Αμετάβλητη στο «ΒΒΒ», με σταθερό outlook, διατήρησε τη διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας η Standard & Poor’s.
Στην έκθεσή του, ο οίκος αξιολόγησης επισημαίνει ότι το σταθερό outlook αντανακλά την ισχυρή οικονομική και δημοσιονομική επίδοση της Ελλάδας κόντρα στο υψηλό απόθεμα εξωτερικού και δημόσιου χρέους.
Ο οίκος παραθέτει ένα δυσμενές και ένα ευνοϊκό σενάριο. Στην πρώτη περίπτωση, προειδοποιεί για υποβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας εάν η δημοσιονομική της απόδοση εμφανίσει σημαντική επιδείνωση. Αντιθέτως, μια αναβάθμιση θα μπορούσε να έρθει, εάν οι εξωτερικές ανισορροπίες της Ελλάδας βελτιώνονταν ουσιαστικά και βιώσιμα. «Για παράδειγμα, αυτό θα μπορούσε να συμβεί εάν δούμε μείωση της εξάρτησης της οικονομίας από τις εισαγωγές. Θα μπορούσαμε επίσης να αναβαθμίσουμε την Ελλάδα εάν δούμε σημαντική μείωση του εξωτερικού χρέους της χώρας, μεγάλο μέρος του οποίου είναι δημόσιο», εξηγεί η S&P.
Υπενθυμίζεται ότι ο οίκος τον περασμένο Απρίλιο είχε προχωρήσει σε αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου, τοποθετώντας το δύο κλίμακες πάνω από την επενδυτική βαθμίδα. Οι αναλυτές του οίκου απέδιδαν τότε εύσημα για τη φορολογική συμμόρφωση στη χώρα ενώ, σε μεταγενέστερο χρόνο, είχαν διευκρινίσει ότι, αν και θετικοί ως προς την πρόωρη εξόφληση των δανείων του πρώτου μνημονίου, η πολιτική αυτή έχει ουδέτερη επίδραση στην αξιολόγηση της Ελλάδας.
Το σκεπτικό της σημερινής απόφασης
Οι δημοσιονομικοί δείκτες δείχνουν άλλη μία χρονιά υπεραπόδοσης του προϋπολογισμού το 2025. Σύμφωνα με την Standard & Poor's, η αύξηση των τρεχουσών δαπανών έχει παραμείνει συγκρατημένη, ενώ τα έσοδα εμφανίζουν ισχυρή αύξηση, χάρη στις προσπάθειες για φορολογική συμμόρφωση, τη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας, αλλά και τις επιδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Συνολικά, η κυβέρνηση φαίνεται να βρίσκεται σε τροχιά επίτευξης -και υπέρβασης- των δημοσιονομικών της στόχων και φέτος, με τον οίκο να εκτιμά ότι, παρά την πιθανή περαιτέρω δημοσιονομική χαλάρωση, τα δημοσιονομικά αποτελέσματα θα παραμείνουν ευνοϊκά τα επόμενα έτη. Προβλέπει ότι η Ελλάδα θα εμφανίσει πλεόνασμα 0,4% του ΑΕΠ φέτος, το οποίο στη συνέχεια θα μετατραπεί σε ήπιο έλλειμμα, κατά μέσο όρο 0,6% του ΑΕΠ, την περίοδο 2026-2028.
Παρά την αυξανόμενη παγκόσμια αβεβαιότητα, οι οικονομικές προοπτικές εξακολουθούν να φαίνονται σταθερές. Η βιομηχανική παραγωγή παρέμεινε στάσιμη κατά τους πρώτους οκτώ μήνες του έτους, αντικατοπτρίζοντας την υποτονική ανάπτυξη βασικών ευρωπαϊκών εμπορικών εταίρων και τη μείωση των εξαγωγών. Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνει η S&P, τα τουριστικά έσοδα για το διάστημα έως και τον Ιούλιο κατέγραψαν αύξηση 12,5% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024. Η εγχώρια πιστωτική επέκταση έχει επίσης τονωθεί, ιδίως όσον αφορά τη χορήγηση δανείων προς τις επιχειρήσεις. Αυτό, σε συνδυασμό με τις θετικές επιπτώσεις στα εισοδήματα από την άνοδο των τιμών στην αγορά κατοικίας (καθώς και στην εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά), συνέβαλε στην ανάκαμψη των λιανικών πωλήσεων και της κατανάλωσης. Ο οίκος προβλέπει ότι το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,1% φέτος, καθώς η μεγαλύτερη βεβαιότητα γύρω από τη συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ για το εμπόριο αναμένεται να τονώσει τη μεταποιητική δραστηριότητα στο δεύτερο εξάμηνο. Η σταθερή και διαρκής μείωση της ανεργίας, σε συνδυασμό με την αύξηση των πραγματικών μισθών, θα συνεχίσει να στηρίζει την ιδιωτική κατανάλωση.
Το Ταμείο Ανάκαμψης εισέρχεται στην τελική του φάση, ωστόσο δεν διαφαίνεται απότομη κατάρρευση των επενδύσεων. Οι προθεσμίες υποβολής έργων που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης και χρηματοδοτούνται μέσω του RRF τοποθετούνται στο δεύτερο εξάμηνο του 2026. Ωστόσο, υπάρχουν επιπλέον σταδιακές προθεσμίες για την απορρόφηση των κονδυλίων, ιδιαίτερα για έργα που χρηματοδοτούνται μέσω δανείων. Αυτό αναμένεται να φέρει μια πιο ομαλή μετάβαση εκτός του πλαισίου του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ ο επόμενος προϋπολογισμός της ΕΕ για την περίοδο 2028-2034 πιθανόν να προσφέρει σημαντική πρόσθετη στήριξη στους επενδυτικούς στόχους της Ελλάδας, εκτιμά η S&P. Τέλος, δεδομένου ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να κατευθύνει επιπλέον απροσδόκητα φορολογικά έσοδα προς επενδυτικά έργα, ο οίκος αναμένει ότι η εγχώρια χρηματοδότηση επενδύσεων θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια.
Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μεγαλύτερες εξωτερικές αδυναμίες σε σχέση με άλλες οικονομίες της ΕΕ. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας επιδεινώθηκε σημαντικά το 2020 και παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Ωστόσο, η αύξηση των τουριστικών εσόδων το 2025, σε συνδυασμό με τη μείωση των πληρωμών τόκων και των τιμών του πετρελαίου, συνέβαλε σε μέτρια συρρίκνωση του ελλείμματος. Επιπλέον, οι καθαρές εξαγωγές συνέβαλαν θετικά στην αύξηση του ΑΕΠ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, ενισχυμένες από την ισχυρή άνοδο των εξαγωγών υπηρεσιών το δεύτερο τρίμηνο. Αν και οι ανάγκες για εισαγωγές αναμένεται να παραμείνουν υψηλές φέτος και του χρόνου λόγω της επιτάχυνσης των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης, ο οίκος εκτιμά ότι η Ελλάδα θα περιορίσει σταδιακά το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Βασικά σημεία της S&P
- Προβλέπουμε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 2,2% την περίοδο 2025-2026, τροφοδοτούμενος από τις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση, και ότι στη συνέχεια η οικονομική επέκταση θα αρχίσει να υποχωρεί καθώς θα αρχίσουν να περιορίζονται τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης
- Οι σημαντικές οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις έχουν καταστήσει την οικονομική πορεία πιο βιώσιμη, αλλά τα κωλύματα σε τομείς όπως η δικαιοσύνη εξακολουθούν να αποτελούν πρόκληση
- Οι δημογραφικές πιέσεις επηρεάζουν αρνητικά τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και ως εκ τούτου θα συνεχίσουν να καταλαμβάνουν σημαντικό χώρο στις πολιτικές.
- Η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να διατηρήσει τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αναμένουμε ότι θα διαμορφωθούν κατά μέσο όρο στο 2,9% την περίοδο 2026-2028
- Ο λόγος του καθαρού χρέους προς το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι υψηλός και εκτιμάται ότι θα φτάσει στο 131% στο τέλος του 2025, αν και οι κίνδυνοι χρέους μετριάζονται από την πολύ μεγάλη μέση σταθμισμένη διάρκεια και το εκτεταμένο hedging επιτοκίων
- Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι επί του παρόντος αυξημένο λόγω της επενδυτικής δραστηριότητας που βασίζεται σε εισαγωγές και χρηματοδοτείται από το RRF, αν και αυτό λογικά θα μειωθεί από το 2027.
Γαλλία και Γερμανία επηρεάζουν τη βιομηχανική δραστηριότητα
Η S&P επισημαίνει ότι η ασταθής εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, η ασθενής ζήτηση από τη Γαλλία και τη Γερμανία και οι πιέσεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες επιβαρύνουν τη βιομηχανική δραστηριότητα στην Ελλάδα το 2025.
Παρόλα αυτά, εντοπίζονται θετικά σημεία. Το δεύτερο τρίμηνο του έτους σημειώθηκε αύξηση στις πάγιες επενδύσεις (πλην κατασκευών), απόρροια της ενίσχυσης της επιχειρηματικής χρηματοδότησης και της υλοποίησης έργων του Ταμείου Ανάκαμψης. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά μέσο όρο 2% στο πρώτο εξάμηνο του 2025, λίγο χαμηλότερα από το 2,3% των ετών 2023 και 2024.
Η κατανάλωση των νοικοκυριών διατηρείται, ωστόσο η βιομηχανική παραγωγή παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμη, καταγράφοντας μείωση 0,1% το οκτάμηνο, έναντι αύξησης 6,8% το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Η S&P αποδίδει αυτή την επίδοση στην αβεβαιότητα που σχετίζεται με τις εμπορικές σχέσεις ΕΕ–ΗΠΑ. Η πρόσφατη εμπορική συμφωνία μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, παρότι συνεπάγεται υψηλότερους δασμούς, εκτιμάται ότι θα μειώσει την αβεβαιότητα και θα ενισχύσει τη μεταποιητική δραστηριότητα στο δεύτερο εξάμηνο του 2025.
Τα τουριστικά έσοδα παραμένουν ισχυρά, με αύξηση 12,5% σε ονομαστικούς όρους στο επτάμηνο.
Να σημειωθεί ότι η Standard & Poor's απόψε υποβάθμισε το αξιόχρεο της Γαλλίας.
Θετικές τάσεις στην αγορά εργασίας
Η S&P σημειώνει ότι η ανεργία στην Ελλάδα υποχώρησε στο 8,1% τον Αύγουστο του 2025, λιγότερο από το ήμισυ των επιπέδων του 2019. Η χώρα κατατάσσεται πλέον πέμπτη από το τέλος στην Ευρωζώνη ως προς το ποσοστό ανεργίας.
Η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό αυξάνεται, κυρίως λόγω της ενίσχυσης της συμμετοχής των γυναικών και των ηλικιωμένων. Οι μεταρρυθμίσεις που κατήργησαν τις ποινές για επιστροφή συνταξιούχων στην εργασία είχαν σημαντικό αποτέλεσμα. Σε συνδυασμό με την αύξηση των πραγματικών μισθών, η S&P εκτιμά ότι οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας θα ενισχύσουν περαιτέρω την κατανάλωση και την οικονομική δραστηριότητα τα επόμενα χρόνια.
Οι επενδύσεις του RRF θα στηρίξουν την ανάπτυξη ως το 2026
Η S&P προβλέπει μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 2,2% για την περίοδο 2025-2026, λόγω της επιτάχυνσης των επενδύσεων καθώς πλησιάζουν οι προθεσμίες υλοποίησης έργων του RRF.
Αν και τα επιδοτούμενα έργα πρέπει να ολοκληρωθούν μέχρι το 2026, τα έργα που χρηματοδοτούνται μέσω δανείων και περιλαμβάνουν ιδιωτική συμμετοχή έχουν προθεσμία υλοποίησης μέχρι το 2028. Επιπλέον, η S&P αναμένει ότι η Ελλάδα θα δώσει προτεραιότητα στην εγχώρια χρηματοδότηση επενδύσεων, κάτι που μετριάζει τους κινδύνους απότομης συρρίκνωσης της επενδυτικής δραστηριότητας.
Διαρθρωτικά εμπόδια και μακροπρόθεσμες προκλήσεις
Η S&P αναγνωρίζει ότι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις προχώρησαν σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που βελτίωσαν τη βιωσιμότητα της οικονομίας και των δημόσιων οικονομικών. Ωστόσο, εντοπίζονται ακόμη σοβαρά εμπόδια στην αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.
Η μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης είχε περιορισμένα αποτελέσματα και η καθυστέρηση στην επίλυση υποθέσεων συνεχίζεται. Η κτηματογράφηση παραμένει ελλιπής και η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει χαμηλές επιδόσεις σε δείκτες αντίληψης διαφθοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η δημογραφική πρόκληση βαραίνει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές
Ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει συρρικνωθεί κατά περισσότερο από 6% από το 2011, λόγω χαμηλών γεννήσεων και μετανάστευσης. Η S&P επισημαίνει ότι η χώρα μας είναι πλέον η τέταρτη γηραιότερη στην ΕΕ, και αναμένεται έως το 2050 να έχει το υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού άνω των 65 ετών στην Ένωση.
Το δημογραφικό πρόβλημα θα επιβαρύνει τη μακροχρόνια ανάπτυξη. Σημειώνεται ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ήδη λάβει μέτρα για τον περιορισμό της δημοσιονομικής επίπτωσης της γήρανσης του πληθυσμού, κυρίως μέσω μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό. Πιο πρόσφατες φορολογικές αλλαγές περιλαμβάνουν μειώσεις φόρου εισοδήματος για πολύτεκνες οικογένειες, αλλά η S&P αναφέρει ότι δεν είναι ακόμη σαφές αν τα μέτρα αυτά επαρκούν για να τονώσουν τις γεννήσεις.
Εξωτερικές ανισορροπίες επιβαρύνουν το πιστωτικό προφίλ
Η S&P αναφέρει ότι η ελληνική κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων, με μέσο όρο 2,9% του ΑΕΠ την περίοδο 2026-2028.
Το καθαρό δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό (εκτίμηση 131% του ΑΕΠ στο τέλος του 2025), αλλά οι κίνδυνοι μετριάζονται από τη μεγάλη μέση διάρκεια του χρέους και το εκτεταμένο hedging επιτοκίων. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών παραμένει αυξημένο λόγω εισαγωγών που σχετίζονται με τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά αναμένεται συρρίκνωση από το 2027.
Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να υποχωρήσει
Στο report αναφέρεται ότι μετά από περίοδο χαμηλών ελλειμμάτων (2015-2019), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε το 2020 και παραμένει σε υψηλά επίπεδα (μέσος όρος 7,6% του ΑΕΠ την περίοδο 2020-2024).
Η επιδείνωση οφείλεται μερικώς στην ανάκαμψη της ζήτησης, αλλά και σε υπερβολική εξάρτηση από εισαγωγές, ιδίως υδρογονανθράκων. Ωστόσο, τα πρόσφατα μηνιαία στοιχεία δείχνουν ενδείξεις βελτίωσης, κυρίως λόγω της ισχυρής τουριστικής επίδοσης, της μείωσης των πληρωμών τόκων και της υποχώρησης των εισαγωγών πετρελαίου.
Η S&P προβλέπει ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 6,6% του ΑΕΠ για την περίοδο 2025-2026 και θα υποχωρήσει σε 5,5% την περίοδο 2027-2028.
Η εξωτερική θέση της Ελλάδας παραμένει αδύναμη
Η S&P υπογραμμίζει ότι η εξωτερική θέση της Ελλάδας είναι ασθενής και ασκεί αρνητική επίδραση στο πιστωτικό της προφίλ. Το καθαρό εξωτερικό χρέος των κατοίκων της χώρας ανερχόταν στα 273 δισ. δολ. το 2024, ποσό που αντιστοιχεί στο 214% των εσόδων από τον εξωτερικό τομέα. Εξαιρώντας τα στοιχεία ενεργητικού του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, τα οποία θεωρούνται λιγότερο ρευστά, το ποσό αυξάνεται στα 318 δισ. δολ. ή 249% των ιδίων εσόδων.
Η καθαρή εξωτερική θέση έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια και αναμένεται να συνεχίσει να βελτιώνεται, ωστόσο τα επίπεδα –τόσο υφιστάμενα όσο και προβλεπόμενα– παραμένουν σημαντικά υψηλότερα από εκείνα συγκρίσιμων χωρών. Σε συνδυασμό με το υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, η στρεβλή αυτή εξωτερική θέση συνεπάγεται διαρκείς εξωτερικές χρηματοδοτικές ανάγκες, εκθέτοντας την Ελλάδα στις συνθήκες των διεθνών αγορών.
Η Ελλάδα συνεχίζει να υπερβαίνει τους δημοσιονομικούς της στόχους
Η S&P προβλέπει ότι η Ελλάδα θα καταγράψει πλεόνασμα 0,4% του ΑΕΠ το 2025 (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%), έναντι του αρχικού στόχου για έλλειμμα 0,6%. Τα μηνιαία στοιχεία δείχνουν ισχυρή αύξηση των φορολογικών εσόδων, ιδιαίτερα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, κάτι που αποδίδεται στην ισχυρή αγορά εργασίας.
Οι τρέχουσες δαπάνες παραμένουν συγκρατημένες, ενώ οι επενδυτικές δαπάνες αυξάνονται, μαζί με τις αντίστοιχες επιχορηγήσεις του RRF. Μετά το αναπάντεχο πλεόνασμα του 2024 (1,3% του ΑΕΠ, πρωτογενές 4,8%), η S&P προβλέπει κάποια δημοσιονομική χαλάρωση τα επόμενα χρόνια, λόγω αυξημένων εγχώριων επενδυτικών αναγκών.
Ο φορολογικός χώρος επιτρέπει στοχευμένα μέτρα χωρίς δημοσιονομικό εκτροχιασμό
Στις 6 Οκτωβρίου 2025, η Ελλάδα υπέβαλε το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2026, αξιοποιώντας μέρος του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου. Η S&P σημειώνει ότι η βελτίωση στη φορολογική συμμόρφωση επιτρέπει στην κυβέρνηση να ανακοινώνει νέα δημοσιονομικά μέτρα χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η επίτευξη των στόχων.
Οι νέες μεταρρυθμίσεις περιλαμβάνουν μειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές για τα περισσότερα κλιμάκια εισοδήματος, καθώς και στοχευμένες ελαφρύνσεις για νέους και πολύτεκνες οικογένειες. Παράλληλα, ανακοινώθηκαν και άλλες φορολογικές ελαφρύνσεις, καθώς και αυξήσεις στις συντάξεις, που αναμένεται να στηρίξουν την οικονομία.
Η S&P προβλέπει ότι η κυβέρνηση θα διατηρήσει σταθερό πρωτογενές πλεόνασμα κατά μέσο όρο 2,9% του ΑΕΠ την περίοδο 2026–2028. Οι επικείμενες εκλογές του 2027 ενδέχεται να οδηγήσουν σε πρόσθετες ελαφρύνσεις το 2026, αλλά η δημοσιονομική επίδοση εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί, χάρη στην ισχυρή οικονομική δραστηριότητα, την υποχώρηση της ανεργίας και τη συνέχιση της ψηφιοποίησης και της φορολογικής συμμόρφωσης.
Η Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αντιμετωπίζει σχετικά περιορισμένες πιέσεις για αμυντικές δαπάνες, παρά το γεγονός ότι δαπάνησε περίπου 3% του ΑΕΠ για άμυνα το προηγούμενο έτος και παραμένει από τους μεγαλύτερους συνεισφέροντες στο ΝΑΤΟ.
Η βιωσιμότητα του χρέους βελτιώνεται
Η S&P εκτιμά ότι το 2026 ο καθαρός λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας θα είναι χαμηλότερος από εκείνον της Ιταλίας. Εξαιτίας της υψηλής συμμετοχής προνομιακών δανείων στο ελληνικό χρέος, το κόστος εξυπηρέτησης είναι ήδη χαμηλότερο από αυτό της Ιταλίας.
Μέχρι το 2028, εκτιμάται ότι η καθαρή σχέση χρέους προς ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο 116%, σημειώνοντας μείωση κατά 50 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2019 -μία από τις ταχύτερες βελτιώσεις διεθνώς την τελευταία δεκαετία. Η S&P ενσωματώνει στον υπολογισμό της και τα ταμειακά διαθέσιμα του ΟΔΔΗΧ, τα οποία ανήλθαν σε 42 δισ. ευρώ (16,8% του ΑΕΠ) στα τέλη Ιουνίου 2025.
Παρά το μεγάλο ύψος του χρέους, το προφίλ του χαρακτηρίζεται θετικά: η μέση διάρκεια είναι περίπου 18,7 έτη, το μέσο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης (μετά τα swaps) ανέρχεται μόλις στο 1,3%, και το χρέος είναι επαρκώς αντισταθμισμένο έναντι κινδύνων επιτοκίων.
Το τραπεζικό σύστημα έχει εισέλθει σε φάση σταθερότητας και ανάπτυξης
Η S&P αξιολογεί ότι οι συστημικοί κίνδυνοι στον ελληνικό τραπεζικό τομέα έχουν περιοριστεί και ότι το σύστημα βρίσκεται πλέον σε φάση σταθερότητας και ανάπτυξης. Το θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο έχει ευθυγραμμιστεί περισσότερο με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, με τη συμβολή της Τράπεζας της Ελλάδος μέσω ενεργής εποπτείας, μακροπροληπτικών μέτρων και επιτυχημένης εξυγίανσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), κυρίως μέσω του προγράμματος «Ηρακλής».
Ο δείκτης NPEs έχει υποχωρήσει στο 4,6% από άνω του 56% το 2016, χάρη σε συγχωνεύσεις, εξορθολογισμό των επιχειρηματικών μοντέλων και βελτίωση των λειτουργικών επιδόσεων. Οι τράπεζες επιταχύνουν επίσης την απομείωση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων, σε συμμόρφωση με τις νέες ρυθμιστικές οδηγίες, ώστε να ενισχύσουν την ποιότητα των κεφαλαίων τους.
Παρότι τα NPEs έχουν σε μεγάλο βαθμό μεταβιβαστεί εκτός των τραπεζικών ισολογισμών, παραμένουν υψηλά στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, καθυστερήσεις στο δικαστικό σύστημα εμποδίζουν την επίλυση υποθέσεων, περιορίζοντας την πρόσβαση των δανειοληπτών σε νέα χρηματοδότηση και ενδεχομένως επιβαρύνοντας την οικονομική ανάπτυξη.