Ας φανταστούμε καμιά δεκαριά Ευρωπαίους «Τραμπ» να ηγούνται ισάριθμων χωρών της Γηραιάς Ηπείρου. Να διαχέουν -ο καθένας τις δικές του- θεωρίες συνομωσίας στα κοινωνικά δίκτυα, να βγάζουν τον στρατό στους δρόμους, να παρεμβαίνουν απροκάλυπτα στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών, να αμφισβητούν την αρμοδιότητα της ΕΚΤ στην άσκηση νομισματικής πολιτικής ή να ασκούν εξωτερική πολιτική με βάση τις προσωπικές και επιχειρηματικές σχέσεις που διατηρεί ο καθένας με άλλους αυταρχικούς ηγέτες, εντός και εκτός ΕΕ.
Ας φανταστούμε, επίσης, κάθε έναν εξ αυτών να διορίζει σε κρίσιμα κυβερνητικά πόστα σκληροπυρηνικούς πολέμιους της «πράσινης» μετάβασης, του κοινωνικού κράτους, κατοχυρωμένων κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και, μάλιστα, σε περιβάλλον αυξημένων δημοσιονομικών κινδύνων, όπως η χαμηλή ανάπτυξη, ο πληθωρισμός, το αυξανόμενο και ακριβότερο χρέος... και ούτω καθεξής. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσαν αυτοί οι Ευρωπαίοι ηγέτες να εξασφαλίσουν από τις αγορές την ίδια πίστωση χρόνου που έχει δοθεί στον Αμερικανό Πρόεδρο και τους πειραματισμούς του; Μια τέτοια «βόμβα» φαίνεται ότι έχει ήδη τοποθετηθεί στα θεμέλια του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και το «τικ-τακ» ακούγεται πιο δυνατά από ποτέ.
Οι απώλειες στις ευρωπαϊκές αγορές μετοχών και η αύξηση των αποδόσεων των ευρωπαϊκών ομολόγων, αν και εντάσσονται φυσικά σε ένα πλαίσιο ευρύτερης διεθνούς αβεβαιότητας, ενσωματώνουν σε σημαντικό βαθμό και το πολιτικό ρίσκο. Ένα ρίσκο που «χτίζεται» στην Ευρώπη εδώ και καιρό, αλλά το αιφνιδιαστικό αίτημα του Γάλλου πρωθυπουργού για ψήφο εμπιστοσύνης και η προοπτική κατάρρευσης μιας ακόμα γαλλικής κυβέρνησης ήρθε να υπενθυμίσει ότι... τίποτα δεν είναι τόσο κακό, ώστε να μη μπορεί να γίνει χειρότερο.
Ήδη, ακροδεξιά και αντι-μεταναστευτικά κόμματα έχουν βρεθεί στην εξουσία σε χώρες όπως η Ιταλία, η Φινλανδία και η Ολλανδία. Ωστόσο, όπως εύστοχα επισήμανε προ ημερών σε δημοσίευμά της η Wall Street Journal, για πρώτη φορά τέτοιοι ακραίοι σχηματισμοί ηγούνται ταυτόχρονα των δημοσκοπήσεων και στις τρεις μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης, σε Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Γερμανία.
Ο κίνδυνος μια ακροδεξιάς Ευρώπης είναι υπαρκτός και οι συνέπειες της αυξημένης επιρροής αυτών των σχηματισμών είναι ήδη παρούσες. Σε μια προσπάθεια να ανακόψουν τη δημοσκοπική προέλαση της ακροδεξιάς, πολλές κυβερνήσεις ανά την Ευρώπη μετακινούνται προς τα άκρα. Στην πλειονότητά τους, το κάνουν υιοθετώντας μια σκληρή αντιμεταναστευτική ρητορική και ατζέντα. Στην πράξη, επιλέγουν να στοχοποιήσουν κοινωνικές ομάδες οι οποίες δε διαθέτουν δικαίωμα ψήφου και δεν επηρεάζουν άμεσα το εκλογικό αποτέλεσμα, με την ελπίδα ότι θα πάρουν με το μέρος τους ένα κομμάτι του ακροδεξιού ακροατηρίου. Παραγνωρίζουν, βεβαίως, ότι πίσω από τις υπαρκτές φοβίες των Ευρωπαίων σχετικά με το μεταναστευτικό βρίσκονται άλλα, βαθύτερα αίτια, για την αντιμετώπιση των οποίων οι ίδιες κυβερνήσεις δεν επιδεικνύουν πάντα την ίδια σπουδή.
Τα αίτια αυτά είναι γνωστά και έχουν αναλυθεί εδώ και καιρό, όπως και η αποτυχία των ευρωπαϊκών ηγεσιών να τα αντιμετωπίσουν. Επίμονος πληθωρισμός, ενεργειακό κόστος, ακρίβεια, στεγαστική κρίση και μια αναιμική ανάπτυξη που διευρύνει τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, πιέζοντας το μεγαλύτερο μέρος της μεσαίας τάξης προς τη φτώχεια.
- Eurostat: Στα όρια της φτώχειας το 34,6% των Ελλήνων - Δυσκολεύονται να βάλουν τα βασικά στο τραπέζι
«Εγγύηση» πολιτικής αστάθειας
Ασφαλώς, η εικόνα αυτή δεν επωάστηκε εν μία νυκτί. Χρειάστηκε χρόνος, τον οποίο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι ευρωπαϊκές εθνικές ηγεσίες του δημοκρατικού τόξου άφησαν να περάσει ανεκμετάλλευτος. Είναι απολύτως χαρακτηριστική η περίπτωση της Γαλλίας που σήμερα «πληρώνει» κυριολεκτικά και μεταφορικά τις συνέπειες. Το κόστος δανεισμού για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης εκτοξεύεται και η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την κατανομή του κόστους της δημοσιονομικής προσαρμογής, με την απειλή της ακροδεξιάς να είναι αυτή που υπαγορεύει σε μεγάλο βαθμό τους όρους της δημόσιας συζήτησης. Ο ακροδεξιός Ζορντάν Μπαρντελά στις δημοσκοπήσεις προηγείται με 36% και, φυσικά, έχει κάθε λόγο να ζητά πρόωρες βουλευτικές εκλογές ενόψει της διαφαινόμενης κατάρρευσης της κυβέρνησης Μπαϊρού.
Σε εύθραυστο κοινοβουλευτικό έδαφος κινείται και η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης. Στη Γερμανία οι κυβερνητικοί εταίροι διαφωνούν πλέον ανοιχτά και δημοσίως για τις μεταρρυθμίσεις που απαιτεί το σημερινό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, λίγο πριν ξεκινήσει στο κοινοβούλιο η συζήτηση για τον νέο προϋπολογισμό. Όλα αυτά, ενώ το ακροδεξιό AfD σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις έρχεται έως και πρώτο, με ποσοστά της τάξης του 25%-26%, ενώ παράλληλα 7 στους 10 Γερμανούς δηλώνουν απογοητευμένοι από την κυβέρνηση.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, από την αρχή του έτους ο Νάιτζελ Φαράζ όχι μόνο προηγείται στις δημοσκοπήσεις έναντι των Εργατικών και των Συντηρητικών, αλλά καταφέρνει να διευρύνει το προβάδισμά του, σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία το κόστος δανεισμού της χώρας επίσης αυξάνεται. Η κυβέρνηση της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της Γηραιάς Ηπείρου βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με μεγάλες περικοπές δαπανών ή αυξήσεις φόρων, αλλά και με το τεράστιο πολιτικό κόστος που φέρουν.
Εν τω μεταξύ, σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές οδηγείται και η Ολλανδία στις 29 Οκτωβρίου, μετά την αποχώρηση από τον κυβερνητικό συνασπισμό του ακροδεξιού PVV, το οποίο μέχρι πρόσφατα εμφανιζόταν πρώτο στις δημοσκοπήσεις με ποσοστό της τάξης του 20%. Αξιοσημείωτο, ότι ως απάντηση στην άνοδο της ακροδεξιάς το εργατικό κόμμα (PvdA) και η Πράσινη Αριστερά (GroenLinks) αποφάσισαν να συνασπιστούν και να κατέβουν με ενιαίο ψηφοδέλτιο, ωστόσο το ποσοστό τους μέχρι στιγμής στις δημοσκοπήσεις δεν ξεπερνά το 18,5%.
Στην Πολωνία, ο εθνικιστής Ναβρότσκι επικράτησε φέτος το καλοκαίρι στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, υποχρεώνοντας τον Ντόναλντ Τούσκ να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, την οποία και εξασφάλισε, αλλά μένει να αποδειχθεί αν θα μπορέσει να υλοποιήσει το πρόγραμμά του απρόσκοπτα. Για τη νίκη του Ναβρότσκι πρώτος έσπευσε να πανηγυρίσει ο ακροδεξιός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπάν, νίκη που ο ίδιος συνέδεσε μάλιστα με τον Ντόναλντ Τραμπ και το κίνημα MAGA. Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι στην Ουγγαρία είναι η πρώτη φορά, μετά από δύο δεκαετίες περίπου, που ο Ορμπάν έρχεται δεύτερος στις δημοσκοπήσεις, με το κόμμα Tisza του Πέτερ Μαγιάρ να προηγείται ενόψει των βουλευτικών εκλογών που θα διεξαχθούν την άνοιξη του 2026.
Σε κάθε περίπτωση, μια σειρά χωρών της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων οι μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, φαίνεται ότι μπαίνουν ή έχουν ήδη εισέλθει σε κύκλο πολιτικής αστάθειας και αβεβαιότητας, από τον οποίο δε διαφαίνεται έξοδος στο ορατό μέλλον. Αν συνυπολογίσουμε τις αντι-ευρωπαϊκές θέσεις πολλών ακροδεξιών κομμάτων, όπως του γερμανικού AfD, γίνεται αντιληπτό ότι οι συνέπειες της ενίσχυσης της ακροδεξιάς μπορούν εύκολα να υπερβούν τα εθνικά σύνορα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις οικονομικά και (γεω)πολιτικά πιο αδύναμες χώρες-μέλη της ΕΕ.
Η αντίδραση των αγορών
Οι επενδυτές, ως γνωστόν, μισούν την αβεβαιότητα και δεν έχουν κανέναν λόγο να «χειροκροτήσουν» εξελίξεις που τροφοδοτούν την πολιτική αβεβαιότητα στην Ευρώπη. Ως προς αυτό, θα ήταν λάθος να χρησιμοποιήσουμε ως μέτρο σύγκρισης την αντίδρασή τους στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Καμία μεμονωμένη χώρα της Ευρώπης, ούτε καν η Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο, δεν έχει το οικονομικό, νομισματικό, επιχειρηματικό, στρατιωτικό, πολιτικό και στρατηγικό εκτόπισμα των ΗΠΑ.
Κι αν αγορές έχουν φανεί υπομονετικές μέχρι στιγμής με τον Αμερικανό Πρόεδρο, δίνοντας πίστωση χρόνου για να δουν πού θα οδηγήσουν οι πειραματισμοί του, δεν έχουν κανέναν λόγο να δώσουν παρόμοια πίστωση χρόνου στην Ευρώπη, η οποία πριν από μερικά χρόνια έβλεπε την κρίση χρέους να φέρνει το οικοδόμημα του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Ασφαλώς, η κρίση χρέους υπήρξε ένα πολύτιμο μάθημα για τους Ευρωπαίους και σήμερα υπάρχουν μηχανισμοί και αντανακλαστικά που τότε δεν υπήρχαν. Όμως τα αίτια της ανόδου της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς είναι ακόμα εδώ, και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει ούτε το πολιτικό προσωπικό ούτε τα επίπεδα συνοχής που απαιτούνται προκειμένου να πορευθεί με ασφάλεια μέσα σε μια εντελώς νέα διεθνή πραγματικότητα.
Στο εξής, το οικονομικό και δημοσιονομικό ρίσκο των ευρωπαϊκών οικονομιών θα αξιολογείται όλο και πιο στενά σε σχέση με το πολιτικό. Σε πολλές χώρες έχει διαρραγεί η παραδοσιακή εναλλαγή μεταξύ γνωστών πολιτικών δυνάμεων, και ο νέος κίνδυνος προέρχεται από την άνοδο ακραίων ή ασταθών σχηματισμών που δοκιμάζουν τις θεσμικές ισορροπίες και τις οικονομικές σταθερές.
Όταν η ανησυχία καταλήγει να συμπαρασύρει το μακροπρόθεσμο κόστος δανεισμού της Γερμανίας, με τις αποδόσεις των 30ετών γερμανικών ομολόγων να οδηγούνται σε ρεκόρ 14 ετών, στο 3,41%, τότε δύσκολα μπορούμε να αποφύγουμε τους συνειρμούς. Διότι μιλάμε για επίπεδα 2011, όταν οι αγορές αμφισβητούσαν την ικανότητα της Ευρωζώνης να διαχειριστεί την κρίση χρέους και το μέλλον του κοινού νομίσματος. Και για επίπεδα 2009 για τα αντίστοιχα γαλλικά, όταν η Ευρώπη μόλις έβγαινε από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, λίγο πριν βρεθεί στο επίκεντρο της δικής της κρίσης χρέους.