Η πράσινη οικονομία αποτελεί πλέον βασικό άξονα οικονομικής πολιτικής παγκοσμίως, επηρεάζοντας επενδύσεις, ενεργειακές αγορές, βιομηχανία, κτίρια και μεταφορές. Από την Ευρωπαϊκή Ένωση έως τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ασία, η μετάβαση σε ένα μοντέλο χαμηλών εκπομπών άνθρακα παρουσιάζεται ως αναγκαία συνθήκη για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης αλλά και ως νέα αναπτυξιακή ευκαιρία. Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, δεν είναι αν η πράσινη οικονομία προχωρά, αλλά με ποια ταχύτητα, με ποιο κόστος και ποιοι τελικά κερδίζουν ή χάνουν από αυτήν τη μετάβαση, ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου οι αντοχές της κοινωνίας και των επιχειρήσεων παραμένουν περιορισμένες.
Σε διεθνές επίπεδο, η κατεύθυνση των κεφαλαίων δείχνει ότι οδεύει καθαρά προς την πράσινη μετάβαση. Οι επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια έχουν αυξηθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια και πλέον απορροφούν σημαντικά μεγαλύτερο όγκο πόρων σε σχέση με τα ορυκτά καύσιμα, με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος των νέων επενδυτικών σχεδίων. Παράλληλα, το μερίδιο των έργων πράσινης ενέργειας στις διεθνείς άμεσες ξένες επενδύσεις έχει αυξηθεί πολλαπλάσια σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας, γεγονός που αποτυπώνει μια βαθιά διαρθρωτική αλλαγή στην παγκόσμια οικονομία. Ωστόσο, ακόμη και οργανισμοί όπως ο ΟΟΣΑ επισημαίνουν ότι, παρά τη ραγδαία αύξηση των επενδύσεων, τα σημερινά επίπεδα δεν επαρκούν για να διασφαλίσουν την επίτευξη των στόχων κλιματικής ουδετερότητας, καθώς οι εκπομπές μειώνονται με ρυθμούς χαμηλότερους από αυτούς που απαιτούν τα επιστημονικά σενάρια.
Η εικόνα διεθνώς: Το «κενό» παραμένει παρά τη ροή κεφαλαίων
Στο ενεργειακό σκέλος –που είναι και ο πυρήνας της πράσινης μετάβασης– οι επενδύσεις καθαρής ενέργειας έχουν εκτοξευτεί: το 2023 οι παγκόσμιες επενδύσεις σε έργα καθαρής ενέργειας ξεπέρασαν τα 1,8 τρισ. δολάρια, με τις ΑΠΕ να αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι (περίπου 700 δισ. δολάρια).
Παράλληλα, η «πράσινη» κατεύθυνση φαίνεται και στις ροές επενδύσεων: το μερίδιο των ΑΠΕ στο FDI έχει καταγράψει άνοδο από κάτω του 1% το 2003 σε πάνω από 26% το 2023, σύμφωνα με στοιχεία που συνοψίζει ο ΟΟΣΑ.
Κι όμως, η μετάβαση δεν «κλειδώνει» αυτόματα. Ο ΟΟΣΑ υπογραμμίζει ότι, παρά τη δυναμική, τα επίπεδα επενδύσεων παραμένουν χαμηλότερα από όσα απαιτούνται για συμβατότητα με net-zero τροχιές. Στα κτίρια –έναν τομέα που «καίει» τεράστια ενέργεια– η πρόοδος είναι επίσης πιο αργή από τους στόχους (π.χ. στην ενεργειακή ένταση και στη διείσδυση ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας).
Τι δείχνουν τα στοιχεία για την πράσινη μετάβαση στην Ελλάδα
Στον τομέα της πράσινης ανάπτυξης, υπάρχει ένα κρίσιμο ελληνικό παράδοξο: η ανησυχία είναι υψηλή, αλλά η υλοποίηση μπλοκάρει συχνά σε θέματα που αφορούν στο κόστος, στην αποδοχή έργων, στα δίκτυα και στη γραφειοκρατία.
Σύμφωνα με μεγάλη έρευνα του ΙΟΒΕ (Σεπτέμβριος 2024), το 65,7% του δείγματος δηλώνει ότι για την κλιματική αλλαγή «ανησυχεί πολύ» ή/και «πάρα πολύ», ένα εύρημα που εξηγεί γιατί η πράσινη μετάβαση δεν είναι απλώς τεχνικό project, αλλά κοινωνική υπόθεση.
Από την πλευρά των επιχειρήσεων, η πιο «σκληρή» ανάγνωση έρχεται από τον ΣΕΒ (BusinessPulse 2024-25). Εκεί, το 50,7% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι η κλιματική κρίση θα είναι μεγάλο πρόβλημα για τη λειτουργία τους στην επόμενη πενταετία. Η μετάβαση «σκοντάφτει» στα γνωστά: για τις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις το κόστος ενέργειας καταγράφεται ως κορυφαίο εμπόδιο (93,9% και 78,1% αντίστοιχα), ενώ στις μεγάλες επιχειρήσεις εμφανίζονται ως βασικά εμπόδια οι ελλείψεις ανθρώπινου δυναμικού και η γραφειοκρατία.
Στο φορολογικό/δημοσιονομικό αποτύπωμα, η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει ότι το 2023 τα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους ήταν 9,257 δισ. ευρώ και αντιστοιχούσαν στο 10,6% των συνολικών φόρων και κοινωνικών εισφορών, με τους φόρους ενέργειας να αποτελούν το 81,5% των περιβαλλοντικών φόρων. Πρόκειται για ένδειξη ότι το «πράσινο σήμα τιμής» στην οικονομία περνά κυρίως από την ενέργεια, άρα το πώς σχεδιάζονται αντισταθμίσεις και κίνητρα έχει τεράστια σημασία για κοινωνική αποδοχή.
Οι προκλήσεις για την Ελλάδα: το τρίπτυχο που κρίνει το αποτέλεσμα
Η Ελλάδα μπορεί να ωφεληθεί (επενδύσεις, εξαγωγές πράσινης ενέργειας/υπηρεσιών, νέες αλυσίδες αξίας).
Όμως, για να μην μείνει η πράσινη οικονομία «στα χαρτιά», τρία σημεία είναι καθοριστικά: οι υποδομές, η κοινωνία και η ταχύτητα υλοποίησης δηλαδή τα δίκτυα, αποθήκευση, διασυνδέσεις, αναβαθμίσεις σε κτίρια/βιομηχανία και η υιοθέτηση ταχύτερων πρακτικών. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι το χρήμα υπάρχει, αλλά χωρίς ώριμα έργα και γρήγορες αδειοδοτήσεις η απόδοση χάνεται.
Η κοινωνική νομιμοποίηση των έργων είναι επίσης σημαντική. Η υψηλή ανησυχία των πολιτών δεν μεταφράζεται αυτόματα σε αποδοχή κάθε έργου που υλοποιείται στην περιοχή τους. Το ΙΟΒΕ έχει αναδείξει το θέμα οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι η δημόσια στάση είναι κλειδί για καθυστερήσεις/ακυρώσεις και άρα για το τελικό κόστος της μετάβασης. Τέλος η ανταγωνιστικότητα και η διασφάλισή της για τους μικρομεσαίους αποτελεί κλειδί εάν ληφθεί υπ’ όψιν η «αρχιτεκτονική» των επιχειρήσεων στη χώρα μας. Η πράσινη μετάβαση δεν μπορεί να επιταχυνθεί εάν η βιομηχανία και οι ΜμΕ τη βιώνουν ως καθαρό κόστος. Τα ευρήματα του ΣΕΒ για το ενεργειακό κόστος ως βασικό εμπόδιο –και για το 50,7% που βλέπει την κλιματική κρίση ως μεγάλο λειτουργικό πρόβλημα– δείχνουν ότι η συζήτηση πρέπει να γίνει πιο πρακτική: ενέργεια, χρηματοδότηση, δεξιότητες, και λιγότερη γραφειοκρατία.