Στην ανάγκη να επιταχυνθούν οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση του υψηλού επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων και να προχωρήσει η άρση των capital controls, αλλά με προσοχή, ώστε να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αναφέρεται η έκθεση του άρθρου 4 του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία η οποία είναι σε γνώση του insider.gr.
Σχετικά με το νομικό πλαίσιο για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια το ΔΝΤ σημειώνει πως αν και οι ελληνικές αρχές τροποποίησαν το νομικό καθεστώς για την ατομική και την εταιρική πτώχευση, αναθεώρησαν τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και επέτρεψαν τις πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων, ωστόσο το νομικό οπλοστάσιο δεν είναι ακόμη πλήρως αποτελεσματικό , καθώς «οι περιορισμοί για την πρώτη κατοικία παραμένουν, η δημιουργία του επαγγέλματος συνδίκου της πτώχευσης έχει καθυστερήσει και το παράγωγο δίκαιο παραμένει σε εκκρεμότητα».
Η αναφορά σε «περιορισμούς» στην πρώτη κατοικία παραπέμπει στην προστασία που προσφέρει ο νομοθέτης στην κύρια κατοικία των οφειλετών και δείχνει ξεκάθαρα τη θέση του Ταμείου ότι η προστασία αυτή πρέπει να εκλείψει.
Το ΔΝΤ θεωρεί πως είναι απαραίτητες «αποφασιστικές ενέργειες»για την αποκατάσταση τόσο των τραπεζικών ισολογισμών όσο και των λογιστικών καταστάσεων των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να διευκολυνθεί η επιστροφή σε μια βιώσιμη πιστωτική επέκταση. Υπογραμμίζει δεν πως αν και οι τρέχουσες στρατηγικές των τραπεζών στοχεύουν σε μείωση του συνολικού δείκτη δανείων σε καθυστέρηση στο 48%,42% και 34% από το 2017, το 2018 και 2019 αντίστοιχα αυτή η καθυστερημένη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν είναι σύμφωνη με το φιλόδοξο επενδυτικό σχέδιο και τις αναπτυξιακές παραδοχές της ελληνικής κυβέρνησης.
Να σημειωθεί πως το ΔΝΤ στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους του έχει διατηρήσει την παραδοχή ότι απαιτούνται 10 δισ. ευρώ για την κάλυψη πιθανών αναγκών υποστήριξης των τραπεζών. Αυτό κατά το Ταμείο οφείλεται στο γεγονός ότι παρά τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών οι ισολογισμοί τους παραμένουν ευάλωτοι, με υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ τα μισά από τα κεφάλαια των τραπεζών αποτελούνται από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που αντιπροσωπεύουν ενδεχόμενες υποχρεώσεις του κράτους.
Τέλος, το ΔΝΤ σημειώνει πως το Δημόσιο δεν είναι σε θέση να ανακτήσει την επένδυσή του στις τράπεζες, καθώς μετά την πιο πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση η δημόσια συμμετοχή στον τραπεζικό τομέα μειώθηκε από περίπου 60%, σε περίπου 20%.