Παρά τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις και τη νομοθετική καταιγίδα της Πράσινης Συμφωνίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν προχωρά με την απαιτούμενη ταχύτητα προς τους περιβαλλοντικούς στόχους του 2030. Αυτό είναι η βασική θέση που αποτυπώνεται στα νέα συμπεράσματα του Συμβουλίου Περιβάλλοντος, τα οποία φωτίζουν τα κενά εφαρμογής και τις καθυστερήσεις σε κρίσιμους τομείς της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής.
Στο κείμενο που υιοθετήθηκε από τους υπουργούς Περιβάλλοντος, με βάση την ενδιάμεση αξιολόγηση του 8ου Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον, αναγνωρίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν βρίσκεται σε τροχιά επίτευξης των βασικών της δεσμεύσεων. Οι μεγαλύτερες υστερήσεις εντοπίζονται στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, στην ανάσχεση της απώλειας βιοποικιλότητας και στη μετάβαση σε μια λειτουργική κυκλική οικονομία, παρά το εκτεταμένο ρυθμιστικό πλαίσιο που έχει υιοθετηθεί τα τελευταία χρόνια.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο χάσμα μεταξύ νομοθεσίας και εφαρμογής. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στα συμπεράσματα, η ελλιπής εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας εξακολουθεί να αποτελεί δομικό πρόβλημα σε επίπεδο κρατών μελών, υπονομεύοντας την αποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών πολιτικών. Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι το οικονομικό και περιβαλλοντικό βάρος αυτής της υστέρησης παραμένει υψηλό, ενώ προειδοποιεί ότι χωρίς επιτάχυνση της εφαρμογής οι αποκλίσεις θα διευρυνθούν περαιτέρω τα επόμενα χρόνια.
Στο πεδίο της κυκλικής οικονομίας, οι υπουργοί αναγνωρίζουν ότι η μετάβαση προχωρά πιο αργά από τους στόχους που έχουν τεθεί. Το χρηματοδοτικό κενό για την ανάπτυξη κυκλικών υποδομών και αγορών δευτερογενών πρώτων υλών εκτιμάται σε περίπου 27 δισ. ευρώ ετησίως σε επίπεδο Ε.Ε., στοιχείο που αναδεικνύεται ως κρίσιμο εμπόδιο για τη μείωση της χρήσης πρωτογενών πόρων και την αύξηση της ανακύκλωσης και της επαναχρησιμοποίησης.
Τα συμπεράσματα σκιαγραφούν επίσης την επιδείνωση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης. Οι οικονομικές ζημίες από ακραία καιρικά φαινόμενα στην Ευρώπη υπολογίζονται σωρευτικά σε περίπου 822 δισ. ευρώ τα τελευταία 40 χρόνια, με περίπου το 25% αυτών των απωλειών να έχει καταγραφεί μόνο την τελευταία τετραετία. Το στοιχείο αυτό χρησιμοποιείται ως βασικό επιχείρημα για την ανάγκη ενός πιο συνεκτικού και δεσμευτικού ευρωπαϊκού πλαισίου για την κλιματική ανθεκτικότητα.
Παράλληλα, το Συμβούλιο επαναφέρει στο προσκήνιο τη στρατηγική σημασία της βιοοικονομίας, η οποία εκτιμάται ότι παράγει προστιθέμενη αξία περίπου 2,7 τρισ. ευρώ και απασχολεί πάνω από 17 εκατομμύρια εργαζόμενους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η βιώσιμη αξιοποίηση των βιολογικών πόρων παρουσιάζεται ως κρίσιμος μοχλός για την πράσινη μετάβαση, αλλά και για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας.
Στο πολιτικό σκέλος, οι υπουργοί καλούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προχωρήσει ταχύτερα σε νέες πρωτοβουλίες, όπως το Circular Economy Act και ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για την κλιματική ανθεκτικότητα, ενώ τα κράτη μέλη καλούνται να δώσουν προτεραιότητα στην εφαρμογή και στην επιβολή της υφιστάμενης νομοθεσίας. Η ανάγκη απλούστευσης των κανόνων αναγνωρίζεται, με σαφή όμως επισήμανση ότι αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει σε περιβαλλοντική οπισθοχώρηση.
Με φόντο το 2030, τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Περιβάλλοντος λειτουργούν ως προειδοποίηση ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται πλέον στη διαμόρφωση πολιτικών, αλλά στην ικανότητα της Ευρώπης να τις μετατρέψει σε απτά αποτελέσματα. Το χάσμα ανάμεσα στους στόχους και την πραγματικότητα παραμένει ανοιχτό, καθιστώντας την επόμενη πενταετία καθοριστική για την αξιοπιστία της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής στρατηγικής.