Η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε μια περίοδο προσαρμογής που δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με προηγούμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου. Από τη μία πλευρά, το Βερολίνο εγκαταλείπει, έστω μερικώς, το δημοσιονομικό δόγμα των τελευταίων δεκαετιών, ενεργοποιώντας ένα εκτεταμένο πρόγραμμα δαπανών για υποδομές, άμυνα και τεχνολογικό εκσυγχρονισμό. Από την άλλη, το εξωτερικό περιβάλλον μεταβάλλεται ταχύτατα, με την Κίνα να εξελίσσεται από αγορά απορρόφησης γερμανικών εξαγωγών σε άμεσο ανταγωνιστή τους.
Οι δύο αυτές εξελίξεις δεν είναι ανεξάρτητες, στον βαθμό που η δημοσιονομική στροφή της Γερμανίας έρχεται (και) ως απάντηση στις πιέσεις που δέχεται το παραγωγικό της μοντέλο μέσα σε ένα πιο κατακερματισμένο και ανταγωνιστικό παγκόσμιο σύστημα.
Τα όρια της δημοσιονομικής στροφής
Η χαλάρωση του συνταγματικού «φρένου χρέους» και η δημιουργία ειδικών ταμείων για υποδομές και άμυνα σηματοδοτούν μια σαφή αλλαγή στρατηγικής. Ωστόσο, πολλοί ξένοι αναλυτές επισημαίνουν ότι το ζήτημα δεν είναι μόνο το μέγεθος των κονδυλίων αλλά και η ικανότητα απορρόφησής τους.

Για παράδειγμα, η Deutsche Bank υπογραμμίζει ότι η αύξηση των αμυντικών και επενδυτικών δαπανών εξελίσσεται πιο αργά από τον αρχικό σχεδιασμό και προειδοποιεί ότι η αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης καθυστέρησε μέσα στο 2025 και θα αποτελέσει ζητούμενο για το 2026.
Η UniCredit, από την πλευρά της, σχολιάζει ότι η δημοσιονομική επέκταση είναι πιθανό να οδηγήσει σε μια προσωρινή, μόνο, υπερδιέγερση οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς όμως να μεταβάλλει ριζικά τις αιτίες του χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης.
Είναι ενδεικτικό ότι το Ινστιτούτο Ifo αναθεώρησε καθοδικά τις εκτιμήσεις του, προβλέποντας ανάπτυξη 0,8% το 2026 και 1,1% το 2027, από 1,3% και 1,6% αντίστοιχα που ανέμενε τον Σεπτέμβριο. Ανάλογη εικόνα σκιαγραφούν και άλλα γερμανικά ινστιτούτα, όπως το Kiel Institute και το Ινστιτούτο RWI Leibniz, τα οποία συγκλίνουν στο ότι η ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας θα είναι αργή και εκτεθειμένη σε καθοδικούς κινδύνους.
Φόβος για «τσουνάμι» κινεζικών εισαγωγών
Αν η ανάπτυξη είναι το εσωτερικό σκέλος του γερμανικού προβλήματος, το εξωτερικό, που καθίσταται ολοένα και πιο κρίσιμο, είναι η Κίνα. Σύμφωνα με τη Deutsche Bank, το εμπορικό έλλειμμα της Γερμανίας με την Κίνα έφτασε περίπου στο 1,8% του ΑΕΠ στο α’ εξάμηνο του 2025 και αναμένεται να ξεπεράσει το 2% του ΑΕΠ, επίπεδο που συνιστά ιστορικό υψηλό.
Οι αναλυτές της DB μιλούν για τον κίνδυνο ενός «κινεζικού σοκ» εξηγώντας ότι η Γερμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν συνδυασμό μειωμένων εξαγωγών προς την Κίνα και αυξημένων εισαγωγών από αυτήν. Ιδιαίτερη σημασία δίνει επίσης στο γεγονός ότι η επιδείνωση αυτή είναι «ευρείας βάσης» και δεν αφορά μόνο έναν κλάδο, ούτε είναι συγκυριακή. Πρόκειται, όπως εξηγούν, για μια διαρθρωτική μεταβολή και όχι για ένα παροδικό φαινόμενο.

Η Commerzbank προσεγγίζει το ίδιο φαινόμενο από διαφορετική γωνία, προειδοποιώντας για τον κίνδυνο ενός «τσουνάμι» κινεζικών εισαγωγών. Όπως εξηγεί, η πτώση των τιμών των κινεζικών εισαγωγών (περίπου 1,8% χαμηλότερα σε σχέση με δύο χρόνια πριν) δεν οφείλεται -ακόμη- σε κάποιου είδους αναδρομολόγηση των κινεζικών εξαγωγών λόγω των αμερικανικών δασμών, αλλά στις εκτεταμένες κινεζικές επιδοτήσεις, την υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα της Κίνας και στη μείωση του κόστους μεταφοράς.
Αυτό που ανησυχεί την Commezbank είναι ότι, τις συνέπειες των αμερικανικών δασμών επί των κινεζικών εξαγωγών θα τις υποστεί η Γερμανία με χρονική υστέρηση, και θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη με ένα τεράστιο κύμα φθηνών κινεζικών προϊόντων μέσα στα επόμενα ένα έως δύο χρόνια.

Μειωμένες προσδοκίες
Την εβδομάδα που πέρασε, καταγράφηκε νέα υποχώρηση του γερμανικού δείκτη επιχειρηματικού κλίματος Ifo για τον Δεκέμβριο, για δεύτερο διαδοχικό μήνα, στο 87,6. Κι αυτό, διότι οι γερμανικές επιχειρήσεις είναι πιο απαισιόδοξες για τις προοπτικές του επόμενου εξαμήνου.
Σε αυτές τις συνθήκες, ο ρόλος των προσδοκιών γίνεται καθοριστικός, όπως εξηγεί η Commerzbank, διότι τα δημοσιονομικά μέτρα δεν έχουν κάποιο σταθερό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Κι όταν οι επιχειρηματικές προσδοκίες είναι επιβαρυμένες, η επίδραση των δημοσίων δαπανών στην πραγματική οικονομία περιορίζεται αισθητά.
«Άγνωστες» πτυχές
Αν κάτι προκύπτει μέσα από τις εκθέσεις των ξένων αναλυτών, είναι ότι οι εσωτερικές αδυναμίες τις Γερμανίας είναι χρόνιες και επίμονες και περιπλέκουν ακόμα περισσότερο την εξίσωση. Αρχικά, η Γερμανία δυσκολεύεται να μετατρέψει τη δημοσιονομική της ισχύ σε πραγματικές επενδύσεις. Όπως επισημαίνει η Deutsche Bank, την περίοδο 2017-2024 καταγράφεται σημαντική υστέρηση μεταξύ των εγκεκριμένων δημόσιων επενδυτικών κονδυλίων και της πραγματικής εκτέλεσής τους, η οποία σωρευτικά ανέρχεται σε δεκάδες δισ. ευρώ. Η διαπίστωση αυτή υποδηλώνει ότι το βασικό εμπόδιο δεν είναι η έλλειψη πόρων ή πολιτικής βούλησης, αλλά η διοικητική και θεσμική ικανότητα υλοποίησης.

Επιπλέον, η εξάρτηση της Γερμανίας από την Κίνα είναι βαθύτερη απ’ όσο δείχνουν τα εμπορικά ισοζύγια. Η Deutsche Bank τονίζει ότι πέρα από τις καθαρές εμπορικές ροές, η γερμανική οικονομία παραμένει εκτεθειμένη σε προμήθειες κρίσιμων πρώτων υλών, σπάνιων γαιών και τεχνολογικών ενδιάμεσων αγαθών. Η εξάρτηση αυτή αφορά τομείς στρατηγικής σημασίας, από την αυτοκινητοβιομηχανία και την ενεργειακή μετάβαση έως την άμυνα, περιορίζοντας στην πράξη τα περιθώρια γρήγορης προσαρμογής της γερμανικής οικονομίας σε ένα νέο μοντέλο.
Στο μεταξύ, ο εμπορικός ανταγωνισμός Γερμανίας-Κίνας δεν περιορίζεται στις διεθνείς αγορές, αλλά εκδηλώνεται πλέον και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τη Deutsche Bank, τα στοιχεία δείχνουν ότι η Κίνα αυξάνει σταθερά το μερίδιό της στις εισαγωγές πολλών ευρωπαϊκών χωρών, σε κλάδους όπου η Γερμανία παραδοσιακά κυριαρχούσε, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο της Γερμανίας υποχωρεί. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, που για δεκαετίες λειτουργούσε ως ασφαλές πεδίο για τη γερμανική βιομηχανία, δεν προσφέρει πλέον την ίδια προστασία.
Εν τέλει, οι γερμανικές επιχειρήσεις φαίνεται να προσαρμόζονται ταχύτερα από τις πολιτικές της κυβέρνησης. Με άλλα λόγια, ενσωματώνουν ήδη στους σχεδιασμούς τους την ανάγκη περιορισμού των κινδύνων που συνδέονται με την Κίνα, ενώ η αντίστοιχη πολιτική συζήτηση εξελίσσεται με τους δικούς της ρυθμούς. Το χάσμα αυτό έχει σημασία, καθώς οι επενδυτικές αποφάσεις συχνά προηγούνται και τελικά καθορίζουν την κατεύθυνση της οικονομίας.
Προφανώς, η Γερμανία δεν βρίσκεται μπροστά σε κάποια ξαφνική κρίση. Αντιμετωπίζει όμως μια πολύ απαιτητική δοκιμασία προσαρμογής και καλείται να αποδείξει αν θα την πετύχει, σε ένα περιβάλλον εντεινόμενου ανταγωνισμού και με τον χρόνο να μη λειτουργεί, σε καμία περίπτωση, υπέρ της.