Δασμοί, δημοσιονομικά ελλείμματα, ανεξαρτησία της Fed, γεωπολιτική, μετανάστευση και τώρα το shutdown. Η αλήθεια είναι ότι οι ΗΠΑ έχουν δώσει φέτος αρκετές αφορμές στους επενδυτές ώστε να αμφισβητήσουν τις προοπτικές των αμερικανικών μετοχών και του δολαρίου. Κι όμως, τόσο η Bank of America-Merrill Lynch όσο και η Capital Economics προειδοποιούν: μην ποντάρετε εναντίον τους.
Οι Joseph Quinlan και Ariana Chiu της Bank of America-Merrill Lynch στέκονται αρχικά στις επιπτώσεις του shutdown, υπενθυμίζοντας ότι, παρόλο που ο δημόσιος τομέας των ΗΠΑ είναι κρίσιμος κρίκος της οικονομίας, η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης στηρίζεται στους ώμους του ιδιωτικού τομέα. Ο τελευταίος αντιπροσωπεύει περίπου το 83% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, γύρω στο 85% της συνολικής απασχόλησης και παρόμοιο ποσοστό (85%) των συνολικών μισθών και απολαβών των Αμερικανών εργαζομένων.

Εν τέλει, όπως λένε, καμία οικονομία στον κόσμο δεν είναι τόσο ανθεκτική, δυναμική και διαφοροποιημένη όσο η αμερικανική, και κανένα άλλο κράτος δεν είναι καλύτερα τοποθετημένο για να απορροφήσει εξωτερικά σοκ ή απρόβλεπτες πολιτικές αναταράξεις όπως ένα κυβερνητικό shutdown.
Η ανάκαμψη του S&P 500
Οι αναλυτές της BofA-ML επισημαίνουν ότι η ανάκαμψη 34% του S&P 500 από το χαμηλό της 8ης Απριλίου υπήρξε εντυπωσιακή σε σχέση με τα ιστορικά δεδομένα. Η τρέχουσα άνοδος είναι η τέταρτη ισχυρότερη στην ιστορία, ενώ η άνοδος στο γ’ τρίμηνο (+7,8%) συγκαταλέγεται στις ισχυρότερες των τελευταίων 50 ετών.

Εν μέσω «έκρηξης» επενδύσεων, ιδίως στα data centers, ισχυρής κατανάλωσης, επεκτατικών δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών και αποδυνάμωσης του δολαρίου, η οικονομική ανάπτυξη και τα εταιρικά κέρδη των ΗΠΑ παρέμειναν πολύ καλύτερα του αναμενομένου στο β’ τρίμηνο. Οι ίδιοι εκτιμούν ότι παρόμοια εικόνα αναμένεται και για το γ΄ τρίμηνο, με τις μέσες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για αύξηση κερδών 8% σε ετήσια βάση.
Εστιάζοντας στο διάστημα από τον Απρίλιο και μετά, οι αναλυτές της Bank of America-Merrill Lynch αναγνωρίζουν ότι η θεαματική άνοδος των «Magnificent 7» έδωσε ισχυρή ώθηση στον S&P 500, αλλά σχολιάζουν ότι ακόμη και οι μετοχές μικρής κεφαλαιοποίησης (Russell 2000) ξεπέρασαν την απόδοση του ιαπωνικού Nikkei, του δείκτη MSCI Emerging Markets ή ακόμη και του χρυσού τους τελευταίους έξι μήνες. Το ίδιο ισχύει και για τον S&P 500, που ξεπέρασε τον γερμανικό DAX, τον γαλλικό CAC, τον FTSE 100 και τον MSCI India.

Το come-back θα έχει συνέχεια
«Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μπορεί να είναι κλειστή, αλλά οι δύο άλλοι κινητήρες της αμερικανικής ανάπτυξης, οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις, λειτουργούν κανονικά» σχολιάζουν οι Quinlan και Chiu. Όπως λένε, «οι καταναλωτές, ιδίως τα νοικοκυριά υψηλού εισοδήματος, δαπανούν και βρίσκονται σε εξαιρετική θέση να συνεχίσουν να δαπανούν, καθώς η καθαρή περιουσία των αμερικανικών νοικοκυριών ανέρχεται στο ιστορικό ρεκόρ των 176 τρισ. δολαρίων», ενώ εμφανίζουν ταυτόχρονα τον χαμηλότερο λόγο χρέους προς καθαρή περιουσία των τελευταίων 60 ετών.
Την ίδια στιγμή, όπως σημειώνουν στην ανάλυσή τους, οι ισολογισμοί των αμερικανικών επιχειρήσεων είναι επίσης ισχυροί, χάρη στον συνδυασμό υψηλής ρευστότητας, χαμηλότερου δανεισμού και αυξημένων περιθωρίων κέρδους, μαζί με τις φορολογικές αποσβέσεις κεφαλαίου που προβλέπει ο νόμος OBBBA. Τονίζουν δε πως, αν συνυπολογιστούν οι τεχνολογικές εξελίξεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα (τεχνητή νοημοσύνη, cloud computing, ρομποτική και αυτοματοποιημένες διαδικασίες), τότε προκύπτουν οι προϋποθέσεις για περαιτέρω αύξηση κερδών και συνέχιση της ανόδου των μετοχών στις ΗΠΑ.
Το δολάριο δεν είναι «τελειωμένο»
Εξίσου κατηγορηματικοί είναι οι αναλυτές της BofA-ML και για το αμερικανικό νόμισμα, καλώντας τους επενδυτές να μη βιαστούν να εκφωνήσουν… επικήδειο για το δολάριο. Όπως λένε, το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς τον περασμένο Απρίλιο θεωρούσε το δολάριο «τελειωμένο» εξαιτίας της προστατευτικής και εσωστρεφούς πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ. «Τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια» λένε, και υπενθυμίζουν ότι ο ρόλος του δολαρίου στην παγκόσμια οικονομία όχι μόνο δεν έχει αποδυναμωθεί, αντιθέτως έχει ενισχυθεί φέτος.
Επικαλούνται ως προς αυτό τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, σύμφωνα με τα οποία ο ημερήσιος όγκος συναλλαγών στην αγορά συναλλάγματος έφθασε τα 9,6 τρισ. δολάρια τον Απρίλιο του 2025, λόγω της αυξημένης μεταβλητότητας και της έντονης δραστηριότητας που ακολούθησε την επιβολή των αμερικανικών δασμών. Το δολάριο συμμετείχε στο 89,2% όλων των συναλλαγών, από 88,4% το 2022, ενώ το «μερίδιο αγοράς» του ευρώ και της στερλίνας μειώθηκε.

«Πραγματική έκπληξη»
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η ανάλυση του επικεφαλής οικονομολόγου της Capital Economics, Neil Shearing. Επισημαίνει ότι οι εκτιμήσεις για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας έχουν διαψευστεί μέχρι στιγμής, ιδίως σε ό,τι αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης, κι αυτό παρά την αβεβαιότητα λόγω των δασμών, τα εμπόδια στην αγορά εργασίας από τη μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης και του shutdown.
Ειδικά σε σχέση με την Ευρώπη, όπου το δημοσιονομικό πακέτο της Γερμανίας αναμενόταν να ενισχύσει την ανάπτυξη και εκτός γερμανικών συνόρων, η «πραγματική έκπληξη» ήταν οι ΗΠΑ, λέει ο Shearing.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics σημειώνει ότι η αμερικανική οικονομία δείχνει να απορροφά τις πιέσεις «με αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα» και, παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στα αγαθά ενδέχεται να ενισχυθεί τους επόμενους μήνες, η υποχώρηση του πληθωρισμού στις υπηρεσίες πιθανότατα θα κρατήσει τον συνολικό δείκτη κοντά στο 3%.
«Κλειδί» η παραγωγικότητα
Ο ίδιος επισημαίνει ότι η επιβράδυνση στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ δεν έχει ανακόψει την ανάπτυξη, γεγονός που υποδηλώνει άνοδο της παραγωγικότητας. Όπως εξηγεί, αυτό είναι ένδειξη ότι η αμερικανική οικονομία λειτουργεί αποδοτικότερα, όχι απλώς ταχύτερα.

Στις ΗΠΑ, αυτή η βελτίωση είναι αισθητή, λέει ο Shearing και επικαλείται στοιχεία που δείχνουν ότι ο μη χρηματοοικονομικός τομέας έχει αυξήσει την παραγωγικότητά του περίπου κατά 3,5% σε ετήσια βάση. Άνοδος που, όπως λέει, συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις επενδύσεις σε τεχνολογία, καθώς οι δαπάνες για hardware αυξάνονται κατά περίπου 20% ετησίως, ενώ οι επενδύσεις σε λογισμικό κατά 10%. Σε συνδυασμό με την υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης, λειτουργούν ως καταλύτες που ενισχύουν την απόδοση των επιχειρήσεων και την παραγωγικότητα της εργασίας.

Άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες δεν έχουν καταφέρει κάτι παρόμοιο, γεγονός που αντανακλά τη μοναδική ικανότητα των ΗΠΑ να απορροφούν και να επεκτείνουν γρήγορα τη χρήση νέων τεχνολογιών. «Υπό αυτή την έννοια, ο Τραμπ μπορεί να θεωρηθεί ένας τυχερός Πρόεδρος» λέει ο Shearing. Κι αυτό, διότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η «έκρηξη παραγωγικότητας» μετριάζει τις αρνητικές επιπτώσεις των εμπορικών και μεταναστευτικών πολιτικών της κυβέρνησής του.