanneke Faber, CEO της ελβετο-αμερικανικής εταιρείας ηλεκτρονικών Logitech, περιέγραψε τη στρατηγική αυτή στο CNBC, αναφέροντας πως η εταιρεία διαθέτει 1,5 δισ. δολάρια σε μετρητά χωρίς χρέη και πως οι συγχωνεύσεις και εξαγορές αποτελούν βασικό πυλώνα της πολιτικής κατανομής κεφαλαίων. «Εξετάζουμε πάντα τι επιλογές υπάρχουν για M&A» είπε χαρακτηριστικά στο «Squawk Box Europe».
Παρόμοια στάση κρατά και ο Markus Kobler, CFO της γερμανικής DWS Group, που δήλωσε στο CNBC τον Ιούλιο πως διαθέτουν περί τα 800 εκατ. ευρώ πλεονάζοντος κεφαλαίου και δεν αισθάνονται πίεση να κάνουν μεγάλες κινήσεις, αλλά παρακολουθούν προσεκτικά τις ευκαιρίες.
Μετράει το μέγεθος;
Η τάση αυτή διαφέρει ριζικά από το παλαιότερο δόγμα «το μεγαλύτερο είναι καλύτερο», το οποίο κυριαρχεί σε κάποιους τομείς, όπως η ενέργεια. Ο CEO της Shell, Wael Sawan, αντέκρουσε αυτήν την αντίληψη στο CNBC, επισημαίνοντας πως το κριτήριο για τις μεγάλες συμφωνίες πρέπει να είναι η αξία και όχι απλώς το μέγεθος. Η Shell αποφεύγει τις μεγάλες συγχωνεύσεις λόγω των πιθανών ρυθμιστικών προβλημάτων και προτιμά μικρότερες συμφωνίες, όπως η αγορά μεριδίου 510 εκατ. δολαρίων στην εταιρεία TotalEnergies σε ένα υπεράκτιο πεδίο στη Νιγηρία.
Παρόμοια είναι και η εμπειρία του Andrea Orcel, CEO της ιταλικής UniCredit, που εγκατέλειψε μια μεγάλη προσπάθεια εξαγοράς της Banco BPM εξαιτίας πολιτικών και ρυθμιστικών εμποδίων, επιλέγοντας να επικεντρωθεί σε ό,τι μπορεί να ελέγξει καλύτερα. Η τράπεζα επίσης βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για την εξαγορά της γερμανικής Commerzbank, αν και αντιμετωπίζει ισχυρή πολιτική αντίδραση.
Η άνοδος των Bolt-on συμφωνιών
Οι λεγόμενες bolt-on συμφωνίες έχουν γίνει βασικό εργαλείο για πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες. Η γαλλική Saint-Gobain τις θεωρεί κεντρικό μέρος του επιχειρηματικού της μοντέλου, αποφεύγοντας τις μεγάλες «μετασχηματιστικές» εξαγορές και προτιμώντας επιλεκτικές, προστιθέμενης αξίας συμφωνίες που συμπληρώνουν στοχευμένα το χαρτοφυλάκιό της.
Ομοίως, η ελβετική Givaudan αγοράζει μικρότερους ανταγωνιστές για να επεκτείνει το πελατολόγιό της και τις δυνατότητές της, πρόσφατα εξαγοράζοντας εταιρείες στην Ιταλία και τη Βραζιλία, ενώ εξετάζει και την αγορά στον κλάδο της τροφής για κατοικίδια.
Η ολλανδική αλυσίδα σούπερ μάρκετ Ahold Delhaize, παρά τις φήμες για μια μεγάλη συγχώνευση με την γαλλική Carrefour, επέλεξε να ενισχύσει την παρουσία της με την εξαγορά της ρουμανικής Profi έναντι 1,3 δισ. ευρώ, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευσή της για στοχευμένη ανάπτυξη μέσω εξαγορών.
Γιατί προσέχουν
Παράλληλα, οι μεγάλες εξαγορές φέρουν υψηλό λειτουργικό κόστος και προβλήματα ενοποίησης. Ο CEO της γερμανικής Schaeffler, Klaus Rosenfeld, υπογράμμισε τις προκλήσεις μετά την πρόσφατη μεγάλη εξαγορά της Vitesco Technologies, δηλώνοντας ότι η εταιρεία δεν έχει περιθώρια για πρόσθετο ρίσκο εξαγορών προς το παρόν.
Συνολικά, η τάση στην Ευρώπη είναι ξεκάθαρη: οι εταιρείες επιλέγουν πιο συντηρητικές, στοχευμένες κινήσεις για να ενισχύσουν τη θέση τους στην αγορά, περιορίζοντας τους κινδύνους και εστιάζοντας στην προστιθέμενη αξία παρά στο μέγεθος.