Υποχώρηση του ελληνικού χρέους στο 101,3% του ΑΕΠ το 2030 προβλέπουν σε έκθεσή τους για την ελληνική οικονομία οι αναλυτές της Wood & Co.
Όπως επισημαίνουν, στο φετινό α’ τρίμηνο ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ υποχώρησε στο 152,5%, από 212,8% το 2021, με την ελληνική κυβέρνηση να προβλέπει πτώση στο 149,1% έως το τέλος του 2025 και στο 120% του ΑΕΠ έως το 2030.
Ωστόσο, με την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, τη δέσμευση στη μείωση του χρέους και τις προοπτικές της ανάπτυξης, η Wood αναμένει ότι η δημοσιονομική πορεία της ελληνικής οικονομίας θα παραμείνει «ισορροπημένη» τα επόμενα χρόνια, με σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2%, και ότι η υποχώρηση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ θα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Πιο συγκεκριμένα, προβλέπει υποχώρηση στο 144,2% το 2025, στο 134,5% το 2026 και στο 101,3% το 2030.
Η προτεραιότητα στη δημοσιονομική εξυγίανση τα τελευταία χρόνια έχει αποδώσει με τη μορφή συνεχών πλεονασμάτων που υπερβαίνουν τους στόχους, αναφέρουν μεταξύ άλλων οι αναλυτές της Wood, τονίζοντας ότι πέρυσι, ο προϋπολογισμός κατέγραψε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ (πρωτογενές πλεόνασμα 4,8%), ενώ φέτος εμφάνιζε πλεόνασμα 3,9% του ΑΕΠ έως τον Ιούλιο, σε κυλιόμενη βάση 12 μηνών (ταμειακή βάση), ξεπερνώντας τον στόχο για έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ.
Η χρηματοδοτική θέση της χώρας παραμένει άνετη, όπως επισημαίνει η Wood, με τα ταμειακά διαθέσιμα τον Ιούλιο να βρίσκονται στα 42,6 δισ. ευρώ (17,5% του ΑΕΠ), δηλαδή τριπλάσια σχεδόν έναντι των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών των 15,3 δισ. ευρώ (6,2% του ΑΕΠ) για φέτος.
Πρόωρες αποπληρωμές
Η ελληνική κυβέρνηση έχει επισημάνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των επιπλέον εσόδων θα κατευθυνθεί σε πρόωρες αποπληρωμές των δανείων της περιόδου της κρίσης, κάτι που, σύμφωνα με τη Wood, επιταχύνει τη μείωση του χρέους, ενώ ταυτόχρονα περιορίζει το κόστος εξυπηρέτησης, καθώς τα δάνεια της περιόδου της κρίσης με χαμηλό επιτόκιο (κάτω από 1,5%-2%) θα έπρεπε σε διαφορετική περίπτωση να αναχρηματοδοτηθούν πλήρως με επιτόκια αγοράς άνω του 3%, γεγονός που θα αύξανε το μέσο κόστος του χρέους.
«Το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής παραμένει διαχειρίσιμο και ομοιόμορφα κατανεμημένο, με μέσο όρο περίπου 11 δισ. ευρώ ετησίως μεταξύ 2026 και 2036» σημειώνει η Wood, προσθέτοντας ότι η πρόωρη αποπληρωμή του GLF θα μπορούσε να μειώσει περαιτέρω τις ετήσιες αποσβέσεις, έως και κατά 2 δισ. ευρώ την περίοδο 2031-2041.
Φορολογική συμμόρφωση
Τα μέτρα ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης αποδίδουν επίσης καρπούς, αναφέρει η Wood, επισημαίνοντας ότι σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα, τα έσοδα από τον εταιρικό φόρο εισοδήματος έχουν αυξηθεί κατά 1 ποσοστιαία μονάδα, στο 3% του ΑΕΠ, τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων κατά +0,6 μονάδες στο 6,4% και τα έσοδα από τον ΦΠΑ κατά +0,7 μονάδες, στο 4,2%. Κι όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι τα έσοδα από τον τουρισμό παραμένουν χαμηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα.
«Παρότι αυτά τα μεγέθη είναι ενθαρρυντικά, υποδεικνύουν ωστόσο μια μη βέλτιστη κατανομή πόρων μεταξύ κράτους και κοινωνίας, περιορίζοντας το μερίδιο εισοδήματος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και συμβάλλοντας στις υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις» σημειώνουν οι αναλυτές της Wood. Οι οποίοι προσθέτουν ότι το φορολογικό βάρος είναι γενικά υψηλότερο στην Ελλάδα, με υψηλό συντελεστή φόρου εισοδήματος και υψηλότερες εργοδοτικές εισφορές για κοινωνική ασφάλιση, ενώ ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ στο 24% είναι από τους υψηλότερους στην ΕΕ.
Νέο πακέτο μέτρων;
Η Wood κάνει αναφορά και στην υποχώρηση των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας στις δημοσκοπήσεις, σημειώνοντας ότι «η πρόθεση ψήφου έχει υποχωρήσει σημαντικά κάτω από το επίπεδο του 40% που καταγράφηκε στις εκλογές του 2023 και είναι απίθανο να ανακάμψει γρήγορα, δεδομένου ότι ο αντιληπτός από τους καταναλωτές πληθωρισμός παραμένει υπερβολικά υψηλός».
«Ως εκ τούτου, είναι εύλογο να αναμένουμε περαιτέρω μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης την επόμενη χρονιά, αν και όχι σε τέτοιο βαθμό που να θέτουν σε κίνδυνο τον πρώτιστο στόχο της μείωσης του χρέους», αναφέρει χαρακτηριστικά η Wood.