Το πρόβλημα της απάτης στις αγροτικές επιδοτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) είναι συστημικό και αντιμετωπίζεται πολύ δύσκολα. Όταν το κράτος μοιράζει λεφτά, η ικανότητα του ιδιωτικού τομέα βρίσκει πάντα κενά για να επωφεληθεί, ιδιαίτερα όταν υπάρχει κοινωνική και πολιτική ανοχή στην απάτη. Είναι άλλωστε γνωστή η έκφραση: «Έλα, μωρέ, μήπως τα παίρνει από σένα; από το κράτος τα παίρνει». Η απάτη στις αγροτικές επιδοτήσεις, επίσης, διαιωνίζεται γιατί διαχρονικά παίρνει διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες και την κοινωνική και πολιτική ανοχή. Η απάτη δεν περιορίζεται στον αγροτικό τομέα, αλλά διατρέχει και άλλους οικονομικούς τομείς όπου οι συνθήκες το επιτρέπουν. Για παράδειγμα, πως μπορούμε να ξεχάσουμε τις αναπηρικές συντάξεις και τη φαρμακευτική δαπάνη στο ασφαλιστικό σύστημα; Συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά με διαφοροποίηση στην ένταση λόγω διαφοροποίησης των συστημάτων ελέγχου και της κοινωνικής και πολιτικής αποδοχής.
Στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του 1980, η απάτη στον αγροτικό τομέα είναι ουσιαστικά σύμφυτη με τις αγροτικές επιδοτήσεις. Πριν το 1980 υπήρχαν μέτρα στήριξης στην αγροτική πολιτική αλλά δεν ήταν εισοδηματικά, συνδέονταν κυρίως με επενδύσεις και τεχνολογικό εξοπλισμό. Με την εφαρμογή της ΚΑΠ, η ελληνική αγροτική πολιτική υιοθέτησε μέτρα στο πλαίσιο της ΚΑΠ, τα οποία επελέγησαν από τις τότε κυβερνήσεις με στόχο κυρίως την «μεγιστοποίηση της απορρόφησης κοινοτικών πόρων». Αυτό είχε ως συνέπεια την επέκταση κλάδων που απολάμβαναν εισοδηματικές κοινοτικές ενισχύσεις (π.χ. βαμβάκι) και τη συρρίκνωση άλλων κλάδων που ήταν εκτεθειμένα στις αρνητικές επιπτώσεις άλλων μέτρων (π.χ. η παραγωγή γαλακτοκομικών και κρέατος από τα αρνητικά Νομισματικά Εξισωτικά Ποσά). Γενικά, η ΚΑΠ αποτελεί ένα από τα πλέον σύνθετα, πολύπλοκα και αναποτελεσματικά συστήματα στήριξης του αγροτικού τομέα παγκοσμίως και ουσιαστικά αποτελεί μηχανισμό μεταβίβασης εισοδήματος, έχοντας αποτύχει στον κύριο στόχο της, τουλάχιστον στην Ελλάδα, που είναι η υποστήριξη της γεωργικής παραγωγής και η προώθηση της αγροτικής ανάπτυξης.
Η ΚΑΠ ήταν από τις πρώτες πολιτικές της τότε ΕΟΚ και ιδρύθηκε για την επισιτιστική ασφάλεια της Ευρώπης που ήταν εισαγωγική σε τρόφιμα. Ταυτόχρονα ήταν ένας τομέας που ήταν σχετικά εύκολη η συνεργασία μεταξύ των αρχικών μελών, κυρίως της Γαλλίας και της Γερμανίας. Διαχρονικά εξελίχθηκε στον τομέα με τη μεγαλύτερη συμμετοχή στον κοινοτικό προϋπολογισμό χωρίς αυτό να αντανακλά σε πραγματική αύξηση της κοινωνικής ευημερίας στην Ευρώπη. Αρχικά, η εστίαση ήταν στους μηχανισμούς στήριξης των τιμών και στις ποσοστώσεις παραγωγής, οι οποίες οδήγησαν σε σημαντικές στρεβλώσεις της αγοράς και υπερπαραγωγή ορισμένων προϊόντων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μετά το 2000 να μετακινηθεί η έμφαση της ΚΑΠ σε εισοδηματικές ενισχύσεις με έμφαση στη βιωσιμότητα και την προστασία του περιβάλλοντος.
Στην Ελλάδα από την αρχικά στάδια εφαρμογής της ΚΑΠ ή έμφαση ήταν κυρίως σε εισοδηματικές ενισχύσεις. Οι απάτες της περιόδου αυτής συνδέθηκαν κυρίως με τους αγροτικούς συνεταιρισμούς. Η απόφαση των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1980 να χρησιμοποιήσουν τους αγροτικούς συνεταιρισμούς ως όργανο άσκησης αγροτικής πολιτικής, με κατάργηση της εποπτείας από την Αγροτική Τράπεζα, την πολιτική πατρωνεία και την υπερστελέχωση οδήγησε σε πελατειακές σχέσεις, αναποτελεσματική διαχείριση, διαφθορά, υπερχρέωση και πτώχευση πολλών συνεταιρισμών. Μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση απάτης ήταν το γνωστό ως σκάνδαλο του «γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού». Το 1986 φορτηγό πλοίο κατέπλευσε στη Θεσσαλονίκη φορτωμένο με 9.000 τόνους καλαμποκιού από τη Γιουγκοσλαβία, το οποίο όμως εμφανίστηκε ως ελληνικής προέλευσης, καθώς εφοδιάστηκε με πλαστά έγγραφα που έδειχναν πως είχε φορτωθεί στην Καβάλα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστειλε κλιμάκιο ελέγχου και παρά τις προσπάθειες των ελληνικών αρχών να περάσουν το καλαμπόκι ως ελληνικό το αποτέλεσμα ήταν η αποκάλυψη της πλαστογράφησης και της απάτης.
Για την αντιμετώπιση της απάτης στις αγροτικές επιδοτήσεις και την ενίσχυση της διαφάνειας ιδρύθηκε, το 1998 με το Νόμο 2637, ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ) και ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2001 ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, δημοσίου συμφέροντος, εποπτευόμενο από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Σκοπός του ήταν να καταβάλει έγκαιρα, σωστά και με διαφάνεια τις αγροτικές ενισχύσεις που παρέχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στον αγροτικό τομέα. Η πορεία του και η αδυναμία του Οργανισμού να ικανοποιήσει το κύριο σκοπό του, δηλαδή «να καταβάλει έγκαιρα, σωστά και με διαφάνεια τις αγροτικές ενισχύσεις που χορηγούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στον αγροτικό τομέα» είναι σήμερα προφανής. Οι ευθύνες του πολιτικού συστήματος αλλά και του κοινωνικού συνόλου είναι επίσης προφανείς. Η απάτη με τις επιδοτήσεις ψεύτικων βοσκοτόπων, που πήρε δημοσιότητα πρόσφατα, ήταν θέμα γνωστό και αντικείμενο συζήτησης σε όλη της ελληνική ύπαιθρο. Πώς εξηγείται η κατηγορία (αν είναι ορθή) ότι η νομική υπηρεσία του οργανισμού το 2022 ύψωσε ασπίδα προστασίας στους απατεώνες;
Το πρόβλημα της απάτης των αγροτικών επιδοτήσεων της ΕΕ είναι εξαιρετικά σύνθετο και πολύπλοκο. Ωστόσο, οι αιτίες είναι ορατές ακόμα και «δια γυμνού οφθαλμού». Αδυναμίες του ελεγκτικού συστήματος, πολυπλοκότητα των μέτρων πολιτικής, διασυνοριακά ζητήματα, ανεπαρκής εποπτεία, αλλά κυρίως κοινωνική και πολιτική ανοχή. Στην Ελλάδα η απάτη με τις αγροτικές επιδοτήσεις της ΚΑΠ αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα των τελευταίων δεκαετιών στον αγροτικό τομέα, με βαθιές διαχρονικές ρίζες και συστηματικά χαρακτηριστικά. Ο ΟΠΕΚΕΠΕ διαχειρίζεται πάνω από 3 δισ. ευρώ ετησίως σε κοινοτικές ενισχύσεις (περίπου 1,5% του ΑΕΠ, όταν ο αγροτικός τομέας συμμετέχει στο ΑΕΠ της Ελλάδος κατά 3,8%, δηλαδή το 40% του αγροτικού ΑΕΠ είναι επιδοτήσεις). Οι απάτες αφορούν την υπεξαίρεση εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ και στο επίκεντρο βρίσκονται όχι μόνο αγρότες, αλλά και αστικά πρόσωπα, τεχνικοί σύμβουλοι, υπάλληλοι του ΟΠΕΚΕΠΕ και πιθανότατα ολόκληρη η τοπική κοινωνία η οποία επωφελείται ανεξάρτητα επαγγέλματος.
Για αντιμετώπιση του προβλήματος της απάτης η ΕΕ έχει λάβει διάφορα μέτρα που αποσκοπούν στην ενίσχυση των μηχανισμών ελέγχου και στην ενίσχυση της διαφάνειας, όπως για παράδειγμα: (α) Το Ολοκληρωμένο Σύστημα Διοίκησης και Ελέγχου που εισήχθη το 1992 χρησιμοποιεί δορυφορικές εικόνες και τεχνολογίες τηλεπισκόπησης για την επαλήθευση της χρήσης γης και την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους κανονισμούς της ΚΓΠ. (β) Οι απαιτήσεις πολλαπλής συμμόρφωσης, που συνδέουν τις άμεσες πληρωμές με τήρηση περιβαλλοντικών προτύπων και ασφάλειας των τροφίμων. (γ) Οικονομικές κυρώσεις και ποινές που επιβάλλονται για απάτη ή μη συμμόρφωση. (δ) Βελτιωμένα πλαίσια ελέγχου και επιθεώρησης για ενίσχυση των διαδικασιών ελέγχου βάσει κινδύνου. (ε) Ο ψηφιακός μετασχηματισμός με χρήση ψηφιακών μέσων για αιτήσεις και πληρωμές επιδοτήσεων.
Ωστόσο, τα μέτρα αυτά έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Ενώ κάποια μέτρα και μεταρρυθμίσεις στη διαχείριση των κοινοτικών επιδοτήσεων έχουν δείξει κάποια πρόοδο στη μείωση της απάτης, οι προκλήσεις και το πρόβλημα παραμένει σημαντικό. Η πολυπλοκότητα και η συνθετότητα των μέτρων της ΚΑΠ, αλλά και το μεγάλο διοικητικό κόστος των μέτρων αποτροπής δημιουργεί κενά που πάντα θα μπορεί να εκμεταλλευθεί ο ιδιωτικός τομέας, οπότε αυξάνεται και ο κίνδυνος της απάτης. Εν τούτοις, ο σημαντικότερος λόγος είναι η κοινωνική και πολιτική αποδοχή της απάτης. Αυτή είναι που κάνει το πρόβλημα κοινωνικό και συστημικό. Και αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο να λυθεί γιατί δεν αντιμετωπίζεται ούτε με διοικητικά ούτε με ελεγκτικά μέτρα. Είναι θέμα κοινωνικό και αξιακό, θέμα αντίληψης ότι το κράτος και ο κρατικός προϋπολογισμός (και κατ’ επέκταση τα Ευρωπαϊκά κονδύλια) δεν είναι κάτι ξένο και αδιάφορο, αλλά χρήματα του κοινωνικού συνόλου.
Η απάτη δεν περιορίζεται στις αγροτικές επιδοτήσεις αλλά διατρέχει όλο το φάσμα των Ευρωπαϊκών κονδυλίων. Μπορούμε για παράδειγμα να θυμηθούμε το πρόβλημα με τα κονδύλια κατάρτισης ανέργων και τα πολιτιστικά κέντρα τη δεκαετία του 1990. Είναι πράγματι εξοργιστική η ανοχή του πολιτικού και κοινωνικού συνόλου στις απάτες κατάχρησης Ευρωπαϊκών κονδυλίων με τη γενική αιτιολογία της απορρόφησης κοινοτικών πόρων. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η απάτη αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο και πρόβλημα, το οποίο εκδηλώνεται με διαφορετικές μορφές και τρόπους, ανάλογα με τις συνθήκες, τις ευκαιρίες και τις κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Στον πυρήνα της, η απάτη είναι μια αρνητική κοινωνική συμπεριφορά με τεράστια κοινωνική ζημία. Έχει ως αποτέλεσμα δυσμενείς κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις με καταστροφή εμπιστοσύνης στους θεσμούς, απώλεια αξιοπιστίας του κράτους και της δικαιοσύνης, με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στις προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις.
Η απάτη δεν είναι απλώς ένα οικονομικό έγκλημα. Είναι ένα πολυδιάστατο κοινωνικό και πολιτιστικό φαινόμενο, το οποίο επηρεάζει βαθιά τόσο τα άτομα όσο και την κοινωνία στο σύνολό της. Η αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτεί συντονισμένη δράση κυρίως σε επίπεδο ευαισθητοποίησης του κοινωνικού συνόλου, αλλά και σε επίπεδο νομοθεσίας και κοινωνικής υποστήριξης. Ωστόσο, όσο η κοινωνία αντιμετωπίζει αυτόν που καταγγέλλει μια παρανομία ή απάτη ως «καρφί», δεν υπάρχει ελπίδα.