Η συνεχιζόμενη πτώση των δεικτών γεννητικότητας δεν είναι πάντα εύκολο να εξηγηθεί, ωστόσο δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί η αποτυχία των οικονομικών κινήτρων στην αντιμετώπιση του δημογραφικού, σχολιάζει σε ανάλυσή της (με ημερομηνία 10 Σεπτεμβρίου 2025) η Allianz, ένας από τους κορυφαίους ασφαλιστικούς και χρηματοοικονομικούς ομίλους παγκοσμίως.
Ο τίτλος που επέλεξαν για την ανάλυσή τους οι Michaela Grimm και Arne Holzhausen είναι εύγλωττος: «Τα χρήματα δε μπορούν να αγοράσουν περισσότερα παιδιά».
Όπως εξηγούν, στις χώρες του ΟΟΣΑ, οι φορολογικές ελαφρύνσεις, τα χρηματικά επιδόματα και οι υπηρεσίες που χορηγούνται για οικογένειες και παιδιά αντιστοιχούσαν στο 1,8% του ΑΕΠ το 2021. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (27), το μέσο ποσοστό των κρατικών δαπανών που κατευθύνεται προς την οικογένεια και τα παιδιά αυξήθηκε από 1,6% το 2001 σε 1,9% του ΑΕΠ το 2023. Κι όμως, η υπογεννητικότητα παραμένει.
- Διαβάστε ακόμα - Moody's για Ελλάδα: Πιστωτικά θετικά τα μέτρα της ΔΕΘ, «καμπανάκι» για το δημογραφικό
Παρόλο που διάφορα μέτρα οικονομικής φύσης χρησιμοποιούνται σε πολλές χώρες ως έμμεσος μηχανισμός κινήτρων για την ενίσχυση της γεννητικότητας, η άνευ προηγουμένου πτώση των δεικτών γεννητικότητας υποδηλώνει ότι η απλή αύξηση των δαπανών δεν οδηγεί απαραίτητα σε βελτίωση. Αντίθετα, όπως σχολιάζει η Allianz, θα ήταν πιθανώς πιο σημαντικό οι οικογενειακές πολιτικές να εστιάσουν στο πώς θα διασφαλίζεται η ισότητα ευκαιριών για κάθε παιδί, ανεξαρτήτως του εισοδήματος των γονιών.
Ταυτόχρονα, επειδή όλα δείχνουν ότι το πρόβλημα της υπογεννητικότητας ήρθε για να μείνει, σύμφωνα με την Allianz, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να προωθήσουν εγκαίρως μέτρα για την προσαρμογή των αγορών εργασίας και των συνταξιοδοτικών συστημάτων σε αυτή τη νέα κοινωνική πραγματικότητα.
Ο φαύλος κύκλος τη στέγασης
Σε κάθε περίπτωση, έχει διαπιστωθεί ότι η αναπαραγωγική συμπεριφορά εξαρτάται από ένα πλήθος παραγόντων, όπως το επίπεδο εκπαίδευσης των γυναικών, η διαθεσιμότητα και το κόστος στέγασης, η ύπαρξη δομών παιδικής φροντίδας, η γενικότερη κατάσταση στην αγορά εργασίας, η ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και οι κοινωνικοί κανόνες.
Στην ανάλυση της Allianz, τονίζεται ότι πέρα από τους αμιγώς οικονομικούς παράγοντες όπως η εργασιακή ασφάλεια και το κόστος ζωής, το κόστος για την εκπαίδευση των παιδιών είναι μια ακόμη διάσταση που επηρεάζει την απόφαση να αποκτήσει κανείς περισσότερα από ένα παιδιά. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε χώρες όπου η συμπληρωματική ιδιωτική εκπαίδευση έχει καθιερωθεί ως κανόνας, ή όπου η ανώτατη εκπαίδευση εξακολουθεί να χρηματοδοτείται κυρίως ιδιωτικά.
Η στέγαση και η αστικοποίηση επίσης επηρεάζουν το μέγεθος της οικογένειας, καθώς η στέγαση αποτελεί σημαντικό παράγοντα στον προϋπολογισμό των νοικοκυριών. Ως εκ τούτου, η διαθεσιμότητα και η προσιτότητα κατάλληλης στέγασης έχει μεγάλη επιρροή στην ηλικία που οι νέοι εγκαταλείπουν το πατρικό τους σπίτι και δημιουργούν δικό τους νοικοκυριό. Αυτό επηρεάζει επίσης την απόφαση για το πότε θα ξεκινήσει μια οικογένεια ή θα αποκτηθεί ένα ακόμη παιδί, καθώς συχνά συνεπάγεται την ανάγκη για μεγαλύτερο και ακριβότερο σπίτι ή διαμέρισμα. Σύμφωνα με την Allianz, μελέτες δείχνουν ότι η πρόσβαση σε στεγαστικά δάνεια και η προσιτή στέγαση έχουν θετική επίδραση στο μέγεθος της οικογένειας, ενώ η αύξηση του κόστους στέγασης επηρεάζει αρνητικά τους δείκτες γεννητικότητας.
Επιπλέον, οι δείκτες γεννητικότητας και η αστικοποίηση σχετίζονται αρνητικά, καθώς οι διαθέσιμοι χώροι κατοικίας στις πόλεις είναι πιο περιορισμένοι και οι τιμές ακινήτων γενικά υψηλότερες σε σχέση με τις αγροτικές περιοχές. Η αναμενόμενη περαιτέρω αύξηση της αστικοποίησης θα μπορούσε συνεπώς να λειτουργήσει αποτρεπτικά για την εξέλιξη των δεικτών γεννητικότητας.
Η Allianz περιγράφει επίσης έναν φαύλο κύκλο σε σχέση με το κόστος στέγασης, εξηγώντας ότι στις πόλεις υπάρχει μεγαλύτερη προσφορά καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, παράγοντας που συμβάλλει στην άνοδο των τιμών των κατοικιών. Ταυτόχρονα, αυξάνεται ο αριθμός των μονοπρόσωπων νοικοκυριών, κάτι που συνεπάγεται σταθερή ή και υψηλότερη ζήτηση για προσιτή στέγαση. Συνεπώς, οι τιμές κατοικιών στις μητροπολιτικές περιοχές πιθανότατα θα παραμείνουν υψηλές, ενώ την ίδια στιγμή οι νέοι κανονισμοί δόμησης και η ανακαίνιση υφιστάμενων κατοικιών λόγω της κλιματικής αλλαγής πιθανότατα θα καταστήσουν τη στέγαση ακόμα ακριβότερη στο μέλλον.
Ανεργία στους νέους και η περίπτωση της Ελλάδας
Ειδικά για τις νεότερες ηλικίες, οι οικονομικές προοπτικές και ιδιαίτερα η εξέλιξη των ποσοστών ανεργίας στην ηλικιακή ομάδα 25-39 ετών, έχουν μεγάλη επίδραση στους δείκτες γεννητικότητας, καθώς η ασφάλεια εισοδήματος και η οικονομική δυνατότητα ανατροφής ενός παιδιού, όπως και η προοπτική επιστροφής στην εργασία μετά την άδεια μητρότητας, είναι κρίσιμα ζητήματα για την απόφαση του αν και πότε θα αποκτήσει κάποιος το πρώτο παιδί ή επόμενα παιδιά. Όπως επισημαίνει η Allianz, δεν αποτελεί έκπληξη ότι η γονεϊκότητα συχνά αναβάλλεται σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και αυξανόμενης ανεργίας.
- Διαβάστε ακόμα - Δημογραφικό: Μόλις το 2,5% των 30άρηδων είναι γονείς - Με εισοδήματα έως 10.000 ευρώ η πλειοψηφία τους
Η Allianz φέρνει ως παράδειγμα την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία, τις τρεις χώρες της ΕΕ με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στην ηλικιακή ομάδα 25-39 ετών και, ταυτόχρονα, χώρες που κατατάσσονται μεταξύ αυτών με τα χαμηλότερα ποσοστά γεννητικότητας. Μια σύγκριση της εξέλιξης της ανεργίας και των αντίστοιχων ποσοστών γεννητικότητας σε αυτές τις χώρες δείχνει αρνητική συσχέτιση έως το 2016 στην Ισπανία και έως το 2020 και 2021 στην Ιταλία και την Ελλάδα αντίστοιχα. Οι αναλυτές της Allianz επισημαίνουν ότι η Ελλάδα κατέγραψε αύξηση της γεννητικότητας από το 2019 έως το 2021, αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη μείωση της ανεργίας σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα. Ωστόσο, η ανάκαμψη ανακόπηκε από την πανδημία Covid-19 και έκτοτε ο σύνδεσμος ανάμεσα στους οικονομικούς κύκλους και τη γεννητικότητα έχει διαρραγεί.
Ανάγκη προσαρμογής
Οι αναλυτές της Allianz εκτιμούν ότι, υπό τις σημερινές συνθήκες, οι προσπάθειες αύξησης της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, προκειμένου να μετριαστεί ο αντίκτυπος της δημογραφικής αλλαγής, είναι ένας από τους παράγοντες που θα κρατήσουν σε χαμηλά επίπεδα τα ποσοστά γεννητικότητας. Το ίδιο ισχύει και το αυξανόμενο κόστος ζωής και την έλλειψη προσιτής στέγης, ιδίως στις μεγάλες πόλεις.
Οι αγορές εργασίας και οι επιχειρήσεις θα πρέπει επίσης να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον όπου το εργατικό δυναμικό γηράσκει. Όπως τονίζει η Allianz, η εκπαίδευση είναι παράγοντας καθοριστικής σημασίας. Παρά το γεγονός ότι τα υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης συνδέονται με χαμηλότερους δείκτες γεννητικότητας, αποτελούν επίσης σημαντικό μέσο μετριασμού του αντίκτυπου της δημογραφικής αλλαγής στις αγορές εργασίας και στην οικονομική ανάπτυξη. Κι αυτό, διότι το επίπεδο εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού συσχετίζεται θετικά με την παραγωγικότητα. Επομένως, η μείωση του αριθμού των παιδιών στο μέλλον δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε περικοπές των δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση. Αντιθέτως, θα πρέπει να διατηρηθούν τουλάχιστον σταθερές ώστε να αυξηθούν οι κατά κεφαλήν επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο.